ΤΗΣ ΜΑΓΙΑΣ ΣΤΑΓΚΑΛΗ
ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ, Νιέτοτσκα Νιεσβάνοβα, μτφρ. Γιάννος Ισαακίδης, εκδόσεις Ερατώ, σελ. 371
Πώς να γράφουμε; Να υποφέρουμε, να υποφέρουμε πολύ...
Φ. Ντοστογιέφσκι
Υπάρχουν στιγμές που θα ’θέλε κανείς να προεκτείνει το λογικό του και τις δυνάμεις του ως τα ακρότατα όρια του πόνου, ώστε η γνώση να ξεπηδήσει αιφνίδια σαν φλόγα
από το βιβλίο
Τελευταίο έργο της πρώιμης περιόδου του Ντοστογιέφσκι, η Ν. Νιεσβάνοβα αρχίζει να δημοσιεύεται το 1849. Στη διάρκεια του ιδίου έτους, η σύλληψη και η καταδίκη του Ντοστογιέφσκι σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία για συμμετοχή σε αντιμοναρχικούς κύκλους θα εμποδίσει την ολοκλήρωση του έργου.
Από τα τρία μέρη του βιβλίου, το πρώτο, και σε ένα μικρότερο βαθμό και το δεύτερο, διαθέτουν μια αυτοτέλεια που επιτρέπει στον αναγνώστη να τα διαβάσει σχεδόν ως αυτόνομες ιστορίες. Το έργο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, με αφηγητή τη μικρή ομώνυμη ηρωίδα του βιβλίου. Το παιδί ζει αρχικά με τη μητέρα του και τον πατριό του –το πιο ενδιαφέρον δραματουργικά πρόσωπο του έργου- σε συνθήκες εξαθλίωσης.
Στα κεφάλαια της πρώτης ενότητας παρακολουθούμε την αυτοκαταστροφική πορεία του μουσικού Γιεγκόρ Εφίμωφ, πατριού της ηρωίδας. Ο Εφίμωφ μυθιστορηματική περσόνα που φέρει τα γνωρίσματα των ηρώων που θα συναντήσουμε αργότερα στα μεγάλα έργα του Ντοστογιέφσκι, συγκροτεί τον εαυτό του στο πεδίο της φαντασίωσης και τον διαλύει στο πεδίο της πραγματικότητας. Αρχικά, στρέφεται εναντίον του προστάτη του και υπονομεύει ο ίδιος το ελπιδοφόρο ξεκίνημά του στη μουσική. “Αν έμενα στο σπίτι σας θα το έκαιγα. Κάπου κάπου με πιάνει τέτοια αγωνία ώστε καλύτερα θα ήταν για μένα να μην είχα γεννηθεί” (σελ. 29). Και ενώ ο γερμανός συνάδελφος του και σύντροφος της νεότητας του, σύμβολο του γερμανικού ορθολογισμού, εξελίσσεται με μικρά αλλά σταθερά βήματα, ο ίδιος, ονειρευόμενος άλματα στην κορυφή, βουλιάζει στο εσωτερικό δηλητηριώδες τοπίο του. Ο Ντοστογιέφσκι όμως δεν αγαπάει τα μικρά και σταθερά βήματα, έτσι ο γερμανός συνάδελφος χαρακτηρίζεται ως “βαρετός ομιλητής” και φθάνει ως την “λαμπρή επιτυχία” της χρυσής μετριότητας, ενώ για τον ήρωα του ο συγγραφέας επιφυλάσσει το μέγεθος της αβύσσου.
Αυτός ο πρώιμος ντοστογιεφσκικός ήρωας κατοικεί στα διπλανά δωμάτια του Υπογείου. Ανήκει στους ήρωες που ως θύματα της δικής τους διαταραχής ραδιουργούν εναντίον του εαυτού τους. Αντί να δρα, ονειρεύεται, υποφέρει από έλλειψη αναγνώρισης και γεμάτος μνησικακία βυθίζεται σε παραληρήματα εκδίκησης όλων εκείνων που στάθηκαν μάρτυρες της θλιβερής του πραγματικότητας. Η ψυχοπαθολογία του θύματος, προκειμένου να αυτοπροσδιορισθεί ως τέτοιο, απαιτεί έναν θύτη που θα το απαλλάξει από την ευθύνη του εαυτού του. Στη νευρωσική σχέση θύτη–θύματος, ο συγγραφέας δίνει στον Εφίμωφ, στο ρόλο του φανταστικού θύτη, τη γυναίκα του, ένα αξιοθρήνητο πλάσμα εγκλωβισμένο στις δικές του πλάνες για τη μουσική μεγαλοφυΐα του συζύγου της. Ο Ντοστογιέφσκι έτσι στερεί από τον ήρωά του την αξιοπρέπεια ενός αληθοφανούς προσχήματος για την κατάντια του και καθιστά την κακοφορμισμένη πληγή ορατή.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου εξελίσσεται σε δράμα δωματίου. Μέσα στους τέσσερις τοίχους μιας τρώγλης, το πραγματικό θύμα της νοσηρής διαπλοκής, η μικρή Νιέτοσκα, δραπετεύει από τη ζοφερή πραγματικότητα της ζωής της σε φαντασιώσεις ευτυχίας με τον πατριό της. Η οικογενειακή εστία έχει μετατραπεί σε οικογενειακό λαγούμι. Μέλος του αποδιαρθρωμένου τριγώνου της οικογένειας το παιδί, στο πλαίσιο μια λανθάνουσας ερωτικής σχέσης με τον πατριό του, γίνεται υποχείριό του και αρχίζει να οικοδομεί το δικό του νοσηρό σύμπαν. Μετά από μια σειρά δραματικών γεγονότων, η μικρή ηρωίδα θα βρεθεί προστατευόμενη ενός πρίγκιπα, στο μέγαρο του οποίου θα ερωτευθεί τη μικρή του κόρη. Αρχικά, θα αναπτυχθεί μεταξύ τους το σαδομαζοχιστικό μοτίβο περιφρόνησης–εξάρτησης, μοτίβο της ερωτικής δυστοπίας που συναντούμε στα έργα του Ντοστογιέφσκι, το οποίο όμως -καθόλου ντοστογιεφσκικά- θα εξελιχθεί σε σχέση αμοιβαιότητας. Θα ακολουθήσουν τα χρόνια της εφηβείας στο σπίτι της θετής κόρης του πρίγκιπα. Το κορίτσι αυτή τη φορά θα προσκολληθεί στη νέα του “μητέρα”, μια καλή αλλά νευρασθενική γυναίκα που ζει υπό το κράτος μεγάλων ψυχικών μεταπτώσεων δίπλα στο βλοσυρό σύζυγό της. Το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία θα συντελεσθεί ως μύηση στη βιβλιοθήκη του σπιτιού, κρυφά, με την ανάγνωση απαγορευμένων βιβλίων, κοντά σε ανθρώπους που προσπαθούν να διατηρήσουν ένα εύθραυστο οικοδόμημα ζωής που το βαραίνουν μυστικά και ενοχές.
Ο Ντοστογιέφσκι θα φύγει για το κάτεργο και θα αφήσει τη μικρή του ηρωίδα να μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον καταστροφής εν αναμονή.
Στο πλαίσιο μεγάλων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, η εκκρεμότητα και η αντιφατικότητα της εποχής του Ντοστογιέφσκι αποτυπώνεται στα βιβλία του και η αναμονή διέπει ολόκληρο το έργο του. Οι ήρωές του μέσα στο στρόβιλο της πλοκής βρίσκονται πάντα στο κατώφλι μιας μεγάλης κρίσης εσωτερικών δυνάμεων που δεν μπορούν να ελέγξουν.
Σε αντιδιαστολή με το ανθρώπινο μεγαλείο του ρομαντισμού, το έργο του Ντοστογιέφσκι αποτελεί ανατομία της νοσηρότητας και φωτίζει το μέγεθος μιας δαιδαλώδους υπόγειας αρχιτεκτονικής που συνιστά τα θεμέλια του ορθολογικού οικοδομήματος της επιφάνειας. “Η πίστη στον θετικό προορισμό του ανθρώπου” που χαρακτηρίζει το πνεύμα της πολιτικής πρωτοπορίας της εποχής του, στο έργο του Ντοστογιέφσκι δίνει τη θέση της στην ανατροπή και στο ανεπίλυτο της ανθρώπινης περιπέτειας.
Στη ντοστογιεφσκική σύνθεση του κόσμου, αυτό που ορίζει την ανθρώπινη υπόσταση ως τέτοια είναι η αγωνία και η οδυνηρή αυτογνωσία, που δεν λυτρώνει τον ήρωα από τον εαυτό του. Αν όμως η επίγνωση της αταξίας στον Ντοστογιέφσκι δεν αποτελεί οδό προς τη γαλήνη, η αναζήτηση νοήματος, μέσα από την αφοσίωση ή και την εμμονή των ηρώων του στην εκάστοτε Ιδέα τους, δίνει το στίγμα του ανθρώπινου.
Κοινωνός του δράματος, εξακολουθεί να μας μιλάει, όπως έχει πει ο ίδιος, για τον “άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο” για τις σκοτεινές περιοχές της ηδονής του πόνου, και να στρέφει την προσοχή μας όχι σε απαντήσεις αλλά στο στοχασμό μιας πολύπλοκης, αλυσιτελούς πραγματικότητας.
Η Μάγια Στάγκαλη εργάζεται στην Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου