2/10/10

Αναζητώντας τη λέξη

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, Συμεών Βάλας, ποίηση, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 40

Πίσω από το ποίημα (ποιήματα;) του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου προϋποτίθεται, μόλις ακουστή, η κραυγή του Schonberg: “Ω, η λέξη, η λέξη αυτή μου λείπει”. Αυτή η κραυγή είναι ένα θεμελιώδες, κατά την εντύπωσή μου, προ-κείμενο ή μπορεί και κάποιο πρόσχημα για να ειπωθεί ποιητικά, στο βαθμό που δεν αφήνεται απόλυτα στη σιωπή, ένας μύθος προσωπικός, ο οποίος εκτείνεται στην αναζήτηση της γλώσσας, προς χάριν της ποιητικής που προηγείται της γλώσσας και συγχρόνως έπεται, εξαιτίας της απελπισίας της κραυγής που αναζητεί τη γλώσσα. Προκύπτει έτσι μια γριφώδης κατάσταση του προσωπικού μύθου, μια ταλάντωση λέξεων και σημασιών, μια εκτίναξη του ποιητικού και μια εξανάσταση ονομάτων (Συμεών και Μαρία) σε μια διαλογική έκκληση ή σε μια αντιστικτική παράθεση, ενδοσκοπική και μεταβαλλόμενη:

Μα, πες μου: ποιαν άλαλη πάσχεις κραυγή, τι του αγγέλου
διεκδικείς
να κατοικήσεις μέσα στη δύσβατη ερημιά ενός τόπου 
ξένου ώς την απόκρημνη έκτασή του;
Εδώ μετρήθηκε η πέτρα: χείλος στην άβυσσο πτώση
του ανθρώπου.

Ο άγγελος είναι ο αγγελιαφόρος της λέξης και ο αγγελιαφόρος του ονόματος - αυτό είναι γνωστό, τουλάχιστον από τις καβαλιστικές αποκρυπτογραφήσεις λέξεων και ονομάτων ή, για να χρησιμοποιήσω μια διατύπωση του George Steiner, από την αποκαλυπτική κατάδυση “σε κρυμμένα επίπεδα ετυμολογίας και ρηματικής σύνδεσης”. Αυτό λοιπόν που διεκδικείται είναι η πλήρωση της άλαλης κραυγής, με λέξεις και ονόματα, μέσα στην απελπισία της ερημικής και απόκρημνης έκτασης, όπου η λέξη λείπει και όπου η αλαλία καραδοκεί πίσω από την ενδοσκοπική έκκληση: “αν κραύγαζα ό,τι έπραττες στον νου μου”.
Πρόκειται για την ιστόρηση μιας πρωταρχικής πτώσης, την οποία μόνο το ποιητικό μπορεί να εγκαλέσει, επικαλούμενο το πριν της ομιλίας ή, εν πάση περιπτώσει, να το επιβάλλει ως “μια νέα δυναστεία των παθών”. Στο ποίημα (στα ποιήματα;) του Παπαντωνόπουλου αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεσπόζει της αγωνιακής του ποιητικής, αυτό κλιμακώνει την επίκληση στη λέξη, αυτό επιχειρεί μιαν ονοματοδοσία του προσωπικού μύθου, ο οποίος διασχίζεται ανάμεσα στη λέξη και στον κόσμο.
Αλλά η πτώση και η έκπτωση της λέξης και του κόσμου είναι η ομολογία του κακού - αυτό είναι εξίσου γνωστό από τις ίδιες ενδοσκοπικές αποκρυπτογραφήσεις. Όμως είναι και η απαρχή της ποιητικής του Παπαντωνόπουλου: “Για να μιλήσω το Κακό που ευλογήθηκα εξ υμών, και έχω πράξει, επικαλούμαι την παράφορη εξουσία του πνεύματος: ό,τι γραφής το τρωκτικό πρόσωπο και σκοτάδι”. Εδώ φανερώνεται μια δεύτερη επίκληση και ίσως μια επίκληση που προηγείται της πρώτης κραυγής του πάθους της αλαλίας. Η κρυπτικότητα του κακού είναι το ποιητικό αίτιο της αλαλίας και καταδιώκει τα οράματα και τις εναισθήσεις των ποιητών, οσάκις η τέχνη της ποιήσεως γίνεται το μοναδικό καταφύγιο του προσωπικού μύθου ή η μοναδική διέξοδος από το πάσχειν της αλαλίας. Είναι αυτή η κατ' εξοχήν ρομαντική εισβολή του κακού που αναδεικνύει τα ονόματα (Συμεών και Μαρία) και συγχρόνως αναδεικνύει την κενότητα των ονομάτων που υποφέρουν τη σύνθλιψη των λέξεων, ώστε η κραυγή να προηγείται απελπιστικά της εκφοράς της. Τότε είναι που, για να επικαλεστώ πάλι τον Steiner, “η γλώσσα λειτουργεί, αυτοαμφισβητούμενη, στην αιχμηρή κόψη της σιωπής”:
στοχάσου πώς προσεύχεται ο άνθρωπος δύο άλαλα χέρια Θεό κι επέμεινε τα δάχτυλα κλεισμένα, οξύνοντας τον ψυχικό τρόμο του εν διανοία δράστη μπροστά στη σκοτεινή εκφορά της.
Σε αυτό το αδιέξοδο της σιωπής, η λέξη ραγίζει μέσα στο στόμα, καθίσταται το άδηλο ανώνυμο που διασπά την ποιητική έκφραση, την υπονομεύει εκ των έσω και τελικά τη μεταμορφώνει σε θραύσμα ποιητικής, σε ημιτελή στίχο, σε μια κατακερματισμένη γραμματική, κατά αναλογία προς την ανυπόφορη γραμματική της αλαλίας που επιμένει να κραυγάζει στην αιχμηρή κόψη της σιωπής. Τότε, η άβυσσος της γλώσσας επικαλείται την άβυσσο, όπως ακριβώς η προσευχή επικαλείται τα “δύο άλαλα χέρια Θεό”. Η τεταμένη αντιστοιχία μεταξύ γλώσσας και σιωπής γεννά την αποσπασματικότητα, την προωθεί στο κέντρο της ποιητικής και εγκαταλείπεται σ' αυτή σαν σε μοιραία, αλλά αναπόφευκτη, κατάληξη ενός ποιήματος μετά τη λέξη:
[...] σπεύδει η λεπίδα, [βρίσκει τον]
[...] και μάτι ερπετό την πέτρα κοιμάσαι
[...] πέτρα κατασφαγή κλείνει στα δάχτυλά του
[...] μετρώντας το έρεβος κινήσεις:
Εδώ ακριβώς η ποιητική επικαλείται την αστάθεια της γλώσσας και συγχρόνως την απελπισία της κραυγής που θέλησε (τόλμησε;) να γίνει γλώσσα, να μιλήσει τις λέξεις όχι με λέξεις αλλά με θραύσματα λέξεων. Η λέξη εκτός ποιήσεως μπορεί να επαναλαμβάνει τον εαυτό της. Όμως μέσα στην ποίηση η λέξη αποσπάται από τον εαυτό της, μετρά το έρεβος, νοσταλγεί την αλαλία της πριν γίνει λέξη. Και αυτό φαίνεται να το γνωρίζει καλά ο Παπαντωνόπουλος.
Βέβαια, το οποιοδήποτε σχόλιο επί του ποιήματος έπεται και δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια πιθανολόγηση σημασίας, δηλαδή ένα μετα-κείμενο, μια μεταμόρφωση της σιωπής του κειμένου σε ένα εγχείρημα του σχολίου να εκθέσει τον δικό του raison d'etre. Έτσι, το σχόλιο ούτε να υποκαταστήσει το ποίημα μπορεί ούτε να προβληθεί ως η αλήθεια του ποιητικού κειμένου. Το ποίημα είναι. Ακολουθεί η εσωτερικότητα του σχολιασμού. Ο Steiner λέγει ότι “το σχόλιο σημαίνει”. Όπως και να έχει, το ποίημα του Παπαντωνόπουλου προσφέρεται στον σχολιασμό, ή μάλλον παρακινεί προς τον σχολιασμό. Και αυτό, επειδή διαθέτει μια πολλότητα σημειωτικών ιχνών και μια διακειμενικότητα που δεν μπορούν να αγνοηθούν από την ανάγνωση, η οποία ωθείται προς τον σχολιασμό προκειμένου το ποιητικό κείμενο να αποδώσει τους καρπούς του ή να εμφυτευθεί στο ποιητικό σώμα ως εγχείρημα γόνιμο για τον διάλογο της ποίησης με τη γλώσσα και της γλώσσας με την ποιητική της προοπτική.

Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: