18/9/10

Τοιχογραφία μιας σύγχρονης, επαρχιακής, ελληνικής πόλης

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ, Κλειστόν λόγω μελαγχολίας, εκδόσεις Ελληνικά γράμματα, σελ. 366

Η «μικρή πόλη» του Κώστα Μουρσελά, μια σύγχρονη επαρχιακή κωμόπολη κάπου εκεί στην κεντρική Ελλάδα, δεν είναι απλά ένας γεωγραφικός προσδιορισμός, ένα κάποιο στίγμα στον χάρτη με διακριτές συντεταγμένες. Είναι ο συμβολικός σκηνικός χώρος, ο περίκλειστος κόσμος, η πόλη με τα αόρατα τείχη, το εσωτερικό ψυχικό τοπίο μέσα στο οποίο διαδραματίζονται οι ιστορίες του νέου μυθιστορήματός του. Ιστορίες που λειτουργούν αυτόνομα, σαν θεατρικά μονόπρακτα, αλλά και κλειδώνουν μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα σπονδυλωτό και πολυπρόσωπο αφήγημα, με στοιχεία ιλαρού δράματος, μελαγχολικής κωμωδίας και καυστικής φάρσας. Η πόλη-μήτρα, η πόλη-παγίδα, ερμητική και ασφυκτική, από την οποία ξεγλιστράς μόνο με μια προμελετημένη και απονενοημένη αποδημία. Όπως οι δύο επίορκοι οικογενειάρχες, βασικοί ήρωες της πρώτης ιστορίας, αποδημούν στο Όλμπανι της Αμερικής, με μια σκανδαλώδη κινηματογραφική απόδραση, πρωτοφανή για τα ήθη και τα χρονικά της πόλης. Μια εμβληματική αποδημία, η οποία αφήνει πίσω εμβρόντητες χήρες και απαρηγόρητα ορφανά, και δίνει το έναυσμα για έναν κύκλο περιπετειών στον οποίο εμπλέκονται, εκόντες-άκοντες, οι κατιόντες και ανιόντες συγγενείς των δύο δραπετών, οι συμπολίτες και οι επισκέπτες της μικρής αυτής πόλης. Όπως η αποδημία «εις Κύριον» του ευαίσθητου και συναισθηματικού, του εύπιστου φευγάτου αυτόχειρα Μήτσου, που «ήθελε να ξέρει και γιατί ζει και γιατί πεθαίνει», στην τελευταία και παρήγορα καταληκτική ιστορία του βιβλίου. Η απόδραση, η αποδημία, η φυγή είναι το κλειδί των γεγονότων, το φάντασμα του ανικανοποίητου, που στοιχειώνει τις ζωές τους.
Ο συγγραφέας επανέρχεται επίμονα στο χαρακτηρισμό «μικρή πόλη», καθώς χειρίζεται με μαεστρία και χιούμορ τον ανεκδιήγητο χυλό της αμήχανης και αδρανούς, παράφορης και βίαιης ελληνικής επαρχίας. Σκιτσάρει ένα τοπίο στατικό, αχρωμάτιστο, αφιλόξενο. Είναι ο μικρόκοσμος των στενών ορίων, της ασφυκτικής επιτήρησης, του αναπόδραστου κοινωνικού ελέγχου, των ματαιωμένων ονείρων, της άνυδρης καθημερινότητας, που πάνω του σκοντάφτουν και βαλτώνουν οι ζωές των ηρώων, είτε αποσύρονται στα στενά πλαίσια του ιδιωτικού τους χώρου, είτε διαπλέκονται στα δημόσια πράγματα. Κλεισμένοι στις υπαρξιακές τους φυσαλίδες, εύπιστοι και καχύποπτοι, ανυπεράσπιστοι και μελαγχολικοί, ανιδιοτελείς και υστερόβουλοι, αθώοι και ένοχοι, παρατηρούν τα πράγματα μέσα από το σκάφανδρο της απόγνωσης.
Στο μυθιστόρημα του Κώστα Μουρσελά ο αφηγητής κινείται παλινδρομικά στο χρόνο και το χώρο, καθώς διηγείται τις περιπέτειες του κουρέα της μικρής πόλης Αντρίκου Αργυρίου, και του φίλου του, πρώην σιδερά και μετέπειτα κουρέα και συνεταίρου του, Μιλτιάδη Αγλαΐδη, και αναλαμβάνει να εξηγήσει τους λόγους και τις συνέπειες της ιδιοτελούς, ανυπόληπτης και προδοτικής αποδημίας των δύο αντρών. Η πρώτη ιστορία διαμορφώνει το σκηνικό χώρο της μικρής πόλης και εισάγει τις απαραίτητες πληροφορίες για το αφηγηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί το μυθιστόρημα. Η ανεκδιήγητη φυγή των κουρέων, που εγκαταλείπουν συζύγους, παιδιά και συμπολίτες, για να αναζητήσουν μια χίμαιρα στην Αμερική, κληρονομείται στους επιγόνους, είτε ως όνειδος είτε ως ανυπέρβλητη πράξη ιδανικής απόδρασης.
Ο συγγραφέας, εναλλάσσοντας εποπτικά παρατηρητήρια, δίνει μια καλειδοσκοπική εικόνα της πόλης και των ανθρώπινων παθών των κατοίκων της. Οργανώνει μεθοδικά ένα εκτενές δίκτυο πρωτευόντων και δευτερευόντων ηρώων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με ομιχλώδεις δεσμούς αίματος, ασαφείς συγγενικούς, αόριστους ερωτικούς και άλλους δεσμούς ποικίλης φύσεως. Μάλιστα, προμηθεύει τον αναγνώστη με έναν κατάλογο των βασικών προσώπων, που παρελαύνουν από τις ιστορίες και σύντομη περίληψη των ιδιοτήτων και των χαρακτηριστικών τους, καθώς και με ένα διάγραμμα, που απεικονίζει τις ευφάνταστες διακλαδώσεις των οικογενειακών τους δέντρων. Από την πρώτη ιστορία αρχίζει να ξετυλίγεται το νήμα των κρυφών και φανερών σχέσεων έρωτα, απιστίας, αποπλάνησης, εξάρτησης, υποταγής, αγάπης και μίσους που τους ενώνει. Όσοι μένουν «εντός δήμου» αισθάνονται τελεσίδικα κολλημένοι στον τόπο, πιασμένοι στα δίχτυα των αδιεξόδων, των προσδοκιών, των μοιραίων επιλογών. Με μυστικά που έχουν κληρονομήσει και τους καθορίζουν, με μνήμες οδυνηρές που τους στοιχειώνουν, με ψέματα που τους βαραίνουν, με πράξεις τετελεσμένες σε παρελθόντα χρόνο που τους καθηλώνουν και τους ναρκώνουν. Όλοι ονειρεύονται μια άλλη ζωή, μακριά από την μικρή πόλη, στο πρότυπο των δύο φυγάδων. Όλοι είναι σε κατάσταση αναμονής της ευτυχίας, της αλλαγής, της εξόδου από τον κύκλο των επαναλαμβανόμενων αναγκαστικών τελετουργιών. Έτοιμοι να καλοδεχτούν το αναπάντεχο ακόμα και με τη μορφή του θανάτου, αρκεί να ξορκίσει την ανία, τη διάλυση, την αδράνεια.
Οι άντρες πνίγουν τις υπαρξιακές τους αγωνίες στον καθημερινό συμποσιασμό του καφενείου, στην προσήλωση στις ανάγκες του βίου και τη σιωπή. Οι γυναίκες, απόκοσμες και μελαγχολικές, ανικανοποίητες και ετεροκαθοριζόμενες, ισοσκελίζουν την εγκατάλειψη, την πλήξη, την παραίτηση, φλερτάροντας ριψοκίνδυνα με το άγνωστο, υποκύπτοντας μοιρολατρικά στην απιστία. Ο ξένος εισβάλλει στη μικρή πόλη και στις ζωές των κατοίκων ως λυτρωτής και παράκλητος. Είναι πλανόδιος, γυρολόγος, πλασιέ, πωλητής, καιροσκόπος επιχειρηματίας, αργόσχολος φιλόσοφος, λαϊκό είδωλο. Δεν έχει ρίζες, δεν έχει παρελθόν, δεν ανήκει πουθενά. Έρχεται να συμπληρώσει τα κενά, να άρει την ανία, να ταράξει την ακύμαντη καθημερινότητα, να αποπλανήσει και να φύγει όπως ήρθε. Ένα σύντομο επεισόδιο, ένα ξένο σώμα στη ζωή της μικρής πόλης.
Ο Κώστας Μουρσελάς δεν ηθικολογεί. Αγγίζει με επιείκεια και τρυφερότητα τα πρόσωπα, συναισθάνεται την αδιόρατη θλίψη τους, την ανεπαίσθητη μελαγχολία τους, αφουγκράζεται τα πάθη τους, «τα αερικά, πως αλλιώς να βαφτίσει τα πάθη μας; Αυτά τα ξεδιάντροπα άυλα πλάσματα που πολλές φορές μπαινοβγαίνουν μέσα μας και μας αναστατώνουν τη ζωή, και τη ρημάζουν, αλλά και την ομορφαίνουν». Γι’ αυτό και η ήρεμη κουβέντα μάνας-κόρης στο τελευταίο κεφάλαιο, για τα μυστήρια της ζωής και τα ανείπωτα, αυτή η υπερβατική θηλυκή αλληλεγγύη και επικοινωνία των γενεών, κάνει την ελπίδα να ανατείλει δειλά και ξαναστήνει τον κόσμο στη θέση του.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια: