Οι πολλαπλές όψεις μιας ιδιοφυΐας
ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΜΠΡΑΟΥΝ, Φλωμπέρ, Ένα πνεύμα αντιλογίας, μτφρ. Τζένη Κωνσταντίνου, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 737
«Τι μπορούμε να ξέρουμε από έναν άνθρωπο σήμερα;». Αυτό είναι το ερώτημα που έθετε στον πρόλογό του ο Ζαν Πωλ Σαρτρ το 1971, στην πεντάτομη βιογραφία του Φλωμπέρ, με τίτλο «Ο ηλίθιος της οικογένειας». Φαίνεται ότι οι χιλιάδες σελίδες του δεν ήταν αρκετές, γιατί έκτοτε εξακολουθούν να προστίθενται νεότερες, όπως του Geoffrey Wall το 2001 ή η ανά χείρας του Φρέντερικ Μπράουν.
Αν όμως η προσέγγιση του Σαρτρ ήταν αιρετική, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους μεταγενέστερους. Ο μεγάλος φιλόσοφος αφιέρωσε δέκα χρόνια μελέτης, χρησιμοποίησε υπαρξιστικές και ψυχαναλυτικές μεθόδους, προσπαθώντας να εξηγήσει τη σχέση του ανθρώπου με το έργο, αλλά δεν μπόρεσε να κρύψει την αντιπάθειά του για τον γάλλο κλασικό του 19ου αιώνα. Η βιογραφία του Φρέντερικ Μπράουν ακολουθεί μια διαφορετική προσέγγιση. Κρατά μια ουδέτερη στάση απέναντι στο αντικείμενό της και συγκεντρώνει ένα τεράστιο υλικό.
Οι σελίδες συνεχίζουν να σωρεύονται, ωστόσο τα ερωτήματα παραμένουν. Τι είναι ο Φλωμπέρ; Ρεαλιστής, ρομαντικός, μοντέρνος, μεταμοντέρνος; Ο αυτοβιογραφικός λυρισμός των πρώτων έργων δείχνει ότι μέσα του υπήρχε μια ρομαντική τάση. Παρά το γεγονός ότι η «Μαντάμ Μποβαρύ» θεωρήθηκε ορόσημο του ρεαλισμού, ο ίδιος τον απεχθανόταν. Έλεγε ότι είναι ένας τροβαδούρος. Ένας άνθρωπος ρομαντικός, της παλιάς εποχής. Όταν τον αποστήθισε ο Τζόυς, έγινε μοντερνιστής, γράφει ο Φρέντρικ Τζέιμσον, κι όταν τον παρέλαβε η Ναταλί Σαρότ μετατράπηκε σε μεταμοντέρνο. Σίγουρα πρόκειται για ένα γόνιμο έργο το οποίο θα προκαλεί αντιφατικές κρίσεις, όπως και η φύση του συγγραφέα. Ένα έργο που γοήτευσε τον Μαρσέλ Προυστ, τον Φραντς Κάφκα, τον Χένρυ Τζέιμς, τον Όσκαρ Ουάιλντ και εμπνέει ακόμη και σήμερα συγγραφείς σαν τον Μάριο Βάργκας Λιόσα -«Είμαι ένας πυγμαίος δίπλα σ’ αυτό το γίγαντα»- ή τον Τζούλιαν Μπαρνς.
Πού οφείλεται, άραγε, η γοητεία του εκατόν πενήντα χρόνια μετά; Ίσως για πρώτη φορά με τον Φλωμπέρ η γραφή γίνεται πρόβλημα. Αναρωτιέται για τον εαυτό της. Συνειδητοποιεί τα όριά της και θέλει να τα ξεπεράσει. Όμως, ο συγγραφέας, όπως και η ηρωίδα του η Έμμα, νιώθει εγκλωβισμένος ανάμεσα στην απογοητευτική πραγματικότητα και στην απελπισμένη αναζήτηση του ιδανικού της γραφής. Θέλει να ξεπεράσει τις συμβάσεις της μυθιστορηματικής μορφής που λογοδοτεί στον αντικειμενικό κόσμο. Να φθάσει σε μια λογοτεχνία-αυτοσκοπό, που στέκεται όμορφη και όρθια στο χρόνο σαν την Ακρόπολη. «Αυτό που θα ’θελα να δημιουργήσω, είναι ένα βιβλίο για το τίποτα, είναι ένα βιβλίο χωρίς εξωτερικά στηρίγματα, που θα μπορούσε να σταθεί από μόνο του χάρη στην εσωτερική δύναμη του ύφους του, όπως η γη στέκεται στον αέρα…»
Η αναζήτηση της ακρίβειας, της μοναδικής σωστής λέξης –le mot juste- η οποία είναι ταυτόχρονα και αρμονική, άγγιζε τα όρια του μυστικισμού. Γιατί «το ύφος είναι από μόνο του ένας απόλυτος τρόπος για να βλέπουμε τα πράγματα». Για τη δύσκολη αυτή τέχνη ο συγγραφέας έπρεπε να αρνηθεί τον συμβατικό κόσμο. Να αφοσιωθεί ολόψυχα στο έργο του. Ο Φλωμπέρ, έγραψε ο Μπόρχες, είναι «ο πρώτος Αδάμ ενός νέου είδους: ο άνθρωπος των γραμμάτων σαν ιερέας, σαν ασκητής και σαν μάρτυρας».
Το 1844, σε ηλικία 23 χρονών, έπαθε την πρώτη κρίση επιληψίας. Η βαλεριάνα και τα κινίνα του πατέρα του, ο οποίος ήταν διάσημος χειρουργός στη Ρουέν, δεν έφεραν αποτέλεσμα. Η αρρώστια του, όμως, είχε ένα ανεκτίμητο πλεονέκτημα. Εγκατέλειψε τις σπουδές στη Νομική και αποσύρθηκε στο σπίτι του στις όχθες του Σηκουάνα. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Έζησε με τη μητέρα του και αφιερώθηκε δια βίου στην τέχνη του. Έγινε ο ερημίτης του Κρουασσέ.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μήπως η αλήθεια ενός ανθρώπου είναι πολλαπλή; Γιατί ο Φλωμπέρ ήταν ο ασκητής της γραφής, αλλά και ο άνθρωπος ο βυθισμένος στη λαγνεία. Ως δεινός περιηγητής αφιέρωσε δεκαπέντε μήνες για το ταξίδι του στην Αίγυπτο, τη Συρία, την Τουρκία και την Ελλάδα και πραγματοποίησε όλες τις φαντασιώσεις του. «Μεταμορφώνομαι σε γουρούνι», έγραφε στον φίλο του τον Μπουιλέ, από τη Δαμασκό, και τον πληροφορούσε ότι πήγε με τρεις γυναίκες σε ένα πρωινό. «Τρεις φορές πριν από το μεσημεριανό γεύμα και μία μετά το επιδόρπιο». Κατά τη διάρκεια τη ζωής του, επίσης, παρά την απομόνωσή του, είχε συνδεθεί ερωτικά με διάσημες γυναίκες, συνήθως μεγαλύτερές του, όπως η Λουίζ Κολέ, η Γεωργία Σάνδη και η Ελίζα Σλέσινγκερ, η οποία έγινε το πρότυπο της Μαρίας Αρνού στην «Αισθηματική Αγωγή». Επιπλέον, διατηρούσε έναν σημαντικό κύκλο φίλων και θαυμαστών, όπως ο Τουργκιένεφ, ο Ζολά, οι αδελφοί Γκονκούρ και ο Γκυ ντε Μωπασσάν.
Ο Φρένετερικ Μπράουν, ο οποίος έχει ήδη γράψει δύο πετυχημένες βιογραφίες, για τον Εμίλ Ζολά και τον Ζαν Κοκτώ, φωτίζει επαρκώς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Σκιαγραφεί τη σχέση του Φλωμπέρ με τα κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα της εποχής του. Τον παρακολουθούμε να περιφέρεται στο Παρίσι, ανάμεσα στο πλήθος και τις οδομαχίες κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1848 ή της παρισινής κομούνας. Τεκμηριώνει στις εφτακόσιες σελίδες το αντικείμενό του, φιλοτεχνώντας ένα αντιπροσωπευτικό πορτρέτο. Κάνοντας χρήση της εκτεταμένης αλληλογραφίας, παρακολουθούμε όχι μόνον τις ερωτικές του σχέσεις, αλλά κυρίως τη σχέση του με ένα έργο εν εξελίξει και τις ωδίνες της δημιουργίας. Η αγωνία της γραφής διακρίνεται στον δύσκολο τοκετό στην έκδοση των μυθιστορημάτων του. Η πρώτη γραφή της «Αισθηματικής αγωγής» έμεινε πολλά χρόνια στο συρτάρι. Το ίδιο και ο «Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου», αν και η συμβουλή των φίλων του ήταν να καεί. «Αυτή είναι η τρίτη μου προσπάθεια», γράφει τον Ιανουάριο του 1852 στη Λουίζ Κολέ, μόλις ξεκίνησε την «Μαντάμ Μποβαρύ», «είναι πια καιρός να τα καταφέρω ή να πηδήξω από το παράθυρο». Και τα κατάφερε εξαιρετικά. Το έργο του έμεινε στην ιστορία της λογοτεχνίας και η δίκη που ακολούθησε το 1857 τον έκανε διάσημο. Κατηγορήθηκε για «προσβολή της δημόσιας και θρησκευτικής ηθικής και των χρηστών ηθών», αλλά αθωώθηκε.
«Ο συγγραφέας πρέπει να αφήνει πίσω μονάχα τα έργα του. Η ζωή του δεν ενδιαφέρει», έγραφε ο ίδιος. Παρ’ όλα αυτά, οι νεώτεροι θα συνεχίζουν να αποκρυπτογραφούν το αίνιγμα Φλωμπέρ. Ο άνθρωπος που δεν ήθελε να βγάλει ούτε μια φωτογραφία, που αρνούνταν στους ζωγράφους να του κάνουν το πορτρέτο, θα συνεχίσει να εμπνέει τους βιογράφους. Εις πείσμα της θέλησής του θα γράφονται χιλιάδες σελίδες και θα αποτελεί προσφιλές αντικείμενο έρευνας για τους μελετητές.
Ο Μάκης Καραγιάννης είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου