23/10/10

Μια γνωστικιστική ανάγνωση του Λεμονοδάσους

ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ, Λεμονοδάσος, επίμετρο Αγγέλα Καστρινάκη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα

«Έχω μια εικόνα στο μυαλό μου: απόλυτα συγκεντρωμένοι περιστρεφόμενοι δερβίσηδες σε έναν νοητό και πραγματικό κύκλο γύρω από κάτι ακίνητο και εγώ να βλέπω αυτούς και όχι εκείνο γύρω από το οποίο γυρίζουν»
(Άνθ. Β., 1928)

Η «Εισαγωγή» από έναν ερευνητή–φιλόλογο σε ένα λογοτεχνικό έργο, πόσω μάλλον σε ένα από τα κορυφαία της εποχής και του είδους του, έχει ως στόχο την παράδοση στα χέρια τού «επαγγελματία αναγνώστη» όσων περισσότερων κλειδιών είναι δυνατόν να βρεθούν για την ερμηνεία του, συγκεντρωμένων πάντα γύρω από συγκεκριμένους άξονες που να συναπαρτίζουν, τελικά, μια συγκροτημένη τοποθέτηση για το εκάστοτε έργο. Έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια, οι Εισαγωγές, επί παραδείγματι, του Peter Mackridge σε δύο μυθιστορήματα του Κοσμά Πολίτη, τα οποία, επίσης, το καθένα με τον τρόπο του, διαθέτουν πολλά γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν μια κορυφαία δημιουργία, είναι υποδειγματικές. Αρκεί να παραθέσουμε τους τίτλους των ενοτήτων των Εισαγωγών του, με δεδομένη, βέβαια, την τεκμηριωμένη και διεξοδική έρευνα που έχει γίνει στο πλαίσιο της καθεμιάς από αυτές, για να αποδειχθεί του λόγου το αληθές. Στο Κοσμάς Πολίτης, Eroïca, Επιμέλεια: Peter Mackridge, Ερμής/ Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1989, τον σύνθετο εργοβιογραφικό πίνακα «Ο Κ. Πολίτης και η εποχή του έως το 1937», τις «Προσθήκες στη Βιογραφία του Κ. Πολίτη (μετά το 1937)» και την «Βιβλιογραφία» ακολουθεί η Εισαγωγή που τιτλοφορείται, καθώς πρόκειται προφανώς για αυτοτελές δοκίμιο με καθορισμένο αποδεικτικό στόχο, «Συμβολικές και Ειρωνικές δομές στην Eroïca». Στο προοίμιο του δοκιμίου βρίσκουμε την ενότητα «Ιστορία και αφήγηση» και ακολουθεί ο προαναγγελθείς χωρισμός σε «Συμβολικές» και «Ειρωνικές» δομές. Στο Πρώτο Μέρος, τις «Συμβολικές δομές», βρίσκουμε υποενότητες όπως «Η φιλία και ο έρωτας», «Τα πρόσωπα», «Ο χώρος», «Η χρονολογία», «Ο ηρωισμός», «Ο έρωτας, ο θάνατος και το ιδανικό», «Το όνειρο», «Ο λυρισμός», «Η μουσική», «Η Μοίρα», ενώ στο Δεύτερο Μέρος, στις «Ειρωνικές δομές», εξετάζονται, μεταξύ άλλων, ο ειρωνικός συγγραφέας Κοσμάς Πολίτης και ο ειρωνικός αφηγητής του. Το δοκίμιο καταλήγει με τα Συμπεράσματά του και τα χαρακτηριστικά τής συγκεκριμένης έκδοσης. Στο Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, Επιμέλεια: Peter Mackridge, Ερμής/ Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1990, ο σύνθετος εργοβιογραφικός Πίνακας επεκτείνεται έως το 1963, παρεμβάλλεται η «Βιβλιογραφία» και ακολουθεί η Εισαγωγή/ δοκίμιο με τον τίτλο «Η ποιητική του Χώρου και του Χρόνου Στου Χατζηφράγκου». Οι ενότητες εδώ είναι οι ακόλουθες: «Η θέση τού Χατζηφράγκου στο έργο του Πολίτη», «Ο αφηγητής», «Το αντικείμενο της αφήγησης» (α′/ Το περιβάλλον, β′/ Τα πρόσωπα και τα δράματα), «Ο τρόπος της αφήγησης», «Ο Χωροχρόνος».
Ας έρθουμε τώρα στην ανά χείρας έκδοση του πρώτου και πραγματικά εμβληματικού μυθιστορήματος του Κοσμά Πολίτη (κατά κόσμον Πάρι Ταβελούδη), η οποία υπήρξε (στην πρώτη της εμφάνιση και, βέβαια, εξακολουθεί να είναι) σημαντική, όχι μόνον για τον ίδιον αλλά και για την Νεοελληνική Λογοτεχνία γενικότερα και ειδικότερα για την Γενιά του ’30, ανεξάρτητα από την αξία του έργου καθεαυτήν ως λογοτεχνικού κειμένου. Το κείμενο που επανεκδίδεται εδώ αποτελεί αναπαραγωγή τής πρώτης έκδοσης, του 1930, η οποία στη συνέχεια αναθεωρήθηκε και έκτοτε αναπαραγόταν, και αναπαράγεται μέχρι σήμερα, τροποποιημένη. Έχουμε, λοιπόν, την τύχη να κρατάμε αυτήν την στιγμή στα χέρια μας το αρχικό κείμενο, εκείνο ακριβώς που προκάλεσε την μεγάλη αίσθηση στην Αθήνα του 1930 και, ως προς αυτό, η προσφορά των «Πεζογραφικών Επισημάνσεων» είναι εξόχως σημαντική.
Το δοκιμιακό κείμενο που συνοδεύει το λογοτεχνικό έχει συγγραφεί από την Αγγέλα Καστρινάκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και, επίσης, συγγραφέα κριτικών και λογοτεχνικών κειμένων. Παρατηρείται εδώ, κατ’ αρχάς, ότι ο τίτλος του δοκιμιακού κειμένου, «Αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας», (εμπνευσμένος από αντίστοιχη φράση του μυθιστορήματος) είναι μάλλον ποιητικός–λογοτεχνικός παρά κριτικός–ερευνητικός, παρατήρηση που ισχύει γενικότερα για το ύφος τού συνοδεύοντος κειμένου, το οποίο ορθώς δεν χαρακτηρίσθηκε ή/και δεν τοποθετήθηκε ως Εισαγωγή αλλά έπεται του μυθιστορήματος του Κοσμά Πολίτη, οριζόμενο ως «Επίμετρο». Πράγματι, εδώ δεν φαίνεται να πρόκειται για μια συγκροτημένη τοποθέτηση πάνω σε συγκεκριμένους άξονες της λογοτεχνικής γραφής αλλά για ένα σύνολο πλούσιων σε στοιχεία παρατηρήσεων πάνω σε επιμέρους ζητήματα.
Αν και τέτοιου είδους και χρήσης δοκιμιακά κείμενα απευθύνονται, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, στον «επαγγελματία αναγνώστη» (και με τον όρο αυτόν εννοείται εκείνος ο αναγνώστης ο οποίος, πέρα από την αγάπη του για την λογοτεχνία, έχει αποκτήσει και τα απαραίτητα εφόδια και την πείρα για να την ερμηνεύει σε μια δεύτερη ή τρίτη (κ.λπ.) ανάγνωση), η Καστρινάκη φαίνεται να προσπάθησε, κυρίως μέσω του παιχνιδιάρικου, καθημερινού ύφους της, να φέρει το κείμενό της κοντά στον “απλό” αναγνώστη τής μίας και, συνήθως, μοναδικής φοράς – προσπάθεια με μάλλον συγκεχυμένο στόχο, μιας και ο “άπαξ” αναγνώστης δεν περιλαμβάνεται πιθανότατα σε εκείνους που θα ενδιαφερθούν για την Σειρά «Πεζογραφικές Επισημάνσεις». Από την άλλη, το κείμενο της κριτικού, μην κάνοντας διάκριση μεταξύ απλής και υποψιασμένης ανάγνωσης, παρασύρεται στο να θεωρήσει, μεταξύ άλλων (ή τουλάχιστον αυτή είναι η εντύπωση που δίνεται), ότι, επί παραδείγματι, το να «μαθαίνουμε να μην εμπιστευόμαστε τον αφηγητή μας» είναι πρακτική εύκολα εφαρμόσιμη από όλους τους αναγνώστες – αλλιώς, σε ποιον απευθύνεται το ύφος τής διδασκαλικής συγκατάβασης που διέπει το σύνολο του κειμένου· μάλλον όχι, πάντως, στον συνάδερφο ερευνητή.
Μετά το προοίμιο και τον εκτενή «Προθάλαμο», το υπόλοιπο δοκιμιακό κείμενο (στο σύνολό του καταλαμβάνει ίσως λίγο μεγαλύτερη έκταση από το μυθιστόρημα το οποίο σχολιάζει) χωρίζεται σε «Αναβαθμούς» μύησης, παίρνοντας σχετικά την αφορμή από μία φράση τής Νόρας Αναγνωστάκη και επανερχόμενο, συχνά, στα υπό ανακάλυψη θέματα, αλλά χωρίς να εστιάζεται σε προκαθορισμένες κατευθύνσεις μιας πειθαρχημένης δόμησης του υλικού του. Έτσι, από την μια, έχουμε έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών, η συγκέντρωση των οποίων σίγουρα απαίτησε γνώση και μόχθο, και, από την άλλη, μια, ενίοτε εκλαϊκευτική, διαχείριση, όπου, επιπλέον, περιλαμβάνονται: α) φράσεις όπως: «ο Παύλος […] είναι αλήθεια κάπως ξετσίπωτος» ή «εμείς όμως δικαιούμαστε να φανταστούμε κάτι πιο επουράνιο» ή «Για να το πούμε πεζά: έπρεπε ή όχι να βγάλει τα ρούχα της η Βιργινία;» (είναι προφανές πως η συντάκτρια δεν ήθελε να γράψει τα παραπάνω με άλλο ύφος· σεβόμαστε την επιλογή της) ή ακόμα και β) βεβιασμένοι συσχετισμοί, όπως ίσως να είναι τελικά εκείνος του ονόματος «Καίτη» με τις «Ι-κέτι-δες» ή η συμπερίληψη του εθίμου του σχετιζόμενου με το πρώτο θαλάσσιο μπάνιο της χρονιάς ανήμερα της Αναλήψεως στο ευρύτερο γνωστικιστικό πλέγμα, αλλά και γ) δυσάρεστες και μάλλον ατελέσφορες απομαγεύσεις τής λογοτεχνικής «εικόνας», όπως η σχετιζόμενη με τα «διάφανα μαργαριτάρια» στον αυχένα της Βίργκως. Αλήθεια, τόσο “κατασκευαστική” ή ακόμα και «τεκτονική» να ήταν η λογοτεχνική δημιουργία τού Κοσμά Πολίτη, ή, μήπως, είναι λάθος να τοποθετείται εξαρχής το ζήτημα στο συνειδητό επίπεδο των προθέσεων;
Στο πλουσιότατο αυτό υλικό (τόσο πλούσιο ώστε θα χρησίμευε πολύ ένα Ευρετήριο), λαμβάνεται υπ’ όψιν μία ποικίλης προέλευσης Βιβλιογραφία (μη παρατιθέμενη, δυστυχώς, αυτοτελώς), ενώ ως προς την εξωτερική διακειμενικότητα, ειδικά, έχει γίνει διεξοδική έρευνα. Θα είχαμε, τελικά, να παρατηρήσουμε ότι με το παρόν «Επίμετρό» της η Αγγέλα Καστρινάκη παραδίδει υλικό αρκετό για να εφοδιαστούν περισσότερες από μία Εισαγωγές κατά το υπόδειγμα των θεματικών δοκιμίων του Peter Mackridge. Μια τέτοιας έκτασης “αποδελτίωση”, ωστόσο, μας κάνει να αναρωτιόμαστε – χρησιμοποιώντας εδώ λίγο διαφορετικά την άποψη του Νίτσε όπως παρατίθεται και στο «Επίμετρο», σχετικά με την φωτεινότητα, από την μια, που θέλγει τον «θεωρητικό άνθρωπο» και τον καλλιτέχνη, από την άλλη, που γοητεύεται από ό,τι «μένει ακόμα σκοτεινό» – μήπως, τελικά, προτιμούσαμε την μερική, έστω, σκοτεινότητα της “έμπνευσης” του καλλιτέχνη από την εκτυφλωτική διαλεύκανση του κατατεμαχισμένου κειμένου του και του αντίστοιχου νοητικού δαιδάλου που (αναπόφευκτα εμείς οι υπόλοιποι, ειδικοί ή μη, υποθέτουμε ή συνάγουμε πως) το παρήγαγε. Το σχετικό ερώτημα/διερώτηση, βέβαια, δεν είναι καινούργιο και ούτε έχει εύκολη απάντηση. Αλλά γιατί το Λεμονοδάσος τού τέκτονα, όπως υποστηρίζεται στο «Επίμετρο», Κοσμά Πολίτη μάς φαίνεται τώρα λιγότερο δροσερό; (Η Νόρα Αναγνωστάκη, αντίθετα, είχε κατορθώσει, με την ποιητική ερμηνεία της, να πυκνώσει αντί να αραιώσει το φύλλωμά του). Ίσως, θα έλεγε κανείς, και να το συνηθίσουμε, αν, βέβαια, δεν προκύψει μία άλλη ερμηνεία των συμβόλων που να αναιρεί την παρούσα (ας έχουμε εδώ υπ’ όψιν και τις θέσεις του Georg Lukács σχετικά, αφ’ ενός, με την εισαγωγή, στην θεωρία και την πρακτική τής λογοτεχνικής γλώσσας, τού χειραγωγημένου συμβολισμού, ο οποίος εξαλείφει την πολλαπλότητα των διαστάσεων και, αφ’ ετέρου, σχετικά με τον υπερβολικό επιμερισμό και την λεπτολογία που εξαλείφουν ομοίως την μοναδικότητα). Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είναι πια παρών, ώστε να μπορεί να αρνηθεί ή να επιβεβαιώσει οτιδήποτε – ούτε και θα έπραττε, άλλωστε, κάτι τέτοιο. Θα κρυβόταν πάλι πίσω από την ειρωνεία και την αυτοειρωνεία του και θα μας άφηνε μόνους με τα “σύμβολά” του – άρα, το ίδιο κάνει.

Η Σταυρούλα Γ. Τσούπρου είναι διδάκτωρ Φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: