18/9/10

Ο κινηματογράφος, η Ιστορία και ο "ποιητής" Γκοντάρ


ΖΑΝ-ΛΙΚ ΓΚΟΝΤΑΡ, ΓΙΟΥΣΕΦ ΙΣΑΓΚΠΟΥΡ, ΦΙΛΙΠ ΣΟΛΕΡ, ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΦΟΥΡΕ, Ο κινηματογράφος και η μνήμη του αιώνα, μτφρ.: Ηρώ-Αντωνία Βουτσαδάκη, επιμέλεια: Μάκης Μωραίτης, εκδόσεις Καθρέφτης, σελ. 149

Και να δεχτεί κανείς ότι υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι γραφής της Ιστορίας, η ταινία σας θα πρέπει να θεωρηθεί περισσότερο ως αρχαιολογία του κινηματογράφου, αρχαιολογία με την έννοια που δίνει ο Φουκό, όχι με τη συνηθισμένη έννοια μιας αρχαιολογίας που εξετάζει τα ίχνη του παρελθόντος για να εδραιώσει την πραγματική γέννηση των πραγμάτων, αλλά εκείνης που χρησιμοποιεί διαφορετικές στιγμές και διαφορετικά μνημεία ως θεμέλια για να οικοδομήσει κάτι που μπορεί να φανεί αμφίβολο

(Γ. Ισαγκπούρ, από τη συζήτηση με τον Ζ. Λ. Γκοντάρ σχετικά με το φιλμ του τελευταίου Ιστορία(ες) του κινηματογράφου.)

Ένας από τους λίγους εναπομείναντες εν Ελλάδι φανατικούς θεράποντες της θεωρίας του πρωτοποριακού σινεμά (ό,τι μπορεί να σημαίνει, πλέον, μέσα στην καταναλωτική ευημερία του θεάματος ο όρος), ο σκηνοθέτης και κριτικός Μάκης Μωραίτης συνεχίζει εκδοτικά και συγγραφικά να υπηρετεί το είδος. Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του το παρόν συνθετικό βιβλίο για τη μείζονα μορφή της κινηματογραφικής σκηνοθεσίας, τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ (1930), και την ταινία-διαθήκη του, Histoire(s) du cinėma [Ιστορία(ες) του κινηματογράφου), γυρισμένη πριν από δώδεκα χρόνια.
Το συγκεκριμένο φιλμ, έργο ζωής, είχε ως αφετηρία την ενασχόληση του Γκοντάρ, εδώ και 30 χρόνια, με τη συγγραφή ενός βιβλίου πάνω στην ιστορία του κινηματογράφου, εργασία η οποία, όμως, στη συνέχεια πήρε τη μορφή κινηματογραφικών εικόνων. Ο Γκοντάρ σκέφτηκε ότι ο λόγος για την κινούμενη εικόνα (αν και αυτοί οι δύο τρόποι έκφρασης -λόγος και κινούμενη εικόνα- είναι "κείμενα", γραφές δηλαδή με κώδικες ας πούμε παραπλήσιους) είναι ανεπαρκής για να εξιστορήσει τη διαδρομή της. Γι' αυτό κατέληξε στη "ρηξικέλευθη", ελεύθερη γλώσσα της κινηματογραφικής κατάδειξης της πορείας του ίδιου του μέσου μέσα στο χρόνο.
Φυσικά δεν είναι ανάγκη να τονίσει κανείς ότι το έργο αυτό είναι απότοκο ενός βλέμματος εντελώς προσωπικού, αμιγώς γκονταρικού, επί της ιστορίας της εφεύρεσης των Λιμιέρ: και ακριβώς γι' αυτό το λόγο είναι εμβληματικό εξ ορισμού. Γιατί μόνο ο δαιμόνιος Γαλλοελβετός δημιουργός πληθώρας "μυθοπλαστικών δοκιμίων" για το μοντέρνο πολιτισμό θα μπορούσε να στοχαστεί τόσο βαθιά, ανατρεπτικά, και με αίσθηση του παιγνίου πάνω στην πιο εντελή τέχνη του σύγχρονου κόσμου.
Εάν δεχθούμε ότι το σινεμά, κατά την παροιμιώδη έκφραση, υφίσταται διχοτομημένο, μετά την εμφάνιση του Γκοντάρ, σε προ και μετά Γκοντάρ μόρφωμα, τότε δεν πρέπει να μας φανεί αλαζονική, ας πούμε, η χειρονομία του τελευταίου να γίνει αυτός ο "αφηγητής" της ιστορίας της τέχνης που τον καθιέρωσε: μετρημένα, φρόντισε να προσλάβουμε την εργασία του πολλαπλά, να την αντιληφθούμε όχι μόνον ως μία και μοναδική Ιστορία αλλά ως ιστορίες του σινεμά. Με άλλα λόγια, ως μια ακόμα "αφήγηση" πάνω στο ταξίδι των εικόνων.
Βέβαια, ο τίτλος υπονοεί και κάτι πολύ πιο βαρυσήμαντο: ότι μέσω αυτής της τέχνης διυλίζεται και η ιστορία του περασμένου αιώνα ή, καλύτερα, ότι το ίδιο το σινεμά είναι σε θέση να μιλήσει διεισδυτικότερα εν σχέσει με άλλες εκφράσεις για τα σύγχρονα γεγονότα, ως συνείδηση (ή μία από τις συνειδήσεις), αν θέλετε, της Ιστορίας. Γιατί, όπως λέει και ο κριτικός Γιούσεφ Ισαγκμπούρ στον ευφυή διάλογο που κάνει με τον Γκοντάρ, ο τελευταίος παρουσιάζει την Ιστορία του προηγούμενου αιώνα μέσα από μια συνθετική προοπτική, όπου ο κινηματογράφος παύει να είναι το διασκεδαστικό θέαμα, όπως γενικά θεωρείται ότι είναι, ή ένας ειδικός χώρος για σινεφίλ, και παρουσιάζεται όπως ακριβώς είναι: όχι απλά η μεγαλύτερη μορφή τέχνης του εικοστού αιώνα, αλλά το κέντρο του "που αγκαλιάζει την ανθρώπινη ολότητα αυτού του αιώνα, από τη φρίκη των καταστροφών του μέχρι τις απόπειρές του για λύτρωση μέσα από την τέχνη. Άρα πρόκειται για τον κινηματογράφο μέσα σε έναν αιώνα, και για έναν αιώνα μέσα στον κινηματογράφο..".
Γιατί ο κινηματογράφος συγκροτείται από μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Και αφού η δύναμή του κατέστησε τον ίδιο το κατασκευαστικό εργοστάσιο του αιώνα, ή κατέστησε "τον εικοστά αιώνα υπαρκτό", είναι τόσο σημαντικός όσο οποιοδήποτε άλλο ιστορικό γεγονός και μπορεί να πάρει θέση δίπλα σε αυτά τα γεγονότα από κάθε άποψη.
Ποιός άλλος εκτός από τον Γκοντάρ θα μπορούσε να σχολιάσει ευφάνταστα τη σχέση της ιστορίας του 20ού αιώνα και του κινηματογράφου; Νομίζω κανείς άλλος. Γιατί ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης που αντιμετώπισε τόσο ολιστικά την τέχνη της μεγάλης οθόνης: μέσα από τη ματιά του κοινωνιολόγου, του ιδεολόγου, του κριτικού, του σημειολόγου, του δημοσιολόγου, του ποιητή εν τέλει. Ο αιφνιδιαστικός αυτός άνθρωπος, που άρθρωσε κάποτε τη φράση "πρέπει να παραθέσουμε απέναντι στις θολές ιδέες την καθαρότητα της φαντασίας" (άσχετα εάν ως γνήσιος αναρχικός κάποτε την αρνήθηκε για να την ξανασυναντήσει αργότερα) και προσπάθησε να κάνει πράξη το νόημά της αλλά και αυτός που σε κάθε βήμα της πορείας του δεν έπαψε να θέτει υπό αμφισβήτηση τις βασικές αρχές του κινηματογράφου ως αληθινός αιρετικός της μορφής, ήταν ο μόνος κατάλληλος να καταδείξει τι προέκυψε από τη "συνομιλία" της οντότητας του μέσου με την ίδια την Ιστορία. Και για ποια Ιστορία μίλησε; Για εκείνη που γέννησε τα περισσότερα και πιο εσχατολογικά, ανατρεπτικά ρεύματα στην τέχνη, την ηθική, τη σκέψη και την πολιτική.
Μόνο ένας ιδιόρρυθμος ποιητής σαν τον Γκοντάρ, για τον οποίο η απτή πραγματικότητα είναι μια δεξαμενή παροχής ενός ιδιότυπου μίγματος ονειρικού/διανοητικού υλικού, θα ήταν σε θέση να σταθεί όχι μόνο απέναντι στα εξωτερικά γεγονότα αλλά να αναμειχθεί με την αντιφατικότητα και τη χαώδη, σε τελευταία ανάλυση, φύση της νεότατης Ιστορίας, προτείνοντας έναν μη παρατακτικό, μη αναπαραστατικό λόγο, συνδέοντας τις πιο προσωπικές εικόνες με τις συλλογικές.
Φυσικά -και ευτυχώς- ό,τι προσλαμβάνει ο Γκοντάρ ως σημαίνοντα σταθμό στην εξέλιξη του περασμένου αιώνα, στο δίπτυχο κινηματογράφος- Ιστορία, μορφοποιείται σε απίστευτες συνθέσεις: συνομιλίες και αλληλοδιεισδύσεις σημείων αμφοτέρων των πλευρών πάνω σε μια μουσική πλατφόρμα.
Μύθοι της Ιστορίας, μύθοι της σκέψης και του κινηματογράφου, συν η προσωπική μυθολογία ενός μεγάλου ανανεωτή της οθόνης: με αυτή τη σύγκλιση γεννιέται ο πιο ευφάνταστος, μέχρι σήμερα, χάρτης προσανατολισμού στα πεπραγμένα του περασμένου αιώνα, μέσα από τη συνάντηση φαντασμάτων. Του συλλογικού και ατομικού ασυνείδητου, όπως το αποτύπωσε η κάμερα με τις ελεύθερες και αιφνιδιαστικές συνθέσεις της.
Στην απύθμενη αυτή ταινία το βλέμμα του θεατή προς τις εικόνες διασταυρώνεται και αναλύεται ταυτόχρονα με το βλέμμα του αναγνώστη της Ιστορίας, μέσα από ψυχαναλυτικά, φιλοσοφικά και αισθητικά φίλτρα. Είναι τόσα τα επίπεδα ανάγνωσης αυτού του φρέσκο, που πολλές φορές νιώθεις να χάνεσαι μέσα στις εξακτινώσεις της προβληματικής τους.
Ο Γκοντάρ, γνήσιος εκπρόσωπος του γαλλικού αφοριστικού, αποφθεγματικού, ποιητικού και εν τέλει παρωδιακού πνεύματος, δεν ορρωδεί προ ουδενός σε αυτό το "σοβαρό" παιχνίδι με την τρομερή υπόθεση της αναπαράστασης, καθώς στοιχηματίζει ότι οι εμμονές του πάνω στην εικόνα (της Ιστορίας) μπορούν, αν όχι να πείσουν (τι σημαίνει άραγε η λέξη;), οπωσδήποτε να υποβάλλουν.
Θα είχε κανείς να προβάλει κάποιες αντιρρήσεις για την απόδοση στα ελληνικά κάποιων όρων, αλλά γενικά η μετάφραση των κειμένων (ανάμεσα στα οποία άνετα ξεχωρίζει η συζήτηση του Γκοντάρ με τον Γιούσεφ Ισακμπούρ) είναι ικανοποιητική.

Ο Τάσος Γουδέλης είναι πεζογράφος και κριτικός κινηματογράφου

Δεν υπάρχουν σχόλια: