18/9/10

Με την παράδοση, εναντίον της Επανάστασης


ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

EDMUND BURKE, Στοχασμοί για την επανάσταση στη Γαλλία, εισ. & μτφρ. Χ. Γρηγορίου, εκδόσεις Σαββάλα, σελ. 341

Κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας ένα κλασικό έργο πολιτικής θεωρίας. Το έργο αυτό ξεφεύγει από τον στενό κύκλο των εξειδικευμένων βιβλίων για τη γαλλική Επανάσταση και σωστά θεωρείται ως ένα έργο θεμελιωτικό της συντηρητικής σκέψης. Από τη χρονιά που γράφτηκε (1790), μέχρι σήμερα, πολλοί προσέφυγαν σε αυτό, όχι μόνο για να απαρνηθούν τη γαλλική Επανάσταση αλλά και για να υιοθετήσουν πολλά στοιχεία από τη συλλογιστική του στην προσπάθεια τους να καταπολεμήσουν τις ιδέες του Διαφωτισμού.
Τίποτα δεν προϊδέαζε για μια τέτοια είδους πολεμική από την πλευρά του Έντμουντ Μπερκ (Edmund Burke). Ιρλανδικής καταγωγής με μητέρα καθολική, ο συγγραφέας είχε υπερασπισθεί την αμερικανική επανάσταση και, το κυριότερο, ανήκε στο βρετανικό κοινοβούλιο στους «ουίγους», οι οποίοι, σε αντίθεση με τους «τόρυς», ήσαν οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων του κοινοβουλίου απέναντι στις αξιώσεις του αγγλικού θρόνου. Από την πένα του όμως προήλθε ένα βιβλίο που έθετε στο στόχαστρό του τους γάλλους επαναστάτες και διακήρυσσε τα απαράγραπτα δικαιώματα του γαλλικού θρόνου.
Είναι αλήθεια ότι το μέλημα του Μπερκ είναι περισσότερο πρακτικό, παρά φιλοσοφικό. Πιστεύει ότι η γαλλική Επανάσταση με το παράδειγμα της μπορεί να ανατρέψει παγιωμένες από αιώνες καταστάσεις στην Ευρώπη και να απειλήσει τις λεπτές ισορροπίες πάνω στις οποίες στηριζόταν το αγγλικό πολιτικό σύστημα. Και αυτό το συντηρητικό μέλημα, της διατήρησης, δηλαδή, των πραγμάτων με τη μορφή που είχαν, προσδιορίζει και το περιεχόμενο της κριτικής του.
Ο Μπερκ τάσσεται υπέρ της παράδοσης. Ό,τι ανήκει σε αυτήν την αργόσυρτη ιστορική διαδικασία είναι φυσικό. Και, αντίθετα, ό,τι αντιβαίνει αυτόν τον κληρονομημένο κόσμο, τον γεμάτο προκαταλήψεις –όπως οι εξαγγελίες των γάλλων επαναστατών οι οποίοι ήθελαν να θεμελιώσουν έναν καινούργιο κόσμο εκ του μηδενός– είναι αφύσικο (1).
Η επίκληση του Μπερκ μοιάζει να είναι: «Αφήστε τις κοινωνίες με την ιεραρχική τους αρχιτεκτονική, με αυτήν την άκαμπτη συσσωμάτωση νομοκατεστημένων τάξεων και κοινοτήτων, να βαδίζουν αργά το δρόμο τους. Και όσον αφορά την καθοδήγησή τους, περιβάλλετε με εμπιστοσύνη τις προκαταλήψεις τους∙ αυτές αποτελούν το σίγουρο οδηγό τους». Μια τέτοιου είδους προτροπή σήμαινε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η απόλυτη πρωτοκαθεδρία των συγκεκριμένων ατόμων, που συνδέονται οργανικά μεταξύ τους μέσα στο πλαίσιο της ιστορικά συγκροτημένης συλλογικής κοινότητας, απέναντι στα αφηρημένα άτομα που η «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» καθιστούσε πρωταγωνιστές της νεωτερικότητας. Το δεύτερο είναι ότι ο ορθός λόγος δεν μπορεί τελικά τίποτα μπροστά στη δύναμη των καθιερωμένων συνηθειών και πρακτικών.
Όσον αφορά το πρώτο. Κάποιοι ερμηνευτές, συνεχίζοντας μια ερμηνευτική γραμμή που καθιερώθηκε στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, το θεώρησαν ως μια ακόμα ευκαιρία για να τοποθετήσουν στο ίδιο τσουβάλι τους συντηρητικούς και την αριστερά. Σύμφωνα με αυτούς, τα δυο φαινομενικά αντίπαλα στρατόπεδα, μέσα από την καταδίκη του αφηρημένου ατόμου που εκθειάζει η φιλελεύθερη παράδοση και την εμμονή στο συγκεκριμένο άτομο, συγκλίνουν για να καταστούν τελικά δύο απλές παραλλαγές του ίδιου θέματος (2). Μόνο που μόνο η αριστερή κριτική, με την καταδίκη του αφηρημένου πολίτη και την προσπάθεια της να συναρτήσει το άτομο με την υλικότητα των παραγωγικών σχέσεων, μπορεί να ισχυρισθεί ότι πράγματι εντάσσεται σε αυτήν την απόπειρα ανάδειξης ενός ατόμου με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ο Μπερκ, επικαλούμενος γενικόλογα την παράδοση ή την ιστορία, δεν κατορθώνει να διαφύγει από το πεδίο του αφηρημένου, το οποίο με τόση σφοδρότητα καταγγέλλει, εφόσον ο σεβασμός της παράδοσης ή τα πρωτεία της ιστορίας είναι και αυτά αφηρημένες αρχές.
Το δεύτερο σημείο αφορά την πεποίθηση του Μπερκ ότι ο άνθρωπος κυριαρχείται και αυτός, όπως και οι πρόγονοί του, από ανεκρίζωτα ένστικτα. Αυτά είναι που καθορίζουν τη δράση του και όχι ο ορθός λόγος, παρά τους ισχυρισμούς του γαλλοκαντιανού διαφωτισμού. Ο Μπερκ φοβάται τις μάζες, και ο φόβος του αυτός, όπως συχνά συμβαίνει, μετατρέπεται σε περιφρόνηση. Η γαλλική Επανάσταση του μοιάζει σαν μια συλλογική τρέλα, εφόσον έρχεται να εμπιστευθεί τον τυφλωμένο από τα πάθη του λαό, που από τη φύση του δεν μπορεί να είναι ορθολογικός. Σωστά επισημάνθηκε ότι ο Μπερκ είναι ο πρώτος από μια σειρά συντηρητικών συγγραφέων που θέλησαν να διαγράψουν τις μάζες και την αξίωση τους να δημιουργήσουν τη δική τους ιστορία, συκοφαντώντας τες ως ανίκανες και, το κυριότερο, ως επικίνδυνες μέσα στη συλλογική τους παραφροσύνη (3).
Από τα παραπάνω δεν πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο Μπερκ είναι ένας απλός παραδοσιοκράτης και ότι απαρνείται τη φιλελεύθερη οικονομία. Όπως θα συμβεί και με πολλούς από τους συνεχιστές του, οι βολές του ενάντια στον ορθό λόγο συμβαδίζουν χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες με την πίστη του στην «ελευθερία» της αγοράς και τους μηχανισμούς αυτορρύθμισης που αυτή εμπεριέχει. Με αυτήν την έννοια, οι επιθέσεις του ενάντια στους γάλλους αστούς δεν είναι επιθέσεις ενάντια στην καπιταλιστική οικονομία. Απηχούν περισσότερο τις ανησυχίες ενός εκπροσώπου των γαιοκτητικών συμφερόντων (landed interest) απέναντι στις επιδιώξεις των εκπροσώπων των χρηματικών συμφερόντων (money interest), που ο πλούτος τους δεν εξαρτάται από την γαιοκτησία αλλά από τον δανεισμό, το δημόσιο χρέος και την κυκλοφορία του χρήματος (4).
Ο κόσμος του Μπερκ είναι αυτός της γαιοκτησίας. Ακόμα και το κοινοβούλιο το βλέπει μέσα από τα μάτια του κόσμου αυτού. Στη συλλογιστική του, τα μέλη του κοινοβουλίου ούτε στο ελάχιστο δεν δεσμεύονται από τις επιθυμίες των εκλογέων τους. Απολαμβάνουν πλήρη πολιτική ανεξαρτησία, ανάλογη με την κοινωνική ανεξαρτησία την οποία απολαμβάνουν οι γαιοκτήμονες ευγενείς. Μοναδική τους δέσμευση είναι οι θεμελιώδεις νόμοι της ιστορικής κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν και όχι η οποιαδήποτε λαϊκή θέληση. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι ο Μπερκ διόλου δεν ενοχλείται από το γεγονός ότι ο ίδιος εκλέγεται σε μια περιφέρεια στην οποία υπάρχουν πέντε σπίτια, την ίδια εποχή που τα νέα μεγάλα οικονομικά κέντρα, όπως το Λίβερπουλ ή το Μάντσεστερ, δεν εκπροσωπούνται στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ο βουλευτής δεν υπάρχει για να εκπροσωπεί το λαό, αλλά το θεό ή ακόμη καλύτερα τα συμφέροντα των λίγων.
Η επιβίωση ακόμη και στις μέρες μας αυτής της ολιγαρχικής αντίληψης αποτελεί έναν ακόμη πειστικό λόγο τού γιατί το βιβλίο του πρέπει να διαβαστεί. Ακόμη περισσότερο, που η έκδοσή του στα ελληνικά υπήρξε καλότυχη. Ο μεταφραστής του, Χρήστος Γρηγορίου, βαθύς γνώστης του Μπερκ (5), δεν κατορθώνει μόνον να αποδώσει με επάρκεια ένα δύσκολο έργο στη γλώσσα μας αλλά μας το παραδίδει και με μια εξαιρετικά διαφωτιστική εισαγωγή.

Ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος διδάσκει Κοινωνική και πολιτική θεωρία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο


(1) Για τη «φύση» στον Μπερκ βλ. Μανόλης Αγγελίδης, Δικαιώματα και κανόνες στην πολιτική. Αθήνα: Στοχαστής, 2008, σ. 117-120.
(2) Βλ. για παράδειγμα François Furet, « Burke ou la fin d’une seule histoire de l’Europe », στο: La Révolution française, Παρίσι: Gallimard (σειρά «Quarto»), 2007, σ. 909.
(3) Zeev Sternhell, Ο αντι-διαφωτισμός, μετφ. Α. Καρακατσούλη, Αθήνα: Πόλις, 2009. σ. 201, 203-204, 292-293 αλλά και passim.
94) C.B. Macpherson, Burke, Οξφόρδη, Τορόντο, Μελβούρνη: Oxford University Press, 1980, σ. 63-68.
(5) Στον ίδιο οφείλουμε επίσης μια μονογραφία για τον Μπερκ: Από την Ιρλανδία στη Μεγάλη Βρετανία. Ο Edmund Burke ως επίδοξος «άνθρωπος των γραμμάτων». Αθήνα: Νήσος, 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια: