7/8/10

Φιλοσοφικό δοκίμιο

Το Καστοριαδικό πρόταγμα
Η φαντασιακή εκδοχή και η βλέψη εκείνου που υπάρχει

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης αποφαίνεται: "Από μια έσχατη οπτική γωνία, το ερώτημα: 'Σ' αυτό που γνωρίζουμε, τι προέρχεται από τον παρατηρητή (από εμάς) και τι προέρχεται απ' αυτό-που-είναι;', το ερώτημα αυτό είναι, και θα μείνει για πάντα, μη αποφασίσιμο"1. Θα επιχειρήσω εδώ να διερευνήσω το μη αποφασίσιμο του ερωτήματος, από τη σκοπιά αυτού-που-είναι και τη διερώτηση: τι είναι αυτό-που-είναι όταν θεωρείται υπό το πόρισμα της φαντασιακής διάστασης; Θέλω να πω, υπό το πρίσμα μιας δημιουργίας μορφών που εκπορεύονται από τον παρατηρητή (από εμάς), κατά τρόπο ώστε η διερώτηση περί αυτού-που-είναι να μετατρέπεται στη διερώτηση: πως πρέπει να είναι αυτό-που-είναι, ώστε να ανατρέπει αυτό-που-είναι μέσα από την πολυπλοκότητα των σημασιακών σχέσεων μεταξύ αυτού-που-είναι και αυτού που πρέπει να είναι, ώστε να πληρούται η επιθυμία της επαναανακάλυψης, στο πεδίο της φαντασιακής διάστασης, αυτού-που-αλλιώς-είναι, ήτοι αυτού-που-αλλιώς-γνωρίζουμε.
Αφετηριακό σημείο στη διερεύνηση αυτή θεωρώ ότι μπορεί να αποτελέσει μια κομβική απόφανση του Καστοριάδη: "Υπάρχει [...] μια ωφέλιμη και μεστή νοήματος έρευνα [...] γύρω από το ερώτημα: Τι υπήρχε μέσα στο ‘παλιό’ που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο ‘προετοίμαζε το καινούργιο’ ή αναφερόταν σ' αυτό; Κι εδώ ακόμη όμως, η αρχή του ‘κλεισίματος’ παρεμβαίνει μ' όλο της το βάρος. Για να το πούμε με συντομία: το παλιό εισέρχεται στο καινούργιο με τη σημασία που του δίνει το καινούργιο και δεν θα μπορούσε να εισέλθει σ' αυτό μ' άλλον τρόπο"2.
Αυτό που πρόκειται να με απασχολήσει είναι οι οιονεί αιτιακές συνάφειες της καστοριαδικής απόφασης με τις εικόνες του πραγματικού, αλλά όχι ακόμη υπαρκτού, οι οποίες παρεμβαίνουν κατά τρόπο ώστε η σημασία του καινούργιου να ενθηκεύεται μέσα στο παλιό, μέσω της φαντασιακής διάστασης και της συνέργειάς της στη δημιουργία του πλέγματος των σημασιών που μεταβάλλει αυτό-που-είναι (το παλιό) σε αυτό που πρέπει-να-είναι (στο καινούργιο) με μια διαδικασία διαρκούς μορφοποίησης.
Οι φαντασιακές εικόνες, στις οποίες αναφέρομαι, είναι εκείνες που υποκινούνται από την υπερπροσωπική επιθυμία, εις τρόπον, ώστε το κοινωνικό-ιστορικό να υλοποιείται "κάθε φορά, μέσω άλλων μορφών, από τις οποίες η κάθε μια ενσαρκώνει μια δημιουργία, ένα καινούργιο είδος κοινωνία", κατά το καστοριαδικό πρόταγμα3. Είναι μάλιστα αυτές οι φαντασιακές εικόνες που συνιστούν το, κατά τον Καστοριάδη, ριζικό φαντασιακό, ως θεσμίζον φαντασιακό μέσω του πλέγματος των σημασιών οι οποίες είναι υπερπροσωπικές, ήτοι συλλογικές και ανώνυμες, και με τη μορφή αυτή προσδιορίζουν την παράσταση του κοινωνικού, δηλαδή τη θεσμισμένη μορφή τόσο αυτού-που-είναι όσο και κυρίως αυτού-που-πρέπει-να-είναι. Η μετάβαση λοιπόν από το παλιό στο καινούργιο είναι ο σκοπός του πλέγματος των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, η vis formandi ενός χώρου "δημιουργημένου" από τη σημασία και "υλοποιημένου" μέσω μορφών δημιουργίας. Ή, όπως το θέτει ο Καστοριάδης, "η δημιουργία [...] ως έργο του κοινωνικού φαντασιακού της θεσμίζουσας κοινωνίας [...] είναι ο τρόπος του Είναι του κοινωνικού-ιστορικού πεδίου μέσω του οποίου το πεδίο αυτό είναι"4.
Στο κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα, θα επιχειρήσω να μεταθέσω τη συζήτηση σε ένα διαφορετικό πεδίο, το οποίο μολονότι φαίνεται να μην άσκησε έστω και έμμεση επιρροή στις καστοριαδικές συλλήψεις περί του φαντασιακού, εν τούτοις, κατά την αντίληψή μου, συνδέεται στενά με τις συλλήψεις αυτές, μέσω μιας ισχυρής συνάφειας, η οποία μπορεί να εμπλουτίσει τη φαντασιακή διάσταση της μετάβασης από το παλιό στο καινούργιο, δηλαδή τον τρόπο του Είναι του κοινωνικού-ιστορικού πεδίου ως πλέγματος φαντασιακών σημασιών. Θα επικαλεσθώ τον Martin Buder, προκειμένου να θέσω τις προϋποθέσεις της συνάφειας. Το φαντασιακό, αποφαίνεται ο Buder, "δεν πλανάται αορίστως στον αέρα, δεν πηγαίνει όπου φυσάει ο άνεμος, αλλά εστιάζεται σταθερά σε κάτι το πρωταρχικό και πρωτότυπο, που πρόκειται να κτίσει∙ και τούτο το πρωταρχικό είναι μια επιθυμία. Η ουτοπική εικόνα είναι η εικόνα του τι ’πρέπει να υπάρχει’ [...]. Η βλέψη "εκείνου που πρέπει να υπάρχει’, κι αν ακόμη φαίνεται ανεξάρτητη από την προσωπική επιθυμία, είναι αδιαχώριστη από μια κριτική και θεμελιώδη σχέση με την κρατούσα κατάσταση της ανθρωπότητας»5.
Η πρώτη συνάφεια μεταξύ του καστοριαδικού προτάγματος της φαντασιακής διάστασης και της μπουμπεριανής ουτοπικής-φαντασιακής εικόνας είναι μια συνάντηση στο πεδίο όπου εκδιπλώνεται η ιδέα της δημιουργίας στον "πρωτογενή" της κύκλο. Η μπουμπεριανή ουτοπική-φαντασιακή εικόνα εστιάζεται στην επιθυμία να "κτίσει κάτι" μέσω ενός πλέγματος κοινωνικών σημασιών και σε απόλυτη συνέργεια "με δυνάμεις που λανθάνουν στα βάθη της πραγματικότητας"6. Η βλέψη του πώς πρέπει να είναι αυτό-που-είναι προβάλλεται εδώ στην επιθυμία της ορθότητας του τόπου, ως ένα εν δυνάμει του τόπου και ως "ξεδίπλωμα" μέσα σε "ένα πραγματικό μονοπάτι που ξεκινά από το παρόν"7, ήτοι από αυτό-που-είναι. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για μια εκδοχή ενός ανωνύμου συλλογικού θεσμίζοντος, το οποίο θεσμίζει φαντασιακά, αφού συνεργάζεται με λανθάνουσες δυνάμεις του κοινωνικού-ιστορικού, προσανατολίζοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, το πράττειν μέσω μορφών δημιουργίας.
Είναι πρόδηλο, κατά τη γνώμη μου, ότι ο καταγωγικός χώρος της ουτοπικής-φαντασιακής εικόνας του Buder ανιχνεύεται όχι μόνον στο βιβλικό του συν-κείμενου αλλά εξίσου και στο ρομαντικό πρόταγμα του φαντασιακού ως τις vis formandi της δημιουργίας μορφών του πραγματικού, μορφών οι οποίες αναδύονται οιονεί αιτιακά από τη συνέργεια των λανθανουσών δυνάμεων που ενοικούν την πραγματικότητα, προκειμένου κάτι να "κτισθεί", ήτοι κάτι να θεσμισθεί, μέσα στον κόσμο και προς χάριν του κόσμου. Άρα η ουτοπική-φαντασιακή εικόνα είναι στην ουσία της και εδώ θεσμίζουσα, με την έννοια που της αποδίδει η ρομαντική πρωτογενής φαντασία, προκειμένου να δεχθεί τι είναι "πραγματικά πραγματικό", δηλαδή "βασική ουσία της ανθρώπινης εμπειρίας [και] πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα", για να χρησιμοποιήσω μια διατύπωση του B.L. Brett8.
Έχω τη γνώμη, ότι ο ρομαντικός τόπος της ελπιζόμενης πραγματικότητας διά μέσου της δημιουργικής δύναμης του φαντασιακού θεσμίζοντος είναι κοινός στο καστοριαδικό πρόταγμα και στη μπουμπεριανή εναίσθηση του ξεδιπλώματος των λανθανουσών δυνάμεων του κοινωνικού-ιστορικού. Ο κοινός αυτός τόπος συγκροτεί μια δεύτερη συνάφεια, η οποία ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να παραβλεφθεί.
Εξάλλου, η πρωτοτυπία, την οποία αξιώνει η μπουμπεριανή ουτοπική-φαντασιακή εικόνα, προκειμένου να αναδυθεί ως μορφή δημιουργίας και να "κτίσει" μέσα στο παρόν, ακολουθώντας τον "πρωτογενή" της κύκλο, διόλου δεν διαφέρει από την ex nihilo δημιουργία του ρομαντικού φαντασιακού, όπως και από την ex nihilo δημιουργία του καστοριαδικού προτάγματος, αφού προϋποθέτει μια κριτική και θεμελιώδη σχέση με την κρατούσα κατάσταση του κοινωνικού-ιστορικού. Θα πρέπει να προστεθεί, βέβαια, η προφητική καταγωγική περιοχή της μπουμπεριανής ουτοπίας, ξένης ως προς την καστοριαδική αντίληψη, η οποία, ωστόσο, συνάδει απόλυτα με τη ρομαντική Weltanschauung και τη ριζοσπαστική αντίληψη της φαντασίας ως ορμητηρίου αυτού-που-πρέπει-να-είναι σε αντιδιαστολή προς αυτό-που-είναι, μέσα στα μονοπάτια του κοινωνικού-ιστορικού.
Ως προς τη δεύτερη συνάφεια, μεταξύ καστοριαδικού προτάγματος και μπουμπεριανής ουτοπικής-φαντασιακής εικόνισης, θα επικαλεσθώ μια χαρακτηριστική απόφανση του Καστοριάδη: "Δεν υπάρχει δυνατότητα", γράφει, "να καταλάβουμε την προβληματική της παράστασης, αν αναζητήσουμε την προέλευσή της έξω από την ίδια. Η ψυχή είναι βέβαια [...] ικανότητα να πάσχει από κάτι∙ αλλά είναι επίσης [...] ανάδυση της παράστασης ως τρόπος του είναι απερίσταλτος και μοναδικός και ως οργάνωση ενός πράγματος μέσα και χάρη στην εικόνιση ή εικονοθεσία του. Η ψυχή είναι κάτι που μορφώνει που δεν υπάρχει παρά μέσα και χάρη σ' αυτό που μορφώνει και όπως το μορφώνει∙ είναι Bildung και Ein bildung -μόρφωση και φαντασία-, είναι ριζική φαντασία που προκαλεί την ανάδυση μιας 'πρώτης' παράστασης από ένα τίποτα παράστασης, δηλαδή από το τίποτα. Δεν μπορεί να υπάρξει ψυχική ζωή, αν η ψυχή δεν είναι πρωταρχική ικανότητα που προκαλεί την ανάδυση παραστάσεων, και 'αρχικά' μιας 'πρώτης' παράστασης"9.
Έχω την εντύπωση, ότι οι δύο διαστάσεις της φαντασιακής εκδοχής, που εν συντομία επιχείρησα να παρουσιάσω εδώ, βρίσκονται εν παραλληλία "καθ' οδόν" προς το κοινωνικό-ιστορικό, και πάντως πρόκειται για δύο εικονοθεσίες οι οποίες, καθώς πιστεύω, δρουν συμπληρωματικά, προκειμένου να διαυγάσουν το κρίσιμο ζήτημα της "πρώτης" παράστασης και έτσι να ιχνογραφήσουν τον τρόπο του Είναι του κοινωνικού-ιστορικού, μέσω δημιουργίας μορφών της Ein bildung. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, έχω την πεποίθηση ότι το μη αποφασίσιμο της καστοριαδικής πρότασης διευκολύνεται αρκετά ως προς την ανάλυση των όρων του, τουλάχιστον οσάκις αναζητούμε τη φαντασία ως θεσμίζουσα αυτό–που-πρέπει-να-είναι, ενθηκεύοντας ταυτόχρονα μέσα του αυτό-που-είναι χάρη σ' αυτό που τελικά μορφώνει και με τον τρόπο με τον οποίο το μορφώνει. Διότι, τελικά, για να χρησιμοποιήσω μιαν άλλη καστοριαδική διατύπωση, "είναι επειδή υπάρχει μια ριζική 'φαντασία' και μια φαντασία θεσμίζουσα που υπάρχει για μας πράγματι 'πραγματικότητα' και τέτοια ‘πραγματικότητα’"10.
Κατά συνέπεια, προκύπτει ένας ανοιχτός χώρος μέσα στον οποίο αυτό-που-είναι μορφώνεται φαντασιακά σε αυτό-που-αλλιώς-είναι με την προοπτική του μην-είναι-ακόμη, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Erust Block∙ μια προοπτική εικονοθεσίας η οποία επικαλείται το φαντασιακό θεσμίζον και το απελευθερώνει μέσω μιας αναστοχαστικής διαδικασίας, υπερπροσωπικής και εξάπαντος κριτικής προς την κρατούσα κατάσταση του κοινωνικού-ιστορικού. Όπως διατείνεται ο Καστοριάδης: «...Πρέπει να μπορούμε να φανταζόμαστε άλλο πράγμα απ' αυτό-που-είναι για να μπορούμε να θέλουμε∙ και πρέπει να θέλουμε άλλο πράγμα απ' αυτό-που-είναι για να ελευθερώσουμε τη φαντασία. Η αναλυτική πρακτική, όπως και η κοινή εμπειρία, το δείχνουν συνεχώς: όταν δεν θέλουμε άλλο πράγμα από αυτό-που-είναι η φαντασία αναστέλλεται ή απωθείται, εκπροσωπεί μόνον τη διηνεκή συνέχιση αυτού-που-είναι"11.
Δεν θα ήταν διόλου υπερβολικό να συμπεράνουμε από το χωρίο αυτό ότι η επιθυμία, την οποία ο Buder ορίζει ως συστατικό-ιδρυτικό όρο της ουτοπικής-φαντασιακής εικονοθεσίας, αν όχι ταυτίζεται πάντως συνάδει ασφαλώς με τη θέληση της επιθυμίας ενός άλλου πράγματος απ' αυτό-που-είναι, προκειμένου να ελευθερωθεί η φαντασία∙ και μάλιστα κατά τρόπο ώστε η έλλειψη αυτής της επιθυμίας να μην μπορεί παρά να οδηγεί στη "διηνεκή συνέχιση αυτού-που-είναι", ήτοι στο μη πράττειν και στην τυφλότητα έναντι των λανθανουσών δυνάμεων και πιθανοτήτων του κοινωνικού-ιστορικού, τις οποίες μόνον η φαντασία είναι εις θέσιν να φανερώσει.
Όπως και να έχει, η φαντασιακή εικονοθεσία αυτού-που-αλλιώς-είναι εδραιώνει την ενδεχομενικότητα της μη ταυτότητας αυτού-που-είναι, οπότε η δυνατότητα να θέλουμε άλλο πράγμα από αυτό-που-είναι από τη μια μεριά περικλείει τον κόσμο "όπως μπορεί να είναι" και από την άλλη φανερώνει την προοπτική ενός κόσμου ο οποίος, θραύοντος τις φραγές της ταυτότητας, διανοίγεται στο πέλαγος της ενδεχομενικότητας αυτού-που-πρέπει-να-είναι.

1. Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του Ανθρώπου, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1995, σ. 113
2. ό.π., σ. 125
3. ό.π., σ. 124
4. ό.π., σ. 125
5. Martin Buder, Μονοπάτια στην Ουτοπία, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Αθήνα 2000, σ. 18
6. ό.π., σ. 19
7. ό.π., σ. 19
8. R.L. Brett, Φαντασίωση και Φαντασία, μτφρ. Ιουλιέττα Ράλλη και Καίτη Χατζηδήμου, Ερμής, Αθήνα 1973, σ. 60
9. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μτφρ. Σωτήρης Χαλκιάς, Γιούλη Σπαντιδάκη, Κώστας Σπαντιδάκης, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1981, σ. 400
10. Cornelius Castoriadis, Fait et a Farme, Seuil, Παρίσι 1997, σ. 228
11. Κορνήλιος Καστοριάδης: Ο θρυμματισμένος κόσμος, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Κώστας Σπαντιδάκης, Ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1992, σ. 200

Δεν υπάρχουν σχόλια: