27/11/10

Ο ελληνικός 20ός αιώνας και τα γραπτά τεκμήριά του

Το μεταπολεμικό περιοδικό Μαρτυρίες

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

*Το καλοκαίρι του 2009 παρουσίασα στο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας ένα διάγραμμα της ταυτότητας και της ενδιαφέρουσας μικρής ιστορίας ενός αφανούς περιοδικού της ελληνικής αριστεράς, των Μαρτυριών, που έζησαν στα χρόνια του ‘60, σε μια σημαδιακή από πολλές απόψεις δεκαετία. Το άρθρο που ακολουθεί σε δύο μέρη, σε μια πρώτη του μορφή δημοσιεύτηκε ως εισαγωγή στην αποδελτίωση του περιοδικού που έγινε από τη φιλόλογο Χρυσούλα Σπυρέλη και αποτέλεσε ειδική έκδοση των Μικροφιλολογικών τετράδιων (αρ. 9, Λευκωσία 2010) 

                                                                
Η αίγλη και η παρακμή των λογοτεχνικών περιοδικών

Τα γενικής ύλης λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά ακόμα και τα περιοδικά ιδεών και κριτικής, σπανίως ασκούν σήμερα κάποια επίδραση στο τρέχον, ελληνικό πολιτισμικό γίγνεσθαι. Δεν προκαλούν συζητήσεις, δεν βαθαίνουν διαφορές (που εξάλλου δεν υπάρχουν) δεν διαμορφώνουν αισθητικές προτιμήσεις, δεν συμβάλλουν με την ύλη τους, πρωτότυπη ή μεταφρασμένη, στον πλουτισμό του γνωσιακού ορίζοντα των αναγνωστών, δεν αποτελούν, όπως σε άλλα χρόνια, ταμεία και πύλες ενημέρωσης που παρουσίαζαν ρεύματα ιδεών και διεθνείς τάσεις της λογοτεχνίας και της θεωρίας για τη λογοτεχνία.
Δεν αποτελούν, τέλος, πόλους συσπείρωσης, ούτε και προθαλάμους για την άσκηση και την αξιολόγηση των νέων φωνών. Βγαίνουν εξυπηρετώντας προσωπικές επιδιώξεις, και, σπανιότατα, ενσαρκώνοντας κάποιο μεράκι. Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο κατ’ εξαίρεση κάποιο από τα υπάρχοντα λογοτεχνικά περιοδικά μπορεί να προσελκύσει τη γενικότερη προσοχή, ακόμα και των βιβλιόφιλων αναγνωστών, αν τυχόν περιλαμβάνει κάποιο επίμαχο άρθρο. Το συνηθέστερο, προσέχεται κάπως αν οργανώσει αφιερώματα σε πρόσωπα ή σε θέματα, με στόχο την άγρευση του επιμερισμένου ή του ερευνητικού ενδιαφέροντος. Εννοείται πως υπάρχουν οι εξαιρέσεις που αμύνονται απέναντι σ’ αυτό τον ισοπεδωτικό κανόνα της πλήρους αδιαφορίας. Αλλά δεν αρκούν. Αυτό που οφείλουμε να παραδεχτούμε, είναι πως οι λίγες σχετικές αναφορές που γίνονται (κι αυτές όχι σε έντυπα γενικής αλλά ειδικής παιδείας) σε μελέτες οι οποίες δείχνουν μια βαθύτερη γνώση της κριτικής μας παράδοσης, και δεν αρκούνται σε δήθεν θέσφατα, ειπωμένα από τεταρτεύουσας αξίας αγγλοσάξονες και γάλλους ή άλλων εθνικοτήτων πανεπιστημιακούς του συρμού, αφορούν κατά κανόνα σε περιοδικά άλλων εποχών που λίγο ως πολύ θεωρούνται εμβληματικά. Λόγου χάριν, στην Εστία και στα Παναθήναια, στα Νεοελληνικά Γράμματα, στα Ελεύθερα Γράμματα, στις Μακεδονικές Ημέρες ή και στην Επιθεώρηση Τέχνης. Μόνο αν συγκρίνουμε τη δυναμική που είχαν τα περιοδικά αυτά, τον ενίοτε πρωτοποριακό τους ρόλο σε χρονικές στιγμές που δεν τα ανταγωνιζόταν κανένα σχεδόν άλλο μέσο ενημέρωσης και όταν η παραγωγή βιβλίων δεν ήταν ιδιαίτερα πληθωριστική, καταλαβαίνουμε τη διαφορά τού άλλοτε με το τώρα[1]. Οι εποχές άλλαξαν και μαζί τους άλλαξαν τα περιοδικά, τα οποία, εξάλλου, πάντοτε καθρέφτιζαν τα χαρακτηριστικά της εποχής τους, τα ήθη και τα γούστα της, την ενεργητικότητα και την παθητικότητά της, την κινητικότητα και την αδράνεια. Ανατρέχουμε λοιπόν στα έντυπα του παρελθόντος για πολλούς λόγους, αλλά εκείνα που προσελκύουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον μας είναι όσα μας κάνουν να νοσταλγούμε κάτι που ωστόσο έχει ήδη διαρρεύσει και χαθεί. Νοσταλγούμε ενδόμυχα εποχές με πιο σαφή όρια, με πολιτικά ήθη που λειτουργούσαν ενίοτε και ως μοιραίο αντιστάθμισμα όλου του βίου σε πολλούς ανθρώπους, με ιδέες όχι τόσο συγκεχυμένες και θολές όσο οι σημερινές, ιδέες που μπορούσαν να προβάλλουν με πειθώ σε συνειδήσεις «αθωότερες» από τις τωρινές, ιδέες προκλητικές που υπέθαλπαν τη ρήξη ή και τη  διακινδύνευση. Και πράγματι, σε προγενέστερα χρόνια, όταν η πολιτική θέση συνέκλινε με την αισθητική τόλμη, ή την αιχμηρότητα του θέματος, μαζί με τη δύναμη του ιδεολογικού οράματος συγκεφαλαιωνόταν στις σελίδες των ρηξικέλευθων περιοδικών μια σχέση προσωπική, μια σωματική προσφορά και ανάλωση, μια ταύτιση πάθους και ιδεολογικής πίστης. 
Αναφερόμαστε σε όχι πολύ μακρινές εποχές, στις οποίες τα περιοδικά, όπως άλλωστε και οι εφημερίδες, ήταν για το κοινό των αναγνωστών τους ένα, όσο κι αν μοιάζει κοινότοπο, παράθυρο στον κόσμο και παράθυρο στον συντροφικό άλλο. Πέρα από τα ιδεολογικά και πολιτικά τους σημαίνοντα που αφορούν τις επιμέρους ταυτότητές τους, τα λογοτεχνικά περιοδικά και τα περιοδικά παιδείας ανήκαν ως πριν από μερικές δεκαετίες, σε δύο μεγάλους κύκλους: σε εκείνα που αποτέλεσαν για ένα διάστημα, μεγάλο ή μικρό, σχολεία γενικής μόρφωσης  και γνώσης, όπως Ο Νουμάς, η μακρόβια Νέα Εστία (εκείνη, το πολύ ως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια), οι Εποχές, και στα περιοδικά θέσεων ή απόψεων που εξέφρασαν μια προσωπική γραμμή ή τη συνισταμένη γραμμή των μελών μιας παρέας, όπως τα Νέα Γράμματα, Το Τρίτο Μάτι, Ο Κοχλίας, Η Διαγώνιος, η Κριτική, και στα πιο πρόσφατα χρόνια οι Σημειώσεις. Συν τω χρόνω, και τούτο είναι πασιφανές, η επίδραση που ασκούν τα περιοδικά γενικής λογοτεχνικής παιδείας γίνεται όλο και πιο αναιμική. Ιδίως αυτή των πιο υπεύθυνων και σοβαρών. Η ταυτότητά τους, αν επιλέξουν το δρόμο της επιβίωσης από το δρόμο της ηρωικής εξόδου, είναι όλο και πιο ασαφής, και για τούτο δεν ανταποκρίνονται σε καμία ζήτηση βασικής, αλλά μόνο επικουρικής γνώσης. Δεν αποτελούν πια όργανα έκφρασης, ενδεχομένως διότι οι διαφορές των ίδιων των συντακτών και συνεργατών τους είναι περισσότερες από τις συγκλίσεις. Συνήθως σπάνια βρίσκουν να πουν κάτι το αξιόλογο, και δεν το θεωρούν αναγκαίο να υπερβούν τα εσκαμμένα και να εκφράσουν κάτι που ξεπερνάει τον χρυσό κανόνα του μέτρου. Δεν δίνουν τον τόνο στη λογοτεχνική και στην καλλιτεχνική ζωή, όπως ήδη σημειώσαμε, όχι μόνο γιατί έχει αλλάξει άρδην η ζωή αυτή, προσδεδεμένη στους νόμους της αγοράς, αλλά και διότι έχει αλλάξει μαζί ο δίαυλος αναγνώρισης της λογοτεχνικής ή της όποιας  αξίας. Η αγοραία ζωή της λογοτεχνίας-  ίδίως αν θέλουν να διατηρήσουν τις όποιες αρχές τους-  δεν τα χρειάζεται πλέον. Δεν τα έχει ως εφαλτήριά της αλλά τα παρακάμπτει και τα αφήνει πίσω της. Οι αυτοματισμοί των διαδικτυακών πληροφοριών, η ταύτιση της έννοιας του έγκυρου με τη δήθεν “αληθειακή” εικόνα της οθόνης, επιβάλλουν τη δική τους φήμη και “αξία“ και μάλιστα με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Έτσι, σε μια κοινωνία που μαγεύεται από τις πάσης φύσεως επιταχύνσεις, είναι μοιραίο ότι μπαίνει στο περιθώριο η παλαιότερη βραδύτητα που επέτρεπε να προσεγγίζεται η γνωσιακή ύλη ως αντικείμενο μελέτης. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι αφαιρείται από τον έντυπο λόγο κάθε κύρος και κάθε δυνατότητα να κρίνει, να μάχεται και να επικρίνει σε βάθος. Το τυπωμένο σε χαρτί κείμενο είναι πλέον η λαχανιασμένη οπισθοφυλακή του λόγου, που κι αυτός με τη σειρά του είναι ολοένα και πιο πολύ η έκφραση του αχρηστευμένου οχήματος, παλιάς τεχνολογίας, της γνώσης και της πληροφορίας.

Οι Μαρτυρίες, μια παρέα στο άνοιγμα της δεκαετίας του ‘60 

Οι Μαρτυρίες, με τις οποίες θα ασχοληθούμε στη συνέχεια, ήταν ένα περιοδικό των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’60, και οπωσδήποτε, αν θέλουμε να το κατατάξουμε κάπου, ανήκει στο είδος των αριστερών εντύπων κριτικής και λογοτεχνίας, με το βάρος να πέφτει κυρίως στην πρώτη. Όμως κι αυτή είναι μια πρωτοβάθμια διάκριση, γιατί τα βασικά χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του συνάδουν με την ιδιαιτερότητα της ύλης του. Είναι περιοδικό κριτικής, αλλά μιας κριτικής που οι σκοπεύσεις της είναι περισσότερες από άλλα «αδελφά» έντυπα της εποχής, όπως η βασιλεύουσα στο χώρο Επιθεώρηση Τέχνης, καθώς ανήκει μεν στην αριστερά,  αλλά έχει άλλες γενετικές δεσμεύσεις, άλλες εμμονές και άλλες ελευθερίες σε σχέση με τα έντυπα ιδεολογικής γραμμής που έβγαιναν τότε. Φαίνεται ότι στο τέλος του ‘50 με τις αρχές του ‘60 στον χώρο αυτό συνέβαιναν ανακατατάξεις και εμφανίζονταν δυνάμεις με κεντρόφυγες τάσεις. Οι διαφοροποιήσεις απέναντι στην κρατούσα, επίσημη, κομματική αντίληψη για την αισθητική και τις τέχνες εντάθηκαν τότε ακριβώς, στη δεκαετία 1955-1965, και οι συντονισμένες, από διάφορες μεριές, δράσεις, που σκόπευαν σε μια εκσυγχρονισμένη αριστερή σκέψη, από τότε χρονολογούνται[2]. Η «Εβδομάδα Μαρξιστικής Σκέψης» που πρόλαβε να πραγματοποιηθεί δύο φορές, το 1965 και το 1966, με πρωτοβουλία του εκδοτικού οίκου Θεμέλιο, τη φροντίδα του Μίμη Δεσποτίδη[3] και τη συμμετοχή ενός διεθνούς apparatus διανοουμένων, όπως ο Ροζέ Γκαρωντύ (Garaudy), ο Μωρίς Κόνφορτ (Conforth), ο Πιερ Βιλάρ (Vilar), ο Μάριο Μανακόρντα (Manacorda), ο Νίκος Πουλαντζάς, κ.ά., νομίζω ότι συνοψίζει και κορυφώνει τις διεργασίες και τις πιέσεις για «ανοίγματα» που ασκούνταν κυρίως από νεώτερα στελέχη στους κόλπους της ελληνικής αριστεράς, όσο και τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε νοοτροπίες παλιές και ζητήσεις καινούργιες. Η «Εβομάδα» επιπλέον υπήρξε ένα γεγονός με ζυμώσεις που αποδείχτηκαν μακρόβιες, καθώς εκεί τέθηκαν προς συζήτηση προβλήματα ιδεολογίας και δημοκρατικής λειτουργίας, τα οποία υπό άλλες συνθήκες πνίγονταν από τον κομματικό μηχανισμό και, έτσι, δεν έβγαιναν προς τα έξω[4]. Γενικά, όμως, μπορούμε να πούμε ότι η ανανέωση και οι σχετικές ρήξεις που συνέβησαν στην προδικτατορική αριστερά, και που μέρος τους πρόβαλλε από τις σελίδες της Επιθεώρησης Τέχνης, της Κριτικής και των Μαρτυριών, είχαν μια καταγωγική συνάφεια με δύο ιστορικά γεγονότα που είχαν συνταράξει τις συνειδήσεις των πιο «ανήσυχων» διανοουμένων και συγγραφέων της. Πρώτα, το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ που έστω και με στρεβλό τρόπο συνετέλεσε στην αποσταλινοποίηση[5], και, σχεδόν ταυτόχρονα, η αντίθεσή του, η εισβολή στην Ουγγαρία το 1956 για την αποκατάσταση της δήθεν αρραγούς σοσιαλιστικής ενότητας[6]
Οι Μαρτυρίες, με αυτή την έννοια, του ότι παραχωρούσαν τις σελίδες τους πολύ συχνά σε αναλύσεις ζητημάτων οργάνωσης της κουλτούρας, σε μελέτες για την αισθητική και τις τέχνες και σε σπουδές πάνω σε νέες μορφές πολιτικής και κοινωνιολογικής θεωρίας, δεν έπαιξαν τον παιδευτικό και επιμορφωτικό ρόλο που θα μπορούσαν να είχαν παίξει αν τα στεγανά ανάμεσα στο περιοδικό και στον ευρύτερο χώρο των διανοουμένων της αριστεράς δεν ήταν τόσο πολλά. Τα εμπόδια προέρχονταν από το ευρύτερο οργανωτικό περιβάλλον του δύσπιστου κόμματος-ήλιου, της ΕΔΑ, που εχθρευόταν όσες κινήσεις δεν κατόρθωνε να τις  ελέγξει και να τις χειραγωγήσει πολιτικά[7], αλλά προέρχονταν και από το ίδιο το περιοδικό, καθώς η έκδοσή του ουσιαστικά έβγαζε προς τα έξω τις ζυμώσεις, τις συζητήσεις και τις προσωπικές τάσεις μιας μάλλον κλειστής παρέας νεαρών λογίων[8], με ισχυρούς φιλικούς δεσμούς, που έδινε την εντύπωση μιας αυτόνομης, ολιγομελούς, οργάνωσης. Αν και οι περισσότεροι από αυτούς τους νέους δεν διερμήνευαν ακριβώς τις θέσεις και τις αρχές του ιδεολογικού μέντορά τους, του Μανόλη Λαμπρίδη (1920-2002), παλιού στελέχους διαφόρων κινήσεων στον υβριδικό χώρο του ελληνικού τμήματος της 4ης Διεθνούς, και διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους ώστε να συνεργάζονται και με άλλα ιδεολογικά συγγενή έντυπα, όπως η Κριτική, η Επιθεώρηση Τέχνης, Η εφημερίδα των ποιητών, κ.ά.,  είχαν ως οικειότερο «στέκι» τους τις Μαρτυρίες. Πράγμα που δεν έμενε απαρατήρητο σε μια τέτοια εποχή, σαφών διαχωρισμών, γραμμών και ενίοτε προγραφών και διωγμών, καθώς και μόνο η φευγαλέα αναφορά στην 4η Διεθνή λειτουργούσε ως αρνητικός μύθος στο φανταστικό των περισσότερων. Το περιοδικό λοιπόν, που σημειωτέον άρχισε να βγαίνει το 1962, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ζωής της Κριτικής (πράγμα που υπονοούσε ότι οι συντάκτες του αποφάσισαν την έκδοση γιατί ίσως αισθάνθηκαν την έλλειψη ενός βήματος πιο ελεύθερου κριτικού ελέγχου), αντιπροσώπευε, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, θέσεις μιας κομματικά ακαθόριστης ως προς τα όριά της αν και ελευθερόφρονης αριστεράς. Δηλαδή μιας αριστεράς που δεν δίσταζε να στήνει κλεφτοπόλεμο με την κομματική πειθαρχία, είτε προβαλλόμενη ως «εσωτερική» αντιπολίτευση είτε ευαγγελιζόμενη την αριστερά της αριστεράς, και πάντοτε διαλέγοντας το προνομιακό γι’ αυτήν πεδίο, των θεμάτων κουλτούρας και πολιτικής[9].


Ένας αφανής (αλλά και αποκλίνων) εταίρος της Επιθεώρησης Τέχνης


Δεν μπορώ να πω με ακρίβεια αν η εποχή για την οποία μιλούμε απαιτούσε τη δημιουργία ενός ρήγματος στην ελληνική μετεμφυλιακή αριστερά, σίγουρα όμως έχει τη σημασία της η εμφάνιση μέσα στη δεκαετία 1955-1965 αρκετών δράσεων που συνέτειναν  προς την κατεύθυνση της ανάδυσης μιας πιο εσυγχρονισμένη αριστερής κριτικής σκέψης, αλλά και μιας αριστερής λογοτεχνίας, πιο ανοιχτής στους νέους τρόπους γραφής. Κάτι που ασφαλώς είχε ως προϋπόθεση τον διάλογο αυτής της κριτικής σκέψης και της λογοτεχνίας με έργα και φαινόμενα, ελλαδικά και ξένα, εκτός των “ορίων” της αριστεράς! Από όσο μπορούμε να στηριχθούμε σε μαρτυρίες της εποχής, η απομάκρυνση από τη μονολιθικότητα δεν ήταν μόνο πολιτική, όσο και αν τα αίτια που κίνησαν τις διαδικασίες ανανέωσης και που είχαν κορυφαίες επιπτώσεις ήταν πολιτικά. Άκρως αντιφατικά από μόνα τους. Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ που σήμανε την απαρχή της αποσταλινοποίησης, την απομυθοποίηση της σοβιετικής ηγεμονίας, και, σχεδόν ταυτόχρονα, η εισβολή του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Ουγγαρία που επίσης είχε μακροχρόνιες επιδράσεις στις συνειδήσεις των νέων τότε, διανοουμένων και συγγραφέων, κυρίως όσων εκπροσωπούσαν τη γενιά που διαμορφώθηκε ως συνείδηση κατά τη διάρκεια του πολέμου και βίωσε άμεσα τον εμφύλιο και τα μετεμφυλιακά. Η γενιά του Μ. Αναγνωστάκη, του Τ. Λειβαδίτη, της Β. Θεοδώρου, του Μ. Κατσαρού, του Κλ. Κύρου, του Δ. Ραυτόπουλου, του Τ. Πατρίκιου, του Π. Θασίτη, του Γ. Καφταντζή και άλλων της ίδιας πάνω κάτω ηλικίας.
Για μια εξαετία (1960-1966), στην αρχή πιο τακτικές στην κυκλοφορία τους, στη συνέχεια  πιο σκόρπιες, οι Μαρτυρίες, ήταν ο αποκλίνων ιδεολογικός εταίρος της Επιθεώρησης Τέχνης[10]. Άλλοτε αποτελώντας τη συγγενή κοίτη των συζητήσεων για τα μείζονα θέματα της αισθητικής της αριστεράς που άρχιζαν εκεί - λ.χ. το αντικειμενικό και το αυτόνομο της τέχνης, το πρόβλημα των “μορφών” και του μοντέρνου, η έννοια της παρακμής, η θεωρία της αντανάκλασης. Θέματα που δεν περιορίζονταν στην ενδημική λογοτεχνία και σκέψη, αλλά επεκτείνονταν στο θέατρο και ιδίως στον κινηματογράφο και στη ζωγραφική. Με τον τρόπο τους, επίσης, υπηρέτησαν με συνέπεια την εκσυγχρονιστική προοπτική, που έβγαζε τις αντιλήψεις αυτές από την αδράνεια, τις απεγκλώβιζε από την βαλκάνια υστέρηση και την μετεμφυλιακή στατικότητα, επιχειρώντας, για πρώτη φορά, να τις φέρει σε συνάφεια με τις πολιτικές και καλλιτεχνικές ζυμώσεις που συντελούνταν από τις τότε ξένες πρωτοπορίες. Αν το μοντέρνο είναι το στοιχείο που μεταμορφώνει και κινητοποιεί, ουσιαστικά και μορφικά, το στατικό και αδρανές, προωθώντας ρήξεις και υποκινώντας συγκρούσεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συντακτική ομάδα των Μαρτυριών, και ο ευρύτερος κύκλος της, αισθάνθηκαν ότι υπήρχε άμεση ανάγκη αλλαγής του τρόπου ερμηνείας των μεταπολεμικών φαινομένων, και, κυρίως, μετά την ήττα, ανάγκη μετάθεσης του ορίζοντα  αλλαγής των συνειδήσεων από το μαζικό στο ατομικό, από το έπος του θριάμβου στο έπος της συντριβής. Τοπικά και διεθνώς∙ όχι μόνο στο πεδίο της κοινωνίας, αλλά και σ’ αυτό της λογοτεχνίας και της τέχνης.          

[Την επόμενη Κυριακή το δεύτερο μέρος του κειμένου, που επικεντρώνεται στον Μανόλη Λαμπρίδη, κεντρικό πρόσωπο του περιοδικού Μαρτυρίες]

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας


[1] Βλ. μια σχετικά πρώιμη διερεύνηση του θέματος της παραγωγής λόγου στη σύγχρονη Ελλάδα : Λουκάς Αξελός, Εκδοτική δραστηριότητα και κίνηση ιδεών στην Ελλάδα. Στοχαστής 1984, σ. 21-32 κ.ε.
[2] Ιωάννα Παπαθανασίου, Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά. Αρχείο 1954-1967. Θεμέλιο 2001.
[3] Για τον Μίμη Δεσποτίδη βλ. το αφιέρωμα του περ. Η λέξη, τχ. 129, 1995, όπου αρκετές αναφορές στον οδηγητικό του ρόλο στα πολιτισμικά της ΕΔΑ. Με την ευκαιρία, δεν πρέπει να λησμονήσουμε ότι ο Δεσποτίδης ήταν εκ παραλλήλου ένα είδος συνδέσμου μεταξύ της ΕΔΑ και της συντακτικής επιτροπής της Επιθεώρησης Τέχνης.
[4] Μια πρωτοβάθμια αλλά αρκετά ενημερωμένη επαναπροσέγγιση του θέματος της παραγωγής λόγου στον χώρο της μεταπολεμικής αριστεράς, έχει γίνει, υπό την επίβλεψη της Ρένας Σταυρίδου-Πατρικίου, στη διπλωματική εργασία της Πολυξένης Ιορδανίδου, Η παραγωγή του βιβλίου και η κίνηση των ιδεών στη δεκαετία του ‘ 60.Πάντειο Πανεπιστήμιο / Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας, σ. 33-37. 
[5] Για το ρόλο του 20ού συνεδρίου και την μερική απεμπλοκή του νεανικού δυναμικού της κομμουνιστικής αριστεράς από τις άκρως συντηρητικές θέσεις, αλλά κυρίως την απήχηση στα νέα στελέχη και στους διανοούμενους του χώρου, βλ. Αλέξης Ζήρας [βιβλιοκριτική]: Νικήτα Σεργκιέγεβιτς Χρουστσόφ, Για την προσωπολατρεία και τις συνέπειές της. Εισήγηση στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, «Κυριακάτικη Αυγή», 29 Ιουλ. 2007, σ. 23.
[6] Δημήτρης Ραυτόπουλος, Αναθεώρηση Τέχνης. Η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της. Σοκόλης  2006, σ.35-36.
[7] Είναι γνωστό ότι η πιο συνηθισμένη (και ελαφρύτερη) κατηγορία για κάποιον ο οποίος είχε αποκλίνουσες από τις επίσημες, κομματικές πεποιθήσεις, ήταν η καταχώρησή του στους «φορμαλιστές».
[8] Σε ένα λαμπρό επιμνημόσυνο δοκίμιο για τον Παναγιώτη Κονδύλη, δημοσιευμένο στις Σημειώσεις (τχ. 53, 2000) ο Μάριος Μαρκίδης περιγράφει συγκινημένα αλλά καίρια την αίσθηση της σέχτας, της απομόνωσης που δημιουργούσε στη νεανική παρέα η εχθρική στάση της επίσημης γραμμής : «Εμείς, η σέχτα των πολιτικά ύποπτων της δεκαετίας του 1960. Αριστεροί, ίσως όμως όχι και τόσο κανονικά αριστεροί [..] Δε θα βαλθώ να απαριθμήσω όλους παράγοντες που συνέτειναν ώστε εκείνοι που είπα «εμείς», οι περισσότεροι από πέντε αλλά λιγότεροι πάντως από δέκα, να βρεθούμε εκτός της τότε πολιτικής συμμόρφωσης».
[9] Ο Μ. Μαρκίδης στο πιο πάνω κείμενό του υπαινίσσεται ότι αρκετές από τις συνεργασίες της νεανικής  ομάδας των Μαρτυριών είχαν ως πραγματικό συντάκτη τους τον Λαμπρίδη! «Η προσωπική γοητεία του Λαμπρίδη, του ανθρώπου που είχαμε την τύχη να συναντήσουμε πάνω στα διαμορφωτικά χρόνια μας, η συναισθηματική δοτικότητά του και ο ευρύς ορίζοντας της καλλιέργειάς του- που τον έφερνε αντιμέτωπο με τον αγοραίο λόγο- εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τον προσανατολισμό μας. Προσθέτω ότι ο Λαμπρίδης ήταν κατ’ ουσίαν ο συντάκτης πολλών νεαρών γραπτών που εμείς υπογράψαμε, σε περιθωριακά περιοδικά ή έντυπα όπως οι Μαρτυρίες και το Μαρξιστικό Δελτίο.» Αν αληθεύει  η ομολογία, είναι ένα επί πλέον αποδεικτικό της ισχυρής  προσωπικότητας του Λαμπρίδη και του άκρως διαπλαστικού ρόλου του.
[10] Παραταύτα οι διαφορές υπήρχαν, αν κρίνουμε από το δριμύ υστερογενές σχόλιο του Δημήτρη Ραυτόπουλου για την τακτική του Λαμπρίδη να υπερασπίζεται ουσιαστικά την κομματική αυθεντία στα άρθρα του στις Μαρτυρίες, και να επιμερίζει τις ευθύνες στον Στάλιν. «Αλλά μήπως ο ίδιος ο Μ.Λαμπρίδης δεν εφάρμοζε ως κριτικός αυστηρά ιδεολογικά, ταξικά και δεοντολογικά κριτήρια επί 40 χρόνια; [..] Με τέτοια ακριβώς κριτήρια αντιμετώπιζε Το μπαλκόνι του Ζ. Ζενέ για τον σκεπτικισμό του απέναντι στην επανάσταση [..] Ιστορικά προσγειώνοντας μάλιστα το επιχείρημά του ο Μ.Λ. υποστήριζε ότι μόνο ο Στάλιν και κανένας άλλος κομμουνιστής ηγέτης, ούτε ο Λένιν ούτε ο Τρότσκι ταίριαζαν σ’ εκείνο το πρότυπο». Βλ. Αναθεώρηση Τέχνης. Η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της.Σοκόλης, Αθήνα 2006 σ.91.

Δεν υπάρχουν σχόλια: