17/10/10

Λογοτεχνία των ερειπίων



ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ

 SIEGFRIED LENZ, Γραφείο απολεσθέντων αντικειμένων,
Μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια: Κυριακή Χρυσομάλλη–Henrich,
University Studio Press, Θεσσαλονίκη, σελ. 241

Με την στενή έννοια του όρου, η «Trümmerliteratur», η «λογοτεχνία των ερειπίων», δεν ενέπνευσε παρά έναν περιορισμένο αριθμό έργων μυθοπλασίας στην Ευρώπη της εποχής μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτός ο τελευταίος, όμως, είχε πολλούς τρόπους να εισχωρήσει στην ρεαλιστική (αλλά όχι μόνον σε αυτήν) λογοτεχνία των συγγραφέων που έζησαν την τρομερή σύγκρουση σε νεαρή ηλικία και φέρουν έκτοτε το στίγμα της. Στην Γερμανία, η «λογοτεχνία των ερειπίων» αναπτύσσεται στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ενώ από το 1947 έως το 1967 πολλοί συγγραφείς συγκεντρώνονται γύρω από το «Gruppe 47» που δημιουργήθηκε από τον Hans Werner Richter – ανάμεσά τους θα βρούμε και τους Martin Walser, Siegfried Lenz, Günter Grass, αλλά και τον Heinrich Böll, τα μυθιστορήματα του οποίου είναι μια επίκληση στην ανθρώπινη αλληλεγγύη και στον σεβασμό του άλλου. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία συναντούμε εκφρασμένα με έναν ελκυστικά διακριτικό τρόπο και στο ανά χείρας μυθιστόρημα του Siegfried Lenz, ενώ η άρνηση του κεντρικού ήρωά του να ακολουθήσει, όπως πολύ εύκολα θα μπορούσε, μια καλή επαγγελματική σταδιοδρομία σίγουρα έχει τις ρίζες της σε μια γενικότερη απάρνηση (συνέπεια μακρινή και ουσιαστική εμπέδωση των αιτιών οι οποίες προκάλεσαν τα «ερείπια») των μεγάλων στόχων: τον Χένρι Νεφ δεν τον ενδιαφέρει ο “πρωταθλητισμός” οποιουδήποτε είδους – τον ενδιαφέρει η κοινωνική, η ανθρώπινη επαφή.
Ο Siegfried Lenz ανήκει στην ευάριθμη μάλλον ομάδα των πνευματικών ανθρώπων που εξακολουθούν να δημιουργούν έχοντας περάσει προ πολλού στην παλαιότερα αποκαλούμενη «τρίτη ηλικία». Δεν βρίσκεται, βέβαια, στο θαυμαστά προχωρημένο ανθηρό γήρας του Εμμανουήλ Κριαρά ή του σκηνοθέτη Μανοέλ ντε Ολιβέιρα, δεν πλησιάζει καν τα 99 χρόνια τής γλύπτριας Louise Bourgeois, η οποία συνεχίζει να εργάζεται, αλλά ο, αρκετά νεότερος συγκριτικά, γερμανός συγγραφέας, γεννημένος στην Ανατολική Πρωσία (σε περιοχή που σήμερα ανήκει στην Πολωνία), τον Μάρτιο του 1926, εργάζεται επίσης αδιάλειπτα, έχοντας δημοσιεύσει την τελευταία νουβέλα του, Επαρχιακός θίασος, το 2009 (η συγκεκριμένη πληροφορία, όπως και πολλές άλλες ακόμα, συμπληρωματικές σε όσες παρέχονται στην ανά χείρας έκδοση, δίνεται από την ίδια την Κυριακή Χρυσομάλλη–Henrich στο σύντομο πορτραίτο που συνέθεσε για τον Siegfried Lenz, στο περιοδικό INDEX, τχ. 40, Μάιος – Ιούνιος 2010, σ. 8).
Ο Lenz, μετά τον πόλεμο, σπούδασε στο Αμβούργο (το οποίο και αποτελεί πολύ συχνά τον πραγματικό χώρο όπου τοποθετεί την μυθοπλασία του) Γερμανική και Αγγλική Φιλολογία και Φιλοσοφία και αρκετά σύντομα αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην συγγραφή – εξ ου και οι 22, προσώρας, συγκεντρωτικοί τόμοι με μυθιστορήματα, διηγήματα (στο είδος αυτό όπως και σε εκείνο της νουβέλας η συμβολή του θεωρείται ως μία από τις σπουδαιότερες), θεατρικά έργα, παιδικά βιβλία και δοκίμια. Το Deutschstunde (1968, στα ελληνικά ο τίτλος αποδόθηκε ως Έκθεσις ιδεών) θεωρήθηκε το σημαντικότερο μυθιστόρημά του και ήταν εκείνο που τον καθιέρωσε στην γερμανόφωνη πεζογραφία, ενώ από το υπόλοιπο έργο του, το τιμημένο με 31 διεθνή και γερμανικά βραβεία, θα επισημάνουμε τα δύο εκείνα, από τα 13 συνολικά έργα του, που μεταφέρθηκαν όχι μόνον μία αλλά δύο φορές ήδη, και με μεγάλη επιτυχία, στον κινηματογράφο: πρόκειται για το Άνθρωπος στο ποτάμι (2006) και το Φαρόπλοιο (2008).
Στον «Πρόλογο – Εισαγωγή» της μεταφράστριας διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, ότι το σύνολο έργο τού Lenz μαρτυρεί μια σταθερή ηθική παρουσία  (με παντελή απουσία, ωστόσο, οποιωνδήποτε κρίσεων υπέρ ή κατά των ηρώων του) και μια αδιάκοπη αναζήτηση δικαιοσύνης για το άτομο μέσα στο κοινωνικό σύνολο, ενώ για τα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης ο συγγραφέας δεν δίστασε ποτέ να εκφραστεί και εξωλογοτεχνικά, μέσω του Τύπου και των πολιτικών του επιλογών. Η γενιά του Lenz, γράφει η Κυριακή Χρυσομάλλη–Henrich, η γενιά τού «ουμανιστικού ρεαλισμού», πίστεψε στη δύναμη της λογοτεχνίας και τούτο αποτέλεσε το σημαντικότερο κοινό χαρακτηριστικό της· ο ίδιος ο Lenz, σε δοκίμιό του τού 2001, διακήρυσσε την πίστη του στον ρόλο της λογοτεχνίας ως «παράγοντα αυτογνωσίας» τόσο του συγγραφέα όσο και του αναγνώστη.
Ο τίτλος του παρόντος μυθιστορήματος θα μπορούσε, βέβαια, να ερμηνευθεί και αλληγορικά· δεν είναι, εξάλλου, η πρώτη φορά που απασχολεί τον συγκεκριμένο συγγραφέα το θέμα τής απολεσθείσας ανθρώπινης ταυτότητας ή των απολεσθεισών ανθρώπινων αξιών. Αλλά πολύ πιο ενδιαφέρουσα θα έλεγα πως είναι η απολύτως πραγματική βάση του τίτλου, αυτή που περιγράφεται, εν μέρει όμως, από τον προϊστάμενο του Γραφείου: «δεν υπάρχει κανένα άλλο μέρος, όπου θα βλέπατε τόση απελπισία, τόσους φόβους, τόση αυτοεπιτίμηση». Σε αυτό το Γραφείο, λοιπόν, έρχεται να εργαστεί αλλά και να το ζωντανέψει με την εύθυμη διάθεση και την αισιόδοξη ιδιοσυγκρασία του ο Χένρι Νεφ, παρόλο που θα μπορούσε, χάρη στον θείο του – διευθυντή του Τομέα, αλλά και χάρη στο γεγονός ότι είναι μέλος τής οικογένειας που ίδρυσε μία από τις μεγάλες επιχειρήσεις στην περιοχή, να εργαστεί σε οποιαδήποτε άλλη θέση, με πολύ περισσότερες ευκαιρίες ανέλιξης. Στον Χένρι, ωστόσο, αρκεί να αισθάνεται ευτυχισμένος με την δουλειά του και στο τέλος του μυθιστορήματος είναι πλέον σε θέση να προσδιορίσει αυτήν την ευτυχία, που είναι, θα έλεγε κανείς, το δικό του «ευρεθέν αντικείμενο»: «Λοιπόν, αυτό που μ’ αρέσει – και μάλιστα πολύ – είναι η καθημερινή επαφή μ’ αυτούς που χάνουν τα πράγματά τους, με τους ανθρώπους που δηλώνουν διάφορες απώλειες. Πιο πριν δεν είχα φανταστεί ποτέ τι πράγματα παρατάνε, ξεχνάνε ή χάνουν οι άνθρωποι στα τρένα και τους σταθμούς. Και δε θα πίστευα ότι μπορεί κανείς να γνωρίσει βαθύτερα τους ανθρώπους, όταν εμφανίζονται εδώ για να υπογράψουν μια αίτηση έρευνας. Αυτά όλα τα παράπονα, οι μεμψιμοιρίες, οι κατηγορίες προς εαυτόν! Και η χαρά τους, όταν αστράφτει μια ελπίδα και μπορώ να τους παρηγορήσω. Συχνά, όταν έχω καταφέρει να βοηθήσω κάποιον να ξαναβρεί ό,τι έχασε, δεν είμαι λιγότερο ευτυχισμένος από τον ίδιο».
Πάντως, ο Χένρι δεν είχε βάλει ως στόχο να βρει την παραπάνω, ή οποιαδήποτε άλλη, ευτυχία. Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, τον οποίο ο εξωδιηγητικός αφηγητής παρακολουθεί διακριτικά, χρησιμοποιώντας τον, μάλιστα, κάποτε και ως κέντρο συνείδησης για ό,τι συμβαίνει γύρω του, χωρίς, όμως, να εισχωρεί αναγκαστικά στην σκέψη του, ζει χωρίς στόχους. Εύθυμος και δραστήριος, ανεξάρτητος και στοργικός, έξυπνος και ευαίσθητος, ο Χένρι Νεφ «ζει μόνο για το σήμερα, κάνει μια αυτό, μια εκείνο, κι οι άλλοι τον συγχωρούν όπως συγχωρεί κανείς ένα καλό παιδί», καθώς του λέει η αδερφή του, ενώ εκείνος της απαντά: «Έτσι όμως τα βγάζω καλά πέρα με τον εαυτό μου» – πόσοι από εμάς θα μπορούσαν να βεβαιώσουν κάτι παρόμοιο;
Δίπλα στον Χένρι, ο αναγνώστης παρακολουθεί κομμάτια από τις ζωές αρκετών ακόμη ενδιαφερόντων χαρακτήρων, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει αναμφίβολα ο τόσο συμπαθητικός Φέντορ Λαγκούτιν. Ρώσος μπασκιρικής καταγωγής, από την Σαμάρα, απόφοιτος του Πανεπιστημίου της πόλης Σαράτοφ, στις όχθες του Βόλγα, ο διδάκτωρ Φυσικών Επιστημών Φέντορ Λαγκούτιν βρίσκεται στην Γερμανία ως καλεσμένος του Πολυτεχνείου, προκειμένου να συνεργαστεί σε ένα σημαντικό ερευνητικό πρόγραμμα. Η ευγενής, δε, προσωπικότητά του, αψευδής αντανάκλαση της ψυχής του, δίνει τόσο στους αναγνώστες όσο και στα αδέρφια Νεφ την ευκαιρία να πλησιάσουν με έναν πιο “εσωτερικό” τρόπο τον πολιτισμό τού τόπου καταγωγής του, ενώ κάνει ακόμα πιο απεχθή την λεκτική ξενηλασία της οποίας πέφτει θύμα. Η εν λόγω ξενηλασία και η ξενοφοβία, ο κοινωνικός και φυλετικός ρατσισμός είναι, βέβαια, ζητήματα που τίθενται άμεσα έως και επιτακτικά στην ιστορία και περιμένουν την λύση τους, μια λύση διαφορετική από αυτήν στην οποία αναγκάζονται να καταφύγουν οι ήρωες και η οποία, εξάλλου, δεν συνάδει προς τις αντιλήψεις τους. Τίθεται, επίσης, το επίκαιρο ζήτημα της οικονομικής κρίσης, μέσω του προγράμματος «εξυγίανσης την Γερμανικών Σιδηροδρόμων», πρόγραμμα το οποίο, βέβαια, συνεπάγεται μείωση του προσωπικού, αλλά «με κοινωνικά και ανθρωπιστικά κριτήρια»…
Το ανά χείρας μυθιστόρημα του Λεντς χτίζεται επεισόδιο–επεισόδιο, με συζητήσεις και λιτές συναισθηματικές εκδηλώσεις, αλλά και εγκιβωτίζοντας γλαφυρές περιγραφές κινηματογραφικών ταινιών ή σκηνές (αυτοσχέδιων) θεατρικών και χορευτικών παραστάσεων που παρακολουθούν ή στις οποίες μετέχουν οι ήρωες, περιγραφές μουσειακών αιθουσών ή μουσικών κομματιών, ακόμα και φωτογραφιών, όπου έχουν αποτυπωθεί στην κίνηση και την διαδοχή τους τα κύματα της θάλασσας (μεγάλης αγάπης του συγγραφέα). Και, οπωσδήποτε, ενσωματώνοντας μια σειρά από διηγήσεις ανθρώπων που έρχονται στο Γραφείο σε αναζήτηση ενός απολεσθέντος αντικείμενου. Η αγωνία, βέβαια, η οποία κρατά σε εκκρεμότητα την εκτόνωση του αναγνώστη, δεν λείπει, και μάλιστα από αρκετά επεισόδια, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου κυλά με σχετικά ήρεμους παλινδρομικούς κυματισμούς, όπως η καθημερινή ζωή των περισσότερων ανθρώπων.
Πρόκειται, τελικά, για ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, με νοήματα σημαντικά κρυμμένα σε φαινομενικά τυχαίες φράσεις, το οποίο κατορθώνει να διασκεδάσει την έννοια της απώλειας βάζοντας στην θέση της μια αισιόδοξη, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, στάση ζωής. Η μεταφράστρια Κυριακή Χρυσομάλλη–Henrich, διδάκτωρ Φιλολογίας του ΑΠΘ και διαμένουσα επί 37 συναπτά έτη στην Γερμανία, διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο του Κιέλου Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία, έχει ήδη φέρει σε επαφή το ελληνικό αναγνωστικό κοινό με δύο μυθιστορήματα της Κρίστα Βολφ (Ένα πρότυπο παιδικής ηλικίας και Μοιρασμένος ουρανός), ενώ έχει μεταφράσει από το 1999 το εμβληματικό έργο του Φραντς Στάντσελ, Θεωρία της αφήγησης (με τον ερευνητικό τομέα, άλλωστε, ασχολείται συστηματικά και η ίδια) – επίκειται, μάλιστα, και η ολοκλήρωση της μετάφρασης του τεράστιου έργου Ιστορία της γερμανικής λογοτεχνίας από τις αρχές της έως σήμερα. Με την ευαισθησία που την διακρίνει και ως άνθρωπο, η Κυριακή Χρυσομάλλη–Henrich επιτυγχάνει στην παρούσα μετάφρασή της να μεταφέρει στον έλληνα αναγνώστη τα ανθρωπιστικά μηνύματα και την συγκεκριμένη ηθική στάση του γερμανού συγγραφέα με ακρίβεια αλλά και με την διακριτικότητα, το χιούμορ και την ηθελημένα ανέμελη αισιοδοξία του ίδιου του Lenz.
Η Σταυρούλα Γ. Τσούπρου είναι διδάκτωρ Φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: