9/10/10

Όψεις της νέας παρακολούθησης

Προδημοσίευση από το ομότιτλο βιβλίο των εκδόσεων Βιβλιόραμα, στο οποίο συμμετέχουν με κείμενά τους οι: David Lyon, Kevin Haggerty, Richard Ericson, Cary Marx, Γιώργος Κατρούγκαλος, Μιχάλης Λιανός, Λίλιαν Μήτρου, Γιάννης Πανούσης, Μηνάς Σαματάς, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς

Η εξαφάνιση της εξαφάνισης

ΤΩΝ KEVIN HAGGETY & RICHARD ERICSON

Σύμφωνα με τις τυπικές προνεωτερικές διευθετήσεις διαβίωσης, οι άνθρωποι κατοικούσαν σε αγροτικές περιοχές, όπου ήξεραν τους γείτονες και ήταν γνωστοί σε αυτούς. Οι μαζικές μετακινήσεις των ανθρώπων στις πόλεις, διέρρηξαν αυτούς τους μακροχρόνιους δεσμούς γειτονίας και οικειότητας. Οι άνθρωποι στις πόλεις περικυκλώθηκαν από πλήθος άγνωστων ξένων. Οι κοινωνιολόγοι έχουν καταγράψει ένα ευρύ φάσμα επιπτώσεων αυτού του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η ανωνυμία επέτρεψε νέες δυνατότητες αυτοδημιουργίας: την ελευθερία πειραματισμών, ταυτοτήτων και σχεδίων ζωής. Ο Simmel θεωρούσε ότι η μητρόπολη «χαρίζει στο άτομο ένα είδος και μια ποσότητα προσωπικής ελευθερίας η οποία δεν έχει ανάλογό της κάτω υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες». Άλλοι έχουν τονίσει τη σκοτεινή πλευρά αυτών των δυνατοτήτων για αυτοδημιουργία, προειδοποιώντας πως αυτή η νεοεγκαθιδρυθείσα «ελευθερία» μπορεί επίσης να βιωθεί ως μια αποθαρρυντική υποχρέωση, καθώς οι σύγχρονοι άνθρωποι εξαναγκάζονται πια να είναι ελεύθεροι, να δημιουργήσουν ταυτότητες και σχέδια ζωής, μπροστά στη θεμελιώδη αβεβαιότητα για το ορθόν των σχεδίων δράσης τους. Ο Bauman παρατηρεί ότι η νεωτερικότητα μετασχημάτισε «την ταυτότητα από ζήτημα απόδοσης-καταλογισμού σε ζήτημα επίτευξης [sic]– καθιστώντας το έτσι ένα ατομικό καθήκον και μια υπευθυνότητα του ατόμου» και οδηγώντας «αυτά τα ατομικά σχέδια ζωής να μη βρίσκουν σταθερό πεδίο για να αγκυροβολήσουν».
Εξαρχής, ωστόσο, αυτή η γενική αφήγηση της ανωνυμίας και της μη ορατότητας περιείχε μια δευτερεύουσα πλοκή, που αφορούσε στις αντισταθμιστικές προσπάθειες αντίδρασης των θεσμικών οργάνων. Η αύξηση των πιστοποιητικών και των συστημάτων παρακολούθησης ήταν ένας τρόπος για τη δημιουργία καλής φήμης των αντισταθμιστικών τρόπων διαφοροποίησης μεταξύ άγνωστων ξένων. Αυτές οι νέες μορφές αναγνώρισης στερούνται των βαθιών υποκειμενικών τόνων που χαρακτήριζαν τις εγκάρδιες και γειτονικές σχέσεις στο εξιδανικευμένο προνεωτερικό αγροτικό χωριό. Αντίθετα, η γνώση του πληθυσμού σήμερα εκδηλώνεται μέσα από τα θραύσματα των πληροφοριών, που διασπούν το άτομο σε ροές για σκοπούς μάνατζμεντ, κέρδους και ψυχαγωγίας. Ενώ αρχικά τέτοιες προσπάθειες υπήρξαν μια υποσημείωση στην ιστορική άνοδο της αστικής ανωνυμίας, σήμερα αυτές συνιστούν μια σημαντική δύναμη.
Ο συγκερασμός τέτοιων πρακτικών, εντός του ψηφιδωτού της παρακολούθησης, οδηγεί στην προοδευτική «εξαφάνιση της εξαφάνισης» – μια διαδικασία κατά την οποία είναι όλο και πιο δύσκολο για τα άτομα να διατηρήσουν την ανωνυμία τους ή να ξεφύγουν από την επιτήρηση των κοινωνικών θεσμών. Οι προσπάθειες αποφυγής του βλέμματος των διαφόρων συστημάτων συμπεριλαμβάνουν και μια επακόλουθη συναλλαγή σε κοινωνικά δικαιώματα και οφέλη. Οι υπερασπιστές της προστασίας της ιδιωτικότητας χρησιμοποιούν αυτή την άποψη, με την ειρωνική παραίνεση σε όσους προτίθενται να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, να μη χρησιμοποιούν πιστωτικές κάρτες, να μην εργάζονται, να μην ψηφίζουν ή να μη χρησιμοποιούν το διαδίκτυο. Δύο αρκετά διαφορετικά ιστορικά παραδείγματα τονίζουν το βαθμό στον οποίο οι δυνατότητες για την εξαφάνιση έχουν περιοριστεί.
Μία πρόσφατη βιογραφία μιας γυναίκας ακτιβίστριας εξιστορεί πώς πράκτορες της μυστικής υπηρεσίας την παρακολουθούσαν τη δεκαετία του ’50. Εντελώς τυχαία, κάποτε κατόρθωσε να ξεφύγει από τους διώκτες της, συμμετέχοντας απλώς σε μια υπερπόντια κρουαζιέρα, κάτι που την οδήγησε στην υπέρβαση των δυνατοτήτων των διωκτών της να ακολουθήσουν τα ίχνη της. Σαφώς, αυτό δεν θα συνέβαινε σήμερα. Ακόμη και στον ωκεανό, τα ίχνη ενός προσώπου θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν μέσω του ελέγχου των συναλλαγών πιστωτικών καρτών, των ηλεκτρονικών διασυνδέσεων των υπολογιστών, των τυπικών ταξιδιωτικών ρυθμίσεων και των τηλεφωνικών κλήσεων.
Το δεύτερο παράδειγμά μας αφορά επίσης ταξίδι με πλοίο, αλλά αυτή τη φορά αναφέρεται στη μεγαλύτερη ναυτική αρμάδα που συγκεντρώθηκε ποτέ – τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία το 1944. Την περίοδο εκείνη, οι Γερμανοί ήταν, ευλόγως, βέβαιοι ότι επέκειτο μια εισβολή στη Γαλλία, αλλά μόνο μετά την πρωινή ομίχλη της 6ης Ιουνίου, όταν αποκαλύφθηκε ένας στόλος με πάνω από 5000 πλοία στην ακτή, έμαθαν ότι η εισβολή είχε αληθινά αρχίσει. Ξανά, η αντίθεση μεταξύ του χθες και του σήμερα είναι και πάλι εντυπωσιακή. Με τα προηγμένα στρατιωτικά μηχανήματα ανίχνευσης, που περιλαμβάνουν πια και δορυφόρους παγκόσμιας κάλυψης, και με υποβρύχια εξοπλισμένα με αισθητήρες, που μπορούν να ανιχνεύσουν τον προωστήρα ενός σκάφους που ταξιδεύει στην άλλη άκρη του ωκεανού, η αιφνιδιαστική εμφάνιση μιας τέτοιας πολεμικής σύναξης, είναι απλώς αδιανόητη. Η αόρατη αρμάδα και η ασύλληπτη ακτιβίστρια έχουν ξεθωριάσει μέσα στις ιστορικές μνήμες. Από τούδε και στο εξής, τέτοια συμβάντα θα μπορούν εύκολα να γίνουν αντιληπτά από ένα ψηφιδωτό παρακολούθησης, προσηλωμένο στην εξαφάνιση της εξαφάνισης.


Παρακολούθηση, επιτήρηση, εξουσία και ιδιωτικότητα
ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΣΑΜΑΤΑ

Η σύγχρονη παρακολούθηση αφορά κάθε ηλεκτρονική συλλογή προσωπικών δεδομένων από διάφορες πηγές, από απόσταση, και την αυτόματη (ψηφιακή) επεξεργασία τους για διάφορους σκοπούς πρόσβασης και αποκλεισμού, με δυνατότητες εξόρυξης δεδομένων (data mining), διασταύρωσης στοιχείων (data matching) από βάσεις ή τράπεζες δεδομένων (data banks), σύνθεσης διαφόρων προφίλ (profiling), με ενδεχόμενη ταξινόμηση (sorting) και κατηγοριοποίηση, αλλά και προσομοίωση. Τα απαραίτητα διαβατήρια, οι αστυνομικές ταυτότητες, οι πιστωτικές κάρτες, οι άδειες οδήγησης, τα βιβλιάρια ασθενείας και κοινωνικής πρόνοιας, οι εκπτωτικές κάρτες, οι προσωπικοί κωδικοί αριθμοί πρόσβασης σε αυτόματα τραπεζικά μηχανήματα και στο διαδίκτυο, δεν αφορούν αυστηρά μόνο τα προσωπικά μας δεδομένα για την ταυτοποίησή μας, αλλά συχνά οι επιμέρους πληροφορίες τους μπορούν πλέον να συνδυαστούν με άλλα προσωπικά μας δεδομένα και πληροφορικά ίχνη από άσχετες πηγές, π.χ. το Facebook, αγορές από το e-shop κ.λπ., για να συνθέσουν κάποιο προφίλ μας ή τον «πληροφορικό σωσία» μας. Όλα αυτά και άλλα πολλά, όπως οι δορυφορικοί γαιοεντοπιστές GPS, συνεπάγονται συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών μας δεδομένων, ακόμη και των ευαίσθητων, είτε εκούσια για την προσωπική μας εξυπηρέτηση, προστασία, ασφάλεια, προσβασιμότητα κ.λπ., είτε εν αγνοία μας, π.χ. από τα cookies στο διαδίκτυο. Επίσης, η νέα παρακολούθηση, πολύ πιο εξελιγμένη από τη γραφειοκρατική, μπορεί να προβαίνει σε αυτόματες κατηγοριοποιήσεις, ταξινομήσεις εύνοιας ή αποκλεισμού, ακόμη και στιγματισμού, αν τυχόν το υποκείμενο δεδομένων ανήκει σε ύποπτες ή και επικίνδυνες ομάδες ή μειονότητες (categorical suspects).
Έτσι, η σύγχρονη παρακολούθηση μέσω των νέων τεχνολογιών δεν είναι μόνο ένα μέσο αστυνόμευσης για να συλλαμβάνονται οι απατεώνες, οι κακοποιοί και εγκληματίες, ή για να ενημερώνονται οι αρχές ασφάλειας της χώρας για τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς του κράτους. Αντίθετα, ολόκληροι πληθυσμοί είναι υπό παρακολούθηση, με τη βοήθεια των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών, όχι μόνο για λόγους ασφάλειας, προστασίας και ελέγχου, αλλά και για λόγους μάρκετινγκ, κατανάλωσης και κέρδους, ακόμη και για ψυχαγωγία. Επίσης, από το τέλος του ψυχρού πολέμου αναπτύσσεται και καλλιεργείται μια βιομηχανία και αγορά τεχνολογιών παρακολούθησης, με προέλευση το στρατιωτικό πεδίο, ώστε αυτές να γίνονται προσιτές και σε όσους ιδιώτες επιθυμούν να τις χρησιμοποιούν για διάφορους, θεμιτούς αλλά και αθέμιτους σκοπούς, π.χ. για ψυχαγωγία, αυτοπροστασία με GPS και εμφυτεύματα, ακόμη και για (αντι)παρακολούθηση των ισχυρών από τα κάτω, δηλαδή από τους πολίτες (sousveillance). Αν και οι παραδοσιακοί τρόποι παρακολούθησης εξακολουθούν να υπάρχουν, η νέα, ηλεκτρονική παρακολούθηση, δηλαδή η συστηματική παρατήρηση της ζωής των ατόμων ή ομάδων και συλλογή κι επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων με τη χρήση της υψηλής τεχνολογίας πληροφοριών κι επικοινωνιών, όσο κι αν νομιμοποιείται για λόγους ασφάλειας και πρόνοιας από κρατικούς φορείς, ή για λόγους αγοράς και κέρδους από ιδιωτικούς φορείς, στην ουσία καταργεί την ιδιωτικότητα και υπονομεύει τις προσωπικές και πολιτικές ελευθερίες.

Το πρόβλημα της ορολογίας

Στην ελληνική γλώσσα, οι όροι «παρακολούθηση» και «επιτήρηση» χρησιμοποιούνται συχνά χωρίς διάκριση, για την απόδοση κάθε είδους κατόπτευσης, παρατήρησης, ελέγχου, εποπτείας, σάρωσης, κ.λπ. Βέβαια, στην ελληνική βιβλιογραφία και μάλιστα στη νομική χρησιμοποιείται συχνότερα ο όρος «επιτήρηση» και πολύ λιγότερο η «παρακολούθηση». Όμως, είναι αναγκαίο να προσδιορίζουμε κάθε φορά το νόημα των εννοιών, μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο που τις χρησιμοποιούμε. Δηλαδή, για παράδειγμα, στην Ελλάδα λόγω της ιστορικής αυταρχικής εμπειρίας, η λέξη που αποδίδει την ουσία της λειτουργίας των μηχανισμών του αστυνομικού κράτους δεν είναι ούτε «η παρακολούθηση» ούτε «η επιτήρηση» αλλά το «φακέλωμα». Πράγματι, η λέξη «παρακολούθηση» συνδεόταν στην Ελλάδα με τον χαφιέ και το φακέλωμα της αστυνομίας, και οι περισσότεροι Έλληνες τη συνδέουν ακόμη και σήμερα με αυτό (Samatas, M. Surveillance in Greece: From anticommunist to consumer surveillance, Pella, NY 2004). Αλλά, μήπως και η νέα παρακολούθηση δεν κάνει ηλεκτρονικό φακέλωμα;
Όμως, κατά τη γνώμη μας, η χρήση των όρων «παρακολούθηση» και «επιτήρηση» μπορεί να γίνει ουσιαστικά διακριτή, αν συμφωνούμε ότι η μεν «επιτήρηση» αφορά γενικά την «κανονικότητα» και παραβατικότητα, δηλαδή την τήρηση ή μη προδιαγεγραμμένων κανόνων, και στοχεύει μέσω κυρώσεων στην αποτρεπτικότητα και συμμόρφωση, ενώ η «παρακολούθηση» αφορά ευρύτερη και διεισδυτικότερη λειτουργία, η οποία ενδιαφέρεται λιγότερο για την πειθαρχία και περισσότερο για την ιδιωτικότητα, τη σεξουαλικότητα, την υγεία, τις προτιμήσεις, πεποιθήσεις κ.λπ. Γι’ αυτό και η χρήση του όρου «επιτήρηση» προτιμάται κυρίως από νομικούς και εγκληματολόγους, που αναφέρονται στο νομοθετικό, κανονιστικό και θεσμικό πλαίσιο, ενώ ο όρος «παρακολούθηση» χρησιμοποιείται περισσότερο από τους κοινωνιολόγους και άλλους κοινωνικούς επιστήμονες, αλλά και ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίοι αναφέρονται όχι μόνο στα στενά όρια του κοινωνικού ελέγχου αλλά στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, όπως αυτό του πληροφορικού καπιταλισμού, που στοχεύει όχι μόνο στη συμμόρφωση αλλά και στο κέρδος. Έτσι, τα προσωπικά στοιχεία και μάλιστα τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα (υγείας, σεξουαλικότητας, πεποιθήσεων, κ.λπ.) είναι περισσότερο αντικείμενο της παρακολούθησης παρά της επιτήρησης, η οποία τυπικά δεν χρειάζεται να ασχολείται με αυτά.

Παρακολούθηση και ιδιωτικότητα:
Εξουσία και δικαιώματα

Η συζήτηση για τα θέματα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων στρέφεται γύρω από την επίμαχη έννοια της «ιδιωτικότητας» (privacy), της οποίας το περιεχόμενο ποικίλει από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή. Π.χ., στην ελληνική παραδοσιακή κουλτούρα η αναφορά στην ιδιωτικότητα-ιδιωτική ζωή και στον ιδιώτη έχει αρνητική σημασία, σε σχέση με τη δημόσια ζωή, την πολιτική και τον πολίτη, από την αρχαία δημοκρατική πόλη-κράτος έως σήμερα. Γι’ αυτό και η «ιδιωτικότητα» δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη ως όρος. Αλλά και με βάση τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE), η ιδιωτικότητα είναι ανθρώπινο δικαίωμα, η προστασία του οποίου εναπόκειται κυρίως στη βούληση του υποκειμένου δεδομένων, το οποίο μπορεί και να αγνοεί ή και να συναινεί στην εκχώρηση, ακόμη και στην εμπορία των προσωπικών του δεδομένων. Γι’ αυτό και η ΕΕ, αν και ορίζει αρχές ορθής πληροφόρησης και απαιτεί από ανεξάρτητες αρχές την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, βασικά προωθεί τον λεγόμενο «πληροφορικό αυτοκαθορισμό», αφήνοντας το βάρος προστασίας της ιδιωτικότητας ως επιλογή του υποκειμένου. Έτσι, η ιδιωτικότητα ως δικαίωμα αναλύεται κυρίως από τους νομικούς, ενώ οι κοινωνιολόγοι ενδιαφέρονται περισσότερο για την άνιση σχέση δύναμης κι εξουσίας μεταξύ παρακολουθούντων και παρακολουθούμενων, που συνεπάγεται η παρακολούθηση. Γι’ αυτό και οι κοινωνιολόγοι στρέφονται όχι στα υποκείμενα δεδομένων αλλά σε αυτούς που συλλέγουν και εκμεταλλεύονται τα προσωπικά δεδομένα, ώστε να εξετάσουν τα κίνητρα, τις συνέπειες, και αν αυτοί λογοδοτούν ή ελέγχονται στο πλαίσιο του ευρύτερου κοινωνικού συστήματος. Βέβαια, η προστασία της ιδιωτικότητας είναι το αντικείμενο πολλών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, που μάχονται υπέρ των δικαιωμάτων και ελευθεριών και αντιστέκονται στην επέκταση της ασύδοτης παρακολούθησης. Π.χ., γνωστές διεθνείς ΜΚΟ ενάντια στην παρακολούθηση είναι οι: Statewatch, EPIC, Privacy International κ.ά, και στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου και η Δημοκρατική Συσπείρωση για τις Λαϊκές Ελευθερίες και την Αλληλεγγύη (ΔΗΜ.ΣΥ.).

Η παρακολούθηση στην Ελλάδα:
Από το φακέλωμα στις αστυνομικές κάμερες

Σήμερα, όπως διαβάζουμε στα άρθρα των εφημερίδων αλλά και στις προσεγγίσεις των Ελλήνων συγγραφέων του τόμου αυτού, η συζήτηση για την παρακολούθηση στην Ελλάδα εστιάζεται κυρίως στις αστυνομικές κάμερες (CCTV), χωρίς να γίνεται και πολύς λόγος για τις ιδιωτικές κάμερες που βλέπουμε να «ξεφυτρώνουν» σχεδόν παντού. Όμως, γενικά, οι Έλληνες πολίτες που είτε τις αποδέχονται για λόγους ασφάλειας ή ανησυχούν για τις κάμερες τις αστυνομίας, αδιαφορούν ή δεν έχουν επίγνωση όλων των πιθανών παρακολουθήσεων που υφίστανται καθημερινά, σε πάρα πολλές δραστηριότητές τους. Ιδιαίτερα η νεολαία που ενθουσιωδώς χρησιμοποιεί τις νέες τεχνολογίες, αγνοεί ή αδιαφορεί για τη νόμιμη ή και παράνομη παρακολούθηση των επικοινωνιών, και μάλιστα των κινητών τηλεφώνων –παρά το σκάνδαλο των υποκλοπών– για τη συλλογή, επεξεργασία και εκμετάλλευση προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο και ιδιαίτερα στο Facebook, πολύ δε περισσότερο για τη βιομετρική και βιογενετική παρακολούθηση και ταξινόμηση.
Αυτό που ίσως να φαίνεται ως παράδοξο έχει την κοινωνικοπολιτική ερμηνεία του. Διότι, όπως σε κάθε κοινωνία, έτσι και στην Ελλάδα, η παρακολούθηση των πολιτών αντανακλά την όλη κοινωνικο-πολιτική και οικονομική εξέλιξη της χώρας και της κοινωνίας μας, στο ευρωπαϊκό και διεθνές γίγνεσθαι. Λόγω της μακρόχρονης αυταρχικής κρατικής παρακολούθησης και του κοινωνικο-πολιτικού φακελώματος των Ελλήνων πολιτών, ως μηχανισμού εθνικοφροσύνης και ποικίλων διακρίσεων και αποκλεισμών καθ’ όλη τη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο και μέχρι την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974, η παρακολούθηση στη μεταδικτατορική περίοδο προκαλεί ενδιαφέρον και δημοσιογραφικές κυρίως αναφορές για τους κινδύνους φακελώματος από την αστυνομία και τους κρατικούς φορείς. Έτσι, στη μεταπολίτευση και έως τις μέρες μας η παρακολούθηση των πολιτών, με κύρια μορφή τη συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων, διενεργείται όχι μόνο από την αστυνομία και τις υπηρεσίες του κράτους, από υπερεθνικούς και ευρωπαϊκούς φορείς, αλλά κυρίως από κάθε είδους ιδιωτικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικές εταιρίες, διαχειριστές ιστοσελίδων, ακόμη και λαθρέμπορους προσωπικών δεδομένων. Σε αντίθεση με την κρατική παρακολούθηση, η ιδιωτική δεν θεωρείται να απειλεί ιδιαίτερα την ιδιωτικότητα των Ελλήνων, έννοια που ούτως ή άλλως δεν είναι βασική στην κουλτούρα μας. Διότι, ως κατάλοιπο της αυταρχικής παρακολούθησης και του φακελώματος του φρονήματος των πολιτών από το αστυνομικό κράτος, σήμερα τα θέματα της παρακολούθησης προκαλούν αντιδράσεις όταν συνδέονται μόνο με την αστυνομική παρακολούθηση και το ενδεχόμενο ηλεκτρονικό ή μη φακέλωμα, που συνεπάγεται διακρίσεις και αποκλεισμούς από το δημόσιο (Samatas, Surveillance in Greece, 2004).
Όμως, ακόμη και αυτή η αντίδραση της Ελλήνων πολιτών στην αστυνομική και γενικά στην κρατική παρακολούθηση είναι σημαντική για να διατηρεί σταθερά την Ελλάδα στις πρώτες χώρες υψηλής προστασίας των προσωπικών δεδομένων, από νομική και θεσμική άποψη. Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο στην Ελλάδα, σε αντίθεση με όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει σοβαρή αντίδραση στις αστυνομικές κάμερες από την Ελληνική Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), η οποία, αν και διορισμένη από την κυβέρνηση, αντιτάχθηκε σθεναρά στη χρήση των αστυνομικών καμερών για την κατόπτευση διαδηλώσεων και αναγκάστηκε να παραιτηθεί τον Νοέμβριο του 2008.

1 σχόλιο:

ΠΑΝΟΣ ΛΕΧΟΣ είπε...

Εξαιρετικό το άρθρο σας είμαι απόλυτα σύμφωνος αλλά σε πολλές περιπτώσεις κάμερες ασφαλείας που έχουν τοποθετηθεί σε σπίτια αυστηρά και μόνο για την παρακολούθηση του χώρου μου αλλά και όταν λείπουμε από αυτό οι κάμερες έχουν υπάρξει σωτήριες και μας προφυλάσσουν από ανεπιθύμητους επισκέπτες