9/10/10

Ένα αμφιλεγόμενο (μετα)πολιτικό μυθιστόρημα

του ανερχόμενου αλλά άνισου συγγραφέα της διασποράς Χρήστου Τσιόλκα


ΤΗΣ ΒΙΒΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ-ΠΟΝΣΕ

CHRISTOS TSIOLKAS, Νεκρή Ευρώπη, εκδόσεις Printa, σελ. 444

O ελληνοαυστραλός Xρήστος Τσιόλκας (γέν. 1965) έγινε γνωστός με το μυθιστόρημα Το χαστούκι (2009), ένα καλογραμμένο, ευκολοδιάβαστο βιβλίο, το οποίο του χάρισε το βραβείο του καλύτερου συγγραφέα των χωρών-μελών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και τον έβαλε στη μεγάλη λίστα για το Μπούκερ. Το προηγούμενο έργο του όμως, η Νεκρή Ευρώπη, που παρουσιάζουμε εδώ, είναι ένα φιλόδοξο και σκοτεινό μυθιστόρημα, το οποίο βραβεύτηκε μόνο μέσα στα όρια της Αυστραλίας.
Είναι ένα μυθιστόρημα από εκείνα που αγαπά η γκρίζα περιοχή, όπου συναντώνται η τέχνη με την αγορά, ένα διφορούμενο έργο προορισμένο να προκαλέσει διαμάχες, αναφορικά με την αξία του: είναι ένα πολιτικό σχόλιο για μια Ευρώπη που, κατά τον συγγραφέα, αργοπεθαίνει δεμένη στο άρμα του καπιταλισμού ή ένα μυθιστόρημα σεξουαλικού τουρισμού στην Ευρώπη; Είναι ένα πολιτικό έργο ή το παραλήρημα ενός ομοφυλόφιλου;
Μέχρι στιγμής, πάντως, η ελληνική κριτική δεν ενεπλάκη σε διαμάχες και το βιβλίο φιλοξενήθηκε στις σελίδες της με ήπιες, στρογγυλές κουβέντες, δείχνοντας έτσι ότι τα θέματα που μπορούν να πολώσουν την εγχώρια κριτική είναι μετρημένα - ίσως πιο παραδοσιακά, ίσως πιο εθνοκεντρικά.
Αντίθετα, σε μια ξενόγλωσση κριτική του διαδικτύου, που υπάρχει ως δεσμός στο άρθρο για τον Τσιόλκα στην Wikipedia, και δημοσιεύτηκε στην «Ηλεκτρονική εφημερίδα μαρξιστικής θεωρίας και πρακτικής», ο συντάκτης της αποπειράται να συνδέσει το βιβλίο με τις ιδέες του Φουκουγιάμα -το αντιμετωπίζει ως απάντηση στη θεωρία περί του τέλους της ιστορίας- αλλά και με τη βιβλιογραφία για τη σχέση ιστορίας και λογοτεχνίας. Είναι λοιπόν ένα μυθιστόρημα πρόσφορο για να συζητηθούν οι ιδέες που το διαπνέουν. Είναι όμως επίσης αλήθεια, ότι σε ένα μυθιστόρημα που διαθέτει μια εξαιρετικά λάγνα αφήγηση, είναι πολύ δύσκολο κανείς να εντοπίσει και να στοιχειοθετήσει τις πολιτικές του ιδέες.
Το μυθιστόρημα διαθέτει μια σοφιστικέ αφηγηματική κατασκευή. Ορισμένα κεφάλαια είναι αφιερωμένα στο παρελθόν της οικογένειας του αφηγητή, ξεκινώντας από την Κατοχή ως την εγκατάστασή τους στην Αυστραλία ως μετανάστες. Άλλα κεφάλαια είναι αφιερωμένα στο παρόν του ταξιδιού του αφηγητή στην Ευρώπη και, στα τελευταία κεφάλαια, ο αφηγητής πέφτει σε κώμα και μετατρέπεται σε έναν από τους χαρακτήρες της αφήγησης, την οποία, τώρα οδηγεί ένα πρόσωπο που έχει προοικονομηθεί από τις αφηγήσεις του παρελθόντος.
Ο πρωταγωνιστής ταξιδεύει από την Αυστραλία στην Ευρώπη: περιηγείται στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Τσεχία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία, όπου επισκέπτεται τα πιο παρακμιακά μέρη τους και συναντά ανθρώπους του περιθωρίου. Κάνει αγοραίο έρωτα με εξαθλιωμένους μετανάστες, παίρνει ναρκωτικά, αλλάζει συνεχώς ερωτικούς συντρόφους, πηγαίνει και με γυναίκες, αποπειράται να πνίξει μια νεαρή πόρνη, σκοτώνει δύο ομοφυλόφιλους, έναν Ρώσο κι έναν Αμερικάνο που κάνουν μπίζνες μαζί.
Στον κόσμο της αφήγησής του, που είναι εξπρεσιονιστικά παραμορφωμένος, επικρατεί το κακό, το μίσος, η βία, η εκμετάλλευση, ο ρατσισμός, η φτώχια, η εξορία. Ένας κατακλυσμός ερωτικής βίας διαχέεται σε όλες τις σκηνές, και όχι μόνο στις ερωτικές, οι οποίες είναι και εξαιρετικά λεπτομερείς. Με αυτόν τον κόσμο ο ήρωας επικοινωνεί ως σεξουαλικό και όχι ως πολιτικό υποκείμενο. H σχέση του με αυτόν βασίζεται στη διέγερση των αισθήσεων και η ενασχόλησή του με τη φωτογραφία υποστηρίζει αυτή τη σχέση. Η παρακμή, η ερωτική ατμόσφαιρα, η μελαγχολία μπορεί να ιντριγκάρουν τον αναγνώστη, δημιουργούν όμως και προβλήματα, ένα από τα οποία είναι η κόπωσή του, η οποία εμφανίζεται περίπου όταν ο πρωταγωνιστής βρίσκεται στην Τσεχία. Ένα άλλο είναι το να αναρωτηθεί ο αναγνώστης πού τελικά πάει αυτό το μυθιστόρημα.
Αν η Νεκρή Ευρώπη είναι ένα καταρχήν πολιτικό μυθιστόρημα, υποχρεωνόμαστε να δούμε το ερωτικό ξεσάλωμα του ήρωα μέσα σε μια προσέγγιση που θεωρεί το ερωτικό ως πολιτικό. Η Ευρώπη της εκμετάλλευσης, λοιπόν, μπορεί να βρίσκει το εικονογραφημένο της σύστοιχο στην ανθρωποφαγική αίσθηση της βίαιης ομοφυλοφιλικής ερωτικής πράξης. Στη συνέχεια, η μετάλλαξη του ήρωα σε ένα είδος βρικόλακα, που τρέφεται κυριολεκτικά με αίμα και χάνει την όρεξή του για το φαγητό, έρχεται ως φυσική συνέπεια αυτού του πολιτικού κανιβαλισμού που έχει βιώσει ο περιηγητής στην Ευρώπη, και αυτό δεν είναι μια άστοχη ακρότητα, όπως γράφτηκε σε ελληνική εφημερίδα.
Στη Νεκρή Ευρώπη το ζήτημα των ταυτοτήτων είναι κρίσιμο. Προς αυτή την κατεύθυνση συντείνει και η αυτοπαρουσίαση του συγγραφέα στο βιογραφικό του, ως ομοφυλόφιλου αριστερού: ταυτότητες που πιθανώς στο εξωτερικό να σημαίνουν κάτι και να δείχνουν την μεταξύ τους σχέση, ως φυγόκεντρες δυνάμεις αμφισβήτησης της αστικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που και ο πρωταγωνιστής του βιβλίου διαθέτει τις ίδιες ταυτότητες με τον συγγραφέα και, επιπλέον, στη μακρά περιήγησή του στην Ευρώπη, έρχεται αντιμέτωπος με μια ακόμα ταυτότητα, την εβραϊκή, που στο παρελθόν, όσοι τη διέθεταν, είχαν να αντιμετωπίσουν τον κατατρεγμό. Επίσης, όπως και ο συγγραφέας, ο πρωταγωνιστής κατάγεται από οικογένεια ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία, διαθέτοντας μια ταυτότητα, αυτή του μετανάστη, που έχει επίσης δυσκολίες κοινωνικής ενσωμάτωσης. Είναι λοιπόν εμφανές ότι το ζήτημα των ταυτοτήτων, ιδιαίτερα εκείνων που δεν καλωσορίζονται από την κοινωνία, βρίσκεται στο παρασκήνιο της γραφής του μυθιστορήματος και κινεί τα νήματα της αφήγησης.
Η βασική ιδέα του μυθιστορήματος, πως η Ευρώπη είναι νεκρή, γιατί, όπως γράφει και ο συντάκτης της «ηλεκτρονικής εφημερίδας μαρξιστικής θεωρίας και πρακτικής», είναι νεκρή η ιστορία της, είναι μόνο η μισή αλήθεια. Η ιστορία συνεχίζει να ζει μέσα στο μυθιστόρημα, με τη μορφή όμως φαντασμάτων και ενοχών. Τον ήρωα τον κατατρέχει το φάντασμα ενός εβραιόπουλου, που το σκότωσε η οικογένεια του αφηγητή, κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα. Αυτή η μεταφυσική παρουσία της ιστορίας ωστόσο δεν παραμένει και για πολύ μεταφυσική. Ενσωματώνεται ρεαλιστικά μέσα στην αφήγηση, μέσα από την οδό του μαγικού ρεαλισμού.
Από την άλλη, καταλαβαίνουμε, από τις περιγραφές του αφηγητή, ότι η παρακμή που συναντά βρίσκεται πια μέσα στα ιστορικά κέντρα των ευρωπαϊκών πόλεων, στο Σύνταγμα και το Μοναστηράκι στην Ελλάδα, στην πλατεία Αγίου Μάρκου στη Βενετία κ.ο.κ. Και εδώ πράγματι η ιστορία καταστρέφεται, αν και θα μπορούσαμε πάλι να το δούμε αυτό σαν σημείο των καιρών, σαν καταγραφή που θα την εκτιμήσουν οι ιστορικοί του μέλλοντος.
Μια άλλη παρατήρηση αφορά στη σύγκριση Ευρώπης και Αυστραλίας. Εδώ, άλλοτε συναντούμε ιδέες που άπτονται σε ιδεολογήματα, όπως τι προωθεί η κάθε ήπειρος για εξωτερική κατανάλωση, και άλλοτε ιδέες που έχουν μια πραγματική υπόσταση. Ο αφηγητής πενθεί που η Ευρώπη δεν είναι πια η Ιταλία της ιταλικής φινέτσας, η Ελλάδα του Ξένιου Δία, η Γαλλία του Σατωβριάνδου κ.ο.κ. Όσο κι αν έχει κάποια βάση η παρατήρηση ότι τα στοιχεία παλιών ευρωπαϊκών πολιτισμών εκλείπουν πια, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι αυτά τα στοιχεία είχαν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης της τουριστικής προπαγάνδας κάθε χώρας, οπότε λίγα δάκρια μπορούμε να χύσουμε γι’ αυτό.
Είναι όμως αλήθεια ότι η λέξη αφθονία στην Ευρώπη έχει αντικατασταθεί από τη λέξη ακρίβεια, και ότι σε ηπείρους όπως η Αυστραλία πράγματα που στην Ευρώπη θεωρούνται πολυτέλειες, εκεί είναι προσβάσιμα σε όλους. Είναι επίσης αλήθεια ότι στην Ελλάδα η φιλοξενία αντικαταστάθηκε με την κερδοσκοπία, ενώ είναι πολύ χρήσιμα για την εθνική μας αυτογνωσία τα όσα παρατηρεί ο αφηγητής στις σελίδες που αφιερώνει στην διαμονή του στην Ελλάδα: ότι αυτή η χώρα σου στερεί το δικαίωμα να απολαύσεις, εκτός κι αν το πληρώσεις πολύ ακριβά. Επίσης, η επαρχιώτισσα της γκαλερί που απέκτησε ένα λούστρο κοσμοπολιτισμού, ταξιδεύοντας και σπουδάζοντας στην Ευρώπη και εκποιώντας τα χωράφια του παππού της στο χωριό, η αστή ξαδέλφη με το δήθεν ύφος που χώθηκε με βύσμα σε ιδιωτικό κανάλι για να δημοσιογραφήσει, και ο μπλαζέ συνάδελφός της που το ‘χει περί πολλού επειδή μια φορά στη ζωή του βρέθηκε σε εμπόλεμη ζώνη στα βαλκάνια. Από την άλλη, οι εξαθλιωμένοι μετανάστες που εκδίδονται και η ερήμωση της επαρχίας.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι αυτή η παρακμή στην Ελλάδα δεν αφορά μόνο στο περιθώριο, όπως το συναντά ο αφηγητής στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου φωτογράφοι δουλεύουν σε τσόντες για να βγάλουν τα προς το ζην και δουλέμποροι κάνουν τη δουλειά τους υπογείως. Στην Ελλάδα είναι εθνική πατέντα ότι αυτή η παρακμή εκφράζεται διττά, τόσο στην εξαθλίωση των μεταναστών όσο και στη μικρόνοια των νέων της. Από την άλλη, η Αυστραλία εμφανίζεται ως χώρα μεγάλης άπλας, με ανθρώπους λιγότερο αγενείς και με λιγότερη μόλυνση. Όμως ο αφηγητής διατυπώνει τις επιφυλάξεις του για το αν μπορεί ένας μετανάστης να ενσωματωθεί άνετα εκεί.
Μια άλλη ιδέα του μυθιστορήματος αφορά στο τέλος των ιδεολογιών. Ο πρωταγωνιστής σε μια συζήτηση λέει την άποψή του για την 11η Σεπτεμβρίου, αλλά μετά επιστρέφει στον προσωπικό καημό με τον εραστή του, πιστεύοντας ότι δεν βγαίνει πουθενά η συζήτηση. Η Βέρα και ο Ζίβαν όμως, πρόσφυγες από την πρώην Γιουγκοσλαβία, κάνουν πολιτική συζήτηση που είναι συνδεδεμένη με την πρόσφατη ιστορία του τόπου τους, και φαίνεται ότι η πολιτική τους αφορά άμεσα γιατί εξαιτίας της ξεριζώθηκαν από τους τόπους τους. Τέλος, η Μαρία στην Τσεχία τσακώνεται με τον Υβ, για το αν πρέπει να δοθούν πρώτα χρήματα στο λαό ή πρέπει πριν να δημιουργηθούν δομές ελεύθερης αγοράς, ΜΜΕ και δίκαιο νομικό σύστημα. Η πολιτική λοιπόν συνεχίζει να αφορά τους πρωταγωνιστές αλλά δεν δημιουργεί ταγμένους υποστηρικτές που θα έδιναν τη ζωή τους για αυτήν. Η πολιτική είναι απλά ένα θέμα συζήτησης, και μάλιστα συζήτησης που γίνεται με τη συνοδεία αλκοόλ ή κοκαΐνης, σαν να ‘ναι ένα θέμα που πονάει και μόνο «φτιαγμένος» μπορεί κανείς να το συζητήσει.
Αλλά και τα ιδεολογικά σύμβολα μεταλλάσσονται, παρόλο που οι αναμνήσεις που τα συνοδεύουν είναι αρκετές για να προκαλέσουν τσακωμό: Ο εβραίος που δείχνει στον πρωταγωνιστή το ερημωμένο εβραϊκό γκέτο στη Βενετία και του επισημαίνει τους τοίχους με τα ναζιστικά σύμβολα, αμέσως αλλάζει διάθεση απέναντί του, όταν καταλαβαίνει ότι ο πρωταγωνιστής δεν είναι εβραίος. Από την άλλη, ο εραστής του πρωταγωνιστή έχει στο σώμα του ένα ναζιστικό τατουάζ, το οποίο παραδόξως δεν ενοχλεί τον πρωταγωνιστή, αν και αριστερό. Όμως, αν τύχει σε κάποια κουβέντα να διαφανεί πολιτική προκατάληψη, η συζήτηση ανάβει, άρα το τατουάζ, αν και ξεθωριασμένο στο κορμί του εραστή, δεν είναι και χωρίς νόημα.
Τέλος, μια άλλη πολιτική ιδέα του μυθιστορήματος αφορά στις προκαταλήψεις ενάντια στους εβραίους. Ο πρωταγωνιστής σε αυτό το ταξίδι του στην Ευρώπη μοιάζει να αναζητά την Εβραϊκή διασπορά. Σε κάθε χώρα που βρίσκεται συναντά και από έναν εβραίο. Η βία και το μίσος ενάντια στους εβραίους απασχολεί την αφήγηση σε όλη την εξέλιξή της. Ήδη από το ξεκίνημά της, ο αφηγητής αναφέρει κοροϊδευτικά την παλιά ιστορία που έλεγαν στα παιδιά για να τα φοβίζουν, ότι οι Εβραίοι τάχα σκοτώνουν τα παιδιά και τους πίνουν το αίμα. Συχνά στην αφήγηση αναφέρονται σε παρελθόντα χρόνο εχθρικές ρατσιστικές πράξεις κατά των Εβραίων, στην Ελλάδα κατά την Κατοχή, στην Αυστραλία σε συγκρούσεις ανάμεσα σε συμμορίες, ενώ σε ένα εξόριστο στην Ιταλία ζευγάρι, ενός εβραίου και μιας αράβισσας, του ενός έκοψαν την γλώσσα και της άλλης της έβγαλαν τα μάτια. Όμως και οι εβραίοι που συναντά στο ταξίδι του δεν είναι θύματα πια. Βρίσκονται σε θέσεις κλειδιά σε κάποια σκοτεινή μπίζνα του περιθωρίου.
Το μυθιστόρημα, λοιπόν, θέτει διάφορα πολιτικά ζητήματα, για τα οποία δεν φαίνεται να εκφράζει καθαρή πολιτική άποψη. Η γραφή είναι ζυγισμένη, ώστε να μη γέρνει ούτε από την μία ούτε από την άλλη πλευρά. Η αποσπασματική αναφορά σε αυτά, ανάμεσα στις περιπέτειες του ταξιδιού, επίσης δεν επιτρέπει να στοιχειοθετήσουμε μια ξεκάθαρη εικόνα. Ο συγγραφέας πιθανώς γοητεύτηκε από την καβαφική παράδοση, όπου ο ερωτισμός του ποιητή συμπλέχθηκε με την παρακμή της Αλεξάνδρειας. Αποπειράθηκε να φτιάξει μια μεγάλη αφήγηση για την Ευρώπη, την οποία παρουσιάζει ως μια βίαια, εχθρική και σε εξαθλίωση ήπειρο. Ωστόσο, οι επιμέρους πολιτικές ιδέες με τις οποίες καταπιάστηκε δεν ολοκληρώθηκαν, γιατί χρησιμοποιήθηκαν ως συγκινησιακά εφαλτήρια του αισθησιακού λόγου.

Η Βιβή Ζωγράφου-Πόνσε είναι δημοσιογράφος

Χτύπημα:
Είναι ένα μυθιστόρημα από εκείνα που αγαπά η γκρίζα περιοχή, όπου συναντώνται η τέχνη με την αγορά: είναι ένα πολιτικό σχόλιο για μια Ευρώπη που, κατά τον συγγραφέα, αργοπεθαίνει δεμένη στο άρμα του καπιταλισμού ή ένα μυθιστόρημα σεξουαλικού τουρισμού στην Ευρώπη; Είναι ένα πολιτικό έργο ή το παραλήρημα ενός ομοφυλόφιλου;

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Όλα καλά κι όλα χρυσά με την κριτική της κυρίας Ζωγράφου-Πονσέ, αλλά στο κείμενό της αποκαλύπτει δυο από τα γεγονότα που είναι και οι πιο βασικές ανατροπές στο βιβλίο και που εκεί βασίζεται η όλη ιστορία. Χαίρομαι που διάβασα την κριτική μετά το βιβλίο, γιατί ειδάλλως θα έχανα μεγάλο μέρος της αναγνωστικής έκπληξης που δημιουργεί ο συγγραφέας. Με άλλα λόγια: spoiler, που λένε κι οι Αγγλόφωνοι.