24/9/10

Θεωρία της λογοτεχνίας εφαρμοσμένη

ΤΗΣ ΜΥΡΤΩΣ ΧΑΤΖΗ

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ Γ. ΤΣΟΥΠΡΟΥ, Το παρακείμενο και η …–(δια)κειμενικότητα ως σχόλιο στο πεζογραφικό έργο του Τάσου Αθανασιάδη (και στα 21 εγκιβωτισμένα ποιήματα του πεζογράφου), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, σελ. 920

Σύμφωνα και με όσα γράφει σε ένα δοκίμιό του ο Νάνος Βαλαωρίτης, η «διαφάνεια» του ρεαλισμού είναι μια παγίδα, η παγίδα «της επίπεδης γλώσσας που στερείται κάθε γοητείας». Στις περιπτώσεις αυτές του «διάφανου» ρεαλισμού δεν παράγονται έργα πρωτότυπα, καθώς αυτά τα τελευταία απαιτούν, κατ’ αρχάς, ιδιαίτερη επεξεργασία του ύφους. Όσον αφορά στο πεζογραφικό έργο του Τάσου Αθανασιάδη, πάντως, η Κριτική έχει αποφανθεί από τα πρώτα κιόλας έργα του (θυμάμαι, για παράδειγμα, ένα σχόλιο του Μπάμπη Κλάρα για τα «πρότυπα ύφους» που κατασφαλίζουν «την αισθητική αξία της Μάρμως Πανθέου») ότι αυτά διαθέτουν ιδιαίτερο ύφος, αναγνωρίσιμο, που μαρτυρεί σημαντικό συγγραφικό μόχθο και επιμέλεια. Ωστόσο, ο Τάσος Αθανασιάδης αποφεύγει την παγίδα της διαφάνειας και μέσω της έκφρασης υποκειμενικών πραγματικοτήτων, κάτι που γενικώς του αμφισβητήθηκε ή ακόμα του αμφισβητείται, καθώς επικρατεί η αντίληψη ότι, στις μυθιστορηματικές τοιχογραφίες του κυρίως, απλώς περιγράφει γεγονότα ή εκθέτει ιδέες, κρυμμένος καλά πίσω από τους πειστικά πλασμένους, τις περισσότερες φορές, ήρωές του. Η έρευνα αυτή της Σταυρούλας Τσούπρου έρχεται να αποδείξει ότι ο συγγραφέας Αθανασιάδης είναι παρών παντού, τόσο εντός του συγκειμένου όσο και στα παρακειμενικά όριά του· πρόκειται για μια αποκάλυψη που προφανώς δεν κομίζει γλαύκα στον λογοτεχνικό χώρο, μιας και είναι γνωστό ότι, έτσι κι αλλιώς, η τέλεια απόκρυψη του δημιουργού δεν είναι εφικτή, ξαφνιάζει όμως, αναμφίβολα, όσους προσπερνούν το έργο του Αθανασιάδη ως εύκολο, γραμμικά ερμηνεύσιμο ή απλό. Σε τέτοιες περιστάσεις η μελέτη του Παρακειμένου ως ερευνητική μέθοδος οδηγεί, βέβαια, σε εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα, ενώ, από την άλλη πλευρά, η μελέτη της εσωτερικής διακειμενικότητας αποδεικνύει το άρρηκτον του δεσμού δημιουργός–κείμενο, που μόνο στη θεωρία τελικά φάνηκε να διαρρηγνύεται.
Ξεκινώντας από το Παρακείμενο, ας πάρουμε για παράδειγμα τον τίτλο Οι Φρουροί της Αχαΐας, σε συνδυασμό με το μότο του που έχει αντληθεί από το Συμπόσιον του Πλάτωνα και μιλά για τη δύναμη του έρωτα. Λαμβάνοντας κανείς υπ’ όψιν από κοινού αυτά τα δύο παρακειμενικά στοιχεία και ερμηνεύοντάς τα με βάση τους αντίστοιχους κειμενικούς δείκτες, κρατά την ίδια στιγμή το κλειδί που οδηγεί στις δύο οπτικές γωνίες οι οποίες φωτίζουν το συγκεκριμένο μυθοπλαστικό σύμπαν: τη σατιρική οπτική γωνία, καθώς ο φερώνυμος σύλλογος, συνεργάτης της Χούντας, σατιρίζεται σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, και την οπτική γωνία που εστιάζει στη δυναμική του ερωτικού στοιχείου, το οποίο μπορεί να ανατρέψει τα πάντα στη ζωή του ανθρώπου. Επιπλέον, η παραδειγματική ανάλυση που έχει γίνει στους τίτλους των κεφαλαίων του συγκεκριμένου μυθιστορήματος δείχνει πως τίτλοι που δεν είναι παρά ελάχιστα καταδηλωτικοί μπορούν, αν ερμηνευτούν με βάση τα σημεία εντοπισμού τους εντός του συγκειμένου, να υφάνουν τελικά τον νοηματικό ιστό του έργου. Το γενεαλογικό δέντρο του μυθιστορήματος αυτού δίνει, επίσης, μια ανάγλυφη εικόνα τού πώς ένα ουδέτερο, απογυμνωμένο από κάθε έξωθεν νοηματοδότηση στοιχείο, όπως είναι το γενεαλογικό δέντρο, μπορεί να σημάνει πράγματα για τον μυθοπλαστικό κόσμο. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το αντίστοιχο παράδειγμα από τους Τελευταίους Εγγονούς, όπου το Δέντρο έχει διαμελιστεί σε βιογραφικά σημειώματα, ενδεικτικά της αποξένωσης των μελών της οικογένειας στον σύγχρονο κόσμο. Οι Υποσημειώσεις που εντοπίζονται στο ίδιο αυτό μυθιστόρημα συνιστούν φορείς της αυτοαναφορικότητας του Αθανασιάδη, ενώ τα αντίστοιχα αποσπάσματα του συγκειμένου, όπου βλέπουμε να συγκεντρώνονται ήρωες από 4 διαφορετικά μυθιστορήματα, μαρτυρούν έναν ενσυνείδητο αφηγητή, που λίγο θυμίζει τον εύκολο και γραμμικό Αθανασιάδη της καθιερωμένης αντίληψης. Αν, ωστόσο, αυτή η υπερβατική συνάντηση των ηρώων θεωρηθεί μια έμπνευση της στιγμής χωρίς προηγούμενο και χωρίς συνέχεια, η κυκλοφορία των διακειμένων στο έργο τού Αθανασιάδη (και περνάμε εδώ στο δεύτερο μέρος της έρευνας) είναι συνειδητή, συστηματική και συνεπής, από την αρχή μέχρι το τέλος της συγγραφικής του σταδιοδρομίας. Η παρακολούθηση από την ερευνήτρια αυτής της ανακύκλωσης των διακειμένων, είτε αυτογραφικών είτε αλλογραφικών, της επιτρέπει να συγκροτήσει ψηφίδα ψηφίδα τον πνευματικό και ψυχικό κόσμο του δημιουργού, μειώνοντας στο ελάχιστο την πιθανότητα λάθους.
Πολλοί κριτικοί θεωρούν ότι όσον αφορά στη Διακειμενικότητα, και άρα και στην εσωδιακειμενικότητα (όρος που εισηγείται η Τσούπρου εδώ για να ορίσει την κυκλοφορία των διακειμένων που προέρχονται από ξένους/άλλους συγγραφείς, είτε αυτοδιακειμενικά (δηλαδή σε έργα του ίδιου γένους) είτε ομοδιακειμενικά (δηλαδή σε έργα διαφορετικού γένους, του Αθανασιάδη)), δεν μπορούμε ή και δεν μας ενδιαφέρει να ορίσουμε την πηγή του διακειμένου. Υπάρχουν όμως φορές, όπως είναι η περίπτωση των γονο-κειμένων, δηλαδή των κειμένων-μήτρες, όπου ο εντοπισμός της πηγής, δηλαδή της αρχικής παρουσίας ενός χωρίου, το οποίο συχνά αποτελεί αυτοτελές κείμενο, είναι και εφικτός και χρήσιμος. Τέτοια είναι η περίπτωση του δοκιμίου Αποστασία, που εκδόθηκε αυτοτελώς από τον Τάσο Αθανασιάδη το 1945. Στο δοκίμιο αυτό περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και μεγάλα αποσπάσματα που “μεταφυτεύτηκαν” αργότερα σε μια σειρά από έργα. Η μελέτη των διαφορετικών χρήσεων που έγιναν από τον συγγραφέα οδηγεί σε διαφορετικές ερμηνείες την ερευνήτρια, ενώ η εμμονή σε παρόμοιες χρήσεις από τον συγγραφέα οδηγεί και πάλι την ερευνήτρια σε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα. Γενικά, η επίμονη ανακύκλωση των διακειμένων πείθει ότι αποτυπώνει την αλήθεια για τον συγγραφέα σε ό,τι αφορά στον ίδιο και το έργο του· καθώς, όπως λέει και ο Jean Ricardou, ο συγγραφέας είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του έργου του.
Επιχειρήσαμε παραπάνω να δείξουμε με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο το αντικείμενο του ογκώδους αυτού επιστημονικού συγγράμματος, επιλέγοντας κάποια επιμέρους παραδείγματα. Όπως είναι φανερό και από τον τίτλο της, η παρούσα επεξεργασμένη μορφή της Διατριβής της Σταυρούλας Τσούπρου εστιάζει στο Σχόλιο του συγγραφέα, έτσι όπως αυτό αποτυπώνεται μέσω του εννοούμενου συγγραφέα/αφηγητή, τόσο στα παντός είδους οριακά σημεία τού κυρίως κειμένου όσο και εντός αυτού. Στο πρώτο μέρος τής έρευνας, Το Παρακείμενο, η ερευνήτρια βασίζεται κυρίως, μεταξύ πολλών άλλων επιμέρους μελετών (η Βιβλιογραφία εκτείνεται σε 25 πυκνογραμμένες σελίδες), στα θεμελιώδη θεωρητικά έργα τού Gérard Genette και του Leo Hoek, που αποδεικνύουν ότι το Παρακείμενο βαίνει παράλληλα και ισότιμα, από τη δική του θέση, με το συγκείμενο και δεν είναι απλώς ένα βοηθητικό εξάρτημά του. Στο δεύτερο μέρος της έρευνας, αυτό που εστιάζει στην ποικίλη, όπως φαίνεται και από τα διαφορετικά προθήματα, κειμενικότητα, η Τσούπρου συνδύασε παλαιότερες και νεότερες θεωρητικές παρεμβάσεις, όπως αυτές της Rimmon Kennan, του Jean Ricardou, του Γρηγόρη Πασχαλίδη, ενώ στην πορεία τής έρευνας πρόσθεσε, όπως είδαμε, και την προσωπική της συμβολή στο θεωρητικό ερμηνευτικό σχήμα. Το πρώτο μέρος αρθρώνεται σε 7 Κεφάλαια που αντιστοιχούν στις 7 διαφορετικές παρακειμενικές ζώνες που μελετώνται: «Η σελίδα του τίτλου και οι περί αυτήν», «Οι τίτλοι των μυθιστορημάτων» (πρόκειται εδώ για μία σημαντική κατάθεση στον χώρο της Θεωρίας της Λογοτεχνίας, καθώς, στην αρκετά εκτενή «Εισαγωγή» του κεφαλαίου, αξιοποιείται η ξενόγλωσση και ελληνόγλωσση σχετική βιβλιογραφία για να κατασκευαστεί ένα ερμηνευτικό σχήμα με δυνατότητες ευρείας εφαρμογής, τόσο στο Μυθιστόρημα όσο και στο Διήγημα (όπως φαίνεται και στο «Παράρτημα 1»)), «Τα γενεαλογικά δέντρα», «Τα μότο», «Οι αφιερώσεις», «Οι τίτλοι των κεφαλαίων» (εδώ λαμβάνεται υπ’ όψιν και η σχετική θεωρητική συμβολή τού F.K. Stanzel), «Οι Υποσημειώσεις» – από εδώ γίνεται ομαλά η μετάβαση στο δεύτερο μέρος τής Διατριβής, καθώς κάποιες από τις μυθιστορηματικές Υποσημειώσεις τού Αθανασιάδη μπορούν να χρησιμεύσουν ως οδηγός ανίχνευσης της αυτοδιακειμενικότητας στο έργο του. Το δεύτερο μέρος αποτελείται από ένα μόνο κεφάλαιο, το όγδοο κατά σειράν, και από ένα εκτενές Παράρτημα, το «Παράρτημα 2», που αναφέρεται στα ποιήματα του Αθανασιάδη. Να πούμε εδώ ότι η Τσούπρου είναι πιθανότατα η πρώτη που εφαρμόζει στην πράξη, και μάλιστα σε ένα πολύ ευρύ υλικό, την διάκριση σε αυτοδιακειμενικές και ομοδιακειμενικές σχέσεις, ενώ, επίσης, μεταφράζει στα ελληνικά και χρησιμοποιεί τον πίνακα του Dällenbach για την αυτοκειμενικότητα, η οποία περιγράφει το σύνολο των δυνατών σχέσεων ενός κειμένου με τον εαυτό του. Τέλος, στο «Παράρτημα 2» αναδεικνύει, και στη συνέχεια αναλύει ως αυτόνομα, αλλά ταυτόχρονα και αναπόσπαστα μέρη του συνόλου, τα εγκιβωτισμένα στη μυθοπλασία ποιήματα του Αθανασιάδη. Πρόκειται για μια πρωτότυπη αντιμετώπιση των ποιητικών εκδηλώσεων ενός πεζογράφου που περιορίστηκε στο να εντάξει τα ευάριθμα ποιήματά του αποκλειστικά στο συγκείμενο των μυθιστορημάτων του. Το πεδίο φυσικά που προσφερόταν εδώ για τη μελέτη των διακειμένων ήταν εξαιρετικό, καθώς μάλιστα αρκετοί στίχοι ποιημάτων είχαν ήδη εντοπιστεί ή εντοπίστηκαν εκ των υστέρων εκτός των ορίων των ποιημάτων όπου ανήκουν.
Η παρούσα εργασία δεν αποτελεί μόνο την πρώτη ολοκληρωμένη επιστημονική μελέτη για το έργο του Αθανασιάδη, αλλά θεωρώ πως αποτελεί και εργαλείο, τόσο για εκείνον που θα θελήσει να μελετήσει το Παρακείμενο ενός πεζογραφικού έργου, όσο και για εκείνον που θα ενδιαφερθεί για τις επιμέρους κατηγορίες τής Διακειμενικότητας και το πώς αυτές μπορούν να μελετηθούν στο πλαίσιο του έργου ενός συγγραφέα. Συμβάλλει, δε, στον εμπλουτισμό της ελληνικής κριτικής βιβλιογραφίας, με την πρακτική, συνδυαστική αξιοποίηση αλλά και τη διεύρυνση και την περαιτέρω επεξεργασία θεωρητικών ερμηνευτικών σχημάτων, που έχουν αναπτυχθεί στο παλαιότερο αλλά και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν.
Τελικά, το συγγραφικό Σχόλιο, όπως προκύπτει εδώ από τη μελέτη τόσο του Παρακειμένου όσο και της περιορισμένης Διακειμενικότητας, αποτελεί την «ουσία» της «Καλλιτεχνικής δημιουργίας», με την έννοια που της έδινε στο ομώνυμο δοκίμιό του ο Πωλ Βαλερύ, δηλαδή, την έννοια των γενικών μα ταυτόχρονα και υποκειμενικών αντιλήψεων· και αυτό, βέβαια, δεν ισχύει μόνον για την περίπτωση του συγγραφέα Τάσου Αθανασιάδη.

Η Μυρτώ Χατζή είναι διδάκτωρ Φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: