27/11/10

Θα μπορούσε να αλλάξει το ελληνοχριστιανικό φολκλόρ της ομογένειας;

Σκέψεις για το 4ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Νέας Υόρκης

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ

Τις τελευταίες μέρες του Οκτωβρίου (22 ως και 31 Οκτωβρίου) στη Νέα Υόρκη το 4ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου άνοιξε τις πύλες του. Πρόκειται μεν για την τέταρτη φορά που διοργανώνεται, αλλά με μια πρωτιά που έχει να κάνει με την ίδια την υπόστασή του. Η πρώτη πλευρά αφορά στη χρηματοδότηση, η οποία γίνεται από “παράγοντες” που σχετίζονται με καθαρά οικονομικά και όχι πολιτικά ή θρησκευτικά κέντρα επιχορηγήσεων. Φυσικά, η συμβολή τους υπάρχει, αλλά αυτή τη φορά ο ομογενειακός επιχειρηματικός κόσμος αναλαμβάνει περισσότερο φορτίο. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή τη στροφή, των συνήθως αδιάφορων περί τέχνης επιχειρηματικών κέντρων, μπορεί να είναι πολλοί («εθνικοί», «φορολογικοί», προσωπικοί κλπ.), αλλά το αποτέλεσμα είναι που μετράει! Έτσι, το εισιτήριο ήταν σε μία τιμή εξαιρετικά φτηνή, όχι μόνο για την αμερικανική Μητρόπολη αλλά και για την Ελλάδα∙ δέκα δολάρια, δηλαδή περίπου οκτώ ευρώ, τη στιγμή που οι τιμές για άλλα φεστιβάλ (στους ίδιους κινηματογράφους) ήταν διπλάσια!

Αυτό που με ώθησε να γράψω για το φεστιβάλ είναι η δεύτερη πλευρά της «πρωτιάς», η οποία αφορά στη φύση της προσπάθειας, τα θέματα που θίγουν οι ταινίες και τον χρονότοπο. Βλέποντας το πρόγραμμα, και περισσότερο τις ταινίες, ο οποιοσδήποτε θα αναρωτιόταν αν οι ομογενειακοί παράγοντες ήξεραν εκ των προτέρων τις υποθέσεις έστω των ταινιών που θα προβαλλόταν! Φυσικά, η εναρκτήρια ταινία Ακαδημία Πλάτωνος, άσχετα από την καλλιτεχνική της αξία, θα πρέπει να σόκαρε και πολλούς εκ του «απλού» ακροατηρίου, οι οποίοι, ντυμένοι στα καλά τους, ήρθαν να δουν μια ταινία από την πολυπόθητη  πατρίδα, περιμένοντας να νιώσουν εθνικά υπερήφανοι εκείνες τις ημέρες του ηρωικού ΟΧΙ. Αντ’ αυτού, είδαν τρεις Έλληνες, ένας εκ των οποίων εν τέλει «Αλβανός», να κάθονται και, πίνοντας φραπέ, να σχολιάζουν τους Αλβανούς και τους Κινέζους που δουλεύουν, ενώ το φορτηγάκι με τους τσιγγάνους πουλούσε ελληνικές σημαίες. Αν ο γράφων είχε δει την ίδια ταινία στην Ελλάδα, ή και στη Νέα Υόρκη μια άλλη στιγμή, ίσως να μην ήταν ίδιες οι σκέψεις που θα κατέθετε!
Πώς άραγε να αισθάνθηκαν όλοι εκείνοι οι ομογενείς που είδαν αυτή την εικόνα της Ελλάδας; Και πώς θα αισθάνθηκαν ακόμα όσοι αποφάσισαν να συνεχίσουν να παρακολουθούν το φεστιβάλ και είδαν στο Μαύρο Λιβάδι τη νεαρή καλόγρια (που εν τέλει ήταν αγόρι) να συνουσιάζεται με τον γενίτσαρο; Ή και αργότερα την τραβεστί Στρέλλα να «κοιμάται» με τον πατέρα του/της; Μα και οι άλλες ταινίες, είτε καινούριες (Τέσσερα μαύρα κουστούμια, Διαχειριστής, Ψυχή Βαθιά) είτε παλιές (America America, Dark Odyssey), αναδείκνυαν με σατιρικό ή δραματικότερο τρόπο τα κακώς κείμενα του γένους! Μπορεί οι ταινίες να μην ήταν από μόνες τους ανατρεπτικές, ή να μην ήταν η επίδρασή τους στον θεατή τόσο έντονη, αν τις έβλεπε υπό άλλες συνθήκες, αλλά θεώρησα τον συνδυασμό και τον χρονότοπο προβολής εξαιρετικά ενδιαφέροντα, για να μην πούμε προκλητικά! Έτσι αποφάσισα να «ενοχλήσω» το κοινό της Αυγής.
Με τέτοια ερεθίσματα, το μυαλό αρχίζει αμέσως μια διεργασία μυθοπλαστικής απεικόνισης μιας υποτιθέμενης σκηνής, κατά την οποία, για παράδειγμα, οι σκηνοθέτες των προαναφερθέντων ταινιών θα συναντιόταν  με τους ομογενείς, παραμονές της 28ης Οκτωβρίου, και θα συζητούσαν για τα θέματα που διαπραγματευόταν οι ταινίες τους. Μια τέτοια σκηνή θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρουσα να τη ζήσει κανείς, αν φυσικά οι ομογενείς είχαν όρεξη για συζήτηση. Ποια ήταν η Ελλάδα που άφησαν, ποια είναι εκείνη που ονειρεύονται και σε ποια Ελλάδα βρίσκονται οι ήρωες; Η συσσώρευση τόσων ταινιών, που απομυθοποιούν αρκετά από τα στερεότυπα χωρίς να μπορούν να θεωρηθούν «δύσκολες», όπως στο παρελθόν συνηθιζόταν, φέρνοντας τον αναγνώστη σε θέση άμυνας απέναντι στην εμφανή κρυπτικότητα των τεκταινομένων. Εδώ τα πράγματα ήταν απλά. Ταινίες με πλοκή ξεκάθαρη, ήρωες καθημερινούς, διαλόγους «εύκολους», αρκετή αυτοειρωνεία (ή και σαρκασμό) για θέματα όπως η πατρίδα, η θρησκεία, τα κοινωνικά ταμπού, η έμφυλη ταυτότητα κλπ. Χωρίς φυσικά να κρίνεται η αξία των παλαιότερων ή των νεότερων ταινιών, επισημαίνεται απλά η δυνατότητα όλων των θεατών να «καταλάβουν» την ελληνική πραγματικότητα.
Δυστυχώς δεν υπήρξε η δυνατότητα να παρευρεθώ στη μοναδική συζήτηση για την Ακαδημία Πλάτωνος, που έγινε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (ΝΥU), για να διαπιστώσω με τα ίδια του τα αυτιά τις αντιδράσεις, έστω της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ωστόσο, οι συζητήσεις του κοινού ήταν σχεδόν ανύπαρκτες και τα σχόλια ελάχιστα κατά τις προβολές. Τι άραγε να σκέφτηκαν οι χρηματοδότες ή και οι θεατές μετά τις προβολές; Δεν έχει και τόση σημασία, αφού το γεγονός και μόνο δείχνει πόσο άρχισε να «ανοίγεται» η ομογένεια σε ατραπούς απάτητες ώς τώρα. Και φυσικά διδάσκοντας, την ίδια στιγμή, την αιρετική Πάπισσα του Ροΐδη σε ένα από τα γνωστά πανεπιστημιακά ιδρύματα του Μεγάλου Μήλου, με αντιδράσεις θετικές σε σημείο που δεν μπορεί να φανταστεί ο νους κατοίκου της μητέρας πατρίδας, το εν λόγω Φεστιβάλ ήρθε να μου δώσει άλλη μία ιδέα για το τί μπορεί να γίνει στο μέλλον. Μπορεί άραγε να φτάσει η κατάσταση σε ένα επίπεδο πέραν του φολκλορικού Ζορμπά και της φουστανέλας ή του Γάμου αλά Ελληνικά, που είναι η μόνη εικόνα που έχει ο μέσος αμερικάνος για τον έλληνα; Η δυναμική πάντως υπάρχει. Δουλειά χρειάζεται.

Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο Θράκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: