ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ, Το δέντρο που έγνεθε τη βροχή και τραγουδούσε, εκδόσεις Ροές/Ποίηση, σελ. 87
Από τον τίτλο κιόλας, της ποιητικής συλλογής του Ηλία Κεφάλα, ο αναγνώστης προϊδεάζεται για την ατμόσφαιρα και τον σκηνικό διάκοσμο της έκτασης που καλείται να διανύσει∙ για τον προφανή αλλά και για τον υπόγειο -ποιητικά, συναισθηματικά και πνευματικά- δραστικό και κάποτε διαβρωτικό ρόλο της φύσης, στο σύνολό της, αλλά και των επιμέρους πτυχών και στοιχείων της, καθώς και για την αδιαμεσολάβητη σχέση που καλλιέργησε μ’ αυτήν -και με τις ποικίλες εκφάνσεις της- ο ποιητής. Ο προϊδεασμός αυτός όχι μόνον επαληθεύεται γρήγορα, αλλά και προσφέρει -στον αναγνώστη- την άκρη του νήματος, προκειμένου να φτάσει, με όση ασφάλεια επιτρέπουν οι συνθήκες στον χώρο της νεωτερικής ποίησης, στην αφετηρία της ποιητικά κινητήριας διαδικασίας∙ εκεί όπου συντε-λούνται οι σκοτεινές διεργασίες της γλώσσας και της γραφής, όπου οριστικοποιούνται, φωτίζονται και παγιώνονται, έστω προσωρινά και παίρνουν σχήμα οι μέχρι πρότινος διαχυμένες μορφές, δραστηριοποιούνται τα σύμβολα και γίνονται, περισσότερο ή λιγότερο, ερμηνεύσιμες οι αλληγορίες. Στη φύση, τη μόνη αδιάσειστη πραγματικότητα, ενδημούν μορφές, στάσεις και χειρονομίες αγαπημένων απόντων, οι οποίοι δηλώνουν την παρουσία τους με θροΐσματα και ανεπαίσθητα περάσματα σκιών στην καρδιά της νύχτας και της σιωπής, έχοντας αποστηθίσει τη γλώσσα του ανέμου, της βροχής, των φύλλων, του νερού και των ριζών. Σ’ αυτήν εναποθέτει τις ελπίδες του ο ποιητής -ελπίδες του παρόντος, αλλά και του εκτός των ορίων της ζωής μέλλοντός του-, προσδοκώντας τον θρίαμβο της σταθερότητας στην καρδιά των σταθερά επαναλαμβανόμενων αλλαγών της.
Η φύση, από τη μια μεριά, και από την άλλη η μνήμη αποτελούν τους βασικούς πόλους της οριοθέτησης του ποιητικού πεδίου, στο κέντρο του οποίου ο Ηλίας Κεφάλας αναπτύσσει την ποιητική του και καλλιεργεί την αισθαντικότητά του, ώστε να βρίσκεται σε κατάσταση ετοιμότητας, για τη στιγμή που θα αισθανθεί, στην ατμόσφαιρα, ψήγματα ποίησης ανταποκρινόμενα στην ενδιάθετη πρόθεσή του να δώσει λεκτική υπόσταση και διάσταση στη βαθιά του θλίψη. Πρώτα γιατί διακατέχεται από τη βεβαιότητα ότι η ποίηση είναι μία σκοτεινή ύπαρξη ή κατάσταση που υπάρχει ερήμην των ποιητών, προσφέροντάς τους -όχι πάντα υπό σαφείς και προδιαγεγραμμένες προϋποθέσεις- το πολυπόθητο καταφύγιο, και, ύστερα, επειδή, από πείρα, γνωρίζει ότι δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί ποιητικά, παρά μόνο σε περιόδους όπου η θλίψη διαστέλλεται και γίνεται υπέρογκη, επιβάλλοντάς του τη διοχέτευσή της στα κανάλια της γραφής∙ την αισθάνεται να έρχεται «με μυστικά φανάρια κάτω από τη γλώσσα», προετοιμάζοντάς τον για την επώδυνη και, συνάμα, ηδονόπαθη διαδικασία της μετάλλαξης της σιωπής σε λόγο.
Η φιλοσοφική -και απτική- θέαση του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου, σε συνδυασμό με μία, διδαγμένη από τη φύση, θυμοσοφική στάση ζωής, οδηγούν και βοηθούν το ποιητικό υποκείμενο σε μία σκηνογραφία του θανάτου, για την οποία, ως επί το πλείστον, χρησιμοποιεί υλικά του ονείρου, με συνέπεια, επάνω στη σκηνογραφημένη ποιητική έκταση όλα να είναι, έστω φευγαλέα, εφικτά. Οι απόντες υπάρχουν, κινούνται και συμπεριφέρονται ως εν-σαρκωμένα ονόματα∙ οι επιθυμίες, τροχιοδρομημένες στους οικείους δρόμους του ονείρου και με την καθοδηγητική δύναμη της φαντασίας, συμβάλλουν στην ενεργοποίηση και στην, εν μέρει, πραγματοποίηση του αδύνατου. Οπότε μπορεί κανείς να υπερβεί το εδώ και το τώρα, να πραγματοποιήσει περιηγήσεις στην άλλη μεριά του χρόνου, την τελεσίδικα σταματημένη-πετρωμένη, και να γίνει μάρτυρας εκτυφλωτικών θαυμάτων, υπερφυσικών σκηνών και φοβερών συναντήσεων, αποδεικτικών της επιμονής των αποδημησάντων να επιβάλουν τους δικούς τους ρυθμούς και τη δική τους τάξη στους εγκαταλελειμμένους επιζώντες. Κυρίως, να τους πείσουν για το πάντα ανοιχτό ενδεχόμενο της συνύπαρξης ή της αλληλοσυμπλήρωσης διαφορετικών, μεταξύ τους, κόσμων και πραγματικοτήτων στους κόλπους ενός άλλου, υ-πέρτατου κόσμου, που εκπροσωπείται, επί της γης, από την ακατάπαυστα και με διαφορετικό, κάθε φορά, τρόπο προσεγγιζόμενη και εξυμνούμενη φύση, η οποία, θα έ-λεγε κανείς ότι, πέρα από την εκμαυλιστική ομορφιά της, πρώτιστη μέριμνα έχει να υπενθυμίζει στον άνθρωπο ότι το είδωλο-ψέμα, που είναι η ψυχή του, αργά ή γρήγορα θα τον εγκαταλείψει και θα σβήσει «ίχνος της βροχής και της ομίχλης».
Με κυρίαρχα τα στοιχεία της φύσης, της θλίψης και της μνήμης, από την οποία συχνά αναδίδεται μια αίσθηση θαλπωρής των παιδικών χρόνων του ποιητή, παρέχεται -στον τελευταίο- η δυνατότητα, με την επιπρόσθετη βοήθεια μαλακτικών της ψυχής παλιών μύθων και θρύλων, να πραγματοποιεί σύντομες υπερβάσεις, να αισθάνεται ότι, διασπώντας τα περιοριστικά όρια του εγώ, αποκτά δυνατότητες αποδεσμευτικές από τη θνητή του φύση και να ταυ-τίζεται με το σύμπαν. Σ’ αυτήν την περίπτωση είναι που αντιστρέφεται η φυσική τάξη του κόσμου και όλοι οι τεθνεώτες απαρτίζουν έναν χορό πενθούντων τον δικό τους θάνατο, με κορυφαία ανάμεσά τους μία πάνσεπτη μορφή (της μητέρας;), εξαερωμένη και όμως απτή, πηγή θλίψης και όμως παρηγορητική, φευγαλέα κι όμως μονίμως παρούσα, απροσδιόριστη και όμως πάντα στο πλάι του δρώντος ποιητικού υποκειμένου, που παραμένει σταθερά υπάκουο στα σκοτεινά κελεύσματα των ωρών, των εποχών και της ηλικίας του, παρατηρώντας και καταγράφοντας αδιάλειπτα -έμπλεος νοσταλγίας και φόβου για τα περασμένα και τα επικείμενα- εικόνες, όπως αυτές «αντανακλώνται στην ίριδα της μνήμης», δηλωτικές της ακατάλυτης σχέσης του με ό,τι τον περιβάλλει και τον κανοναρχεί.
Στα ποιήματα της παρούσας συλλογής, ο Ηλίας Κεφάλας, ξεκινώντας από τη βεβαιότητα ότι, ως ποιητής, έχει τη δύναμη και την υποχρέωση να προσδώσει συνέχεια «σε κάθε τι οριστικά περαιωμένο», καθώς και με την πεποίθηση ότι, στη φύση, αλλά, κυρίως στο πεδίο της ποίησης, ακόμα και το πιο μαύρο μέσα στο μαύρο μπορεί και «διευθύνει όλες τις αναδύσεις των χρωμάτων», οδοιπορεί με εδραιωμένη μέσα του την αίσθηση της ματαιότητας των πάντων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μένει ασυγκίνητος στα φευγαλέα συντελούμενα μικρά ή μεγάλα θαύματα της φύσης, του πνεύματος, του σώματος και της ψυχής, που κάνουν απρόβλεπτα ορατές κάποιες μορφές ή εκδοχές της αιωνιότητας. Οδοιπορεί με διακαή πόθο της ερμηνεία της γραφής των μοναχικών οριζόντων, την ίδια στιγμή που στη μνήμη του καταυγάζουν, περισσότερο ή λιγότερο διακριτές, εικόνες του παρελθόντος, του παρόντος και, κάποτε, δια της εις άτοπον απαγωγής, του μέλλοντός του. Γι’ αυτό και τα ποιήματά του είναι, στην πλειονότητά τους, δραστικά μείγματα ανάμνησης, νοσταλγίας, πικρίας, θλίψης, αλλά και ελπίδας.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου