7/8/10

Μια νέα τροπή της κυπριακής ποίησης

ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΑΚΗΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ, Τα στοιχειώδη, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 45
«Το θέμα δεν είναι η ανάπτυξη ποιητικής ιδεολογίας (αυτό είναι εύκολο)/ Το θέμα είναι η ανάπτυξη ποιητικής διανοίας (αυτό είναι δύσκολο)». Η παράφραση των στίχων του Ν. Καρούζου αποδίδει –έστω και αφοριστικά– την εξέλιξη της ποιητικής τέχνης στην Κύπρο, τουλάχιστον από την τουρκική εισβολή του 1974 και ύστερα. Αποφεύγω τη χρήση του όρου «κυπριακή ποίηση»: κατ’ αρχάς, διότι η κυρίαρχη τάση των Κύπριων ποιητών να μιλήσουν στη μητροπολιτική λαλιά του αθηναϊκού «λογοτεχνικού κέντρου» έχει εξαλείψει συντριπτικά την ιδιοφωνία που εκφέρεται στην καθημερινή συναλλαγή της κοινωνικής ζωής του νησιού. Το γεγονός δεν αξιολογείται απαραίτητα με θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Είναι, όμως, βέβαιο πως η διαμόρφωση μιας ξεχωριστής κυπριακής λογοτεχνικής σχολής αξιώνει τον παραδειγματικό και συνταγματικό άξονα των ποιητικών κειμένων εντός της γλώσσας, και όχι εντός του κοινού ιστορικού τραύματος που δοκίμασαν –ή κληρονόμησαν– οι σύγχρονοι ελληνόφωνοι Κύπριοι ποιητές. Διότι, σε αυτό το ενδεχόμενο, ο προσδιορισμός «κυπριακή ποίηση» βρίσκει καταφύγιο μόνο σε επίπεδο βραβεύσεων –που απορρέουν από την κρατική υπόσταση του νησιού–, ενώ συγχρόνως συμβάλλει στη γραμματολογική ομαδοποίηση λογοτεχνών με διαβατήριο από την ίδια πολιτειακή αρχή, διευκολύνοντας ανθολόγους, φιλόλογους και ερευνητές στο μάλλον περιττό κομμάτι του έργο τους• και τότε, η πλέον χρηστική αξία του εν λόγω όρου περιορίζεται στον τομέα της βιβλιοθηκονομίας.
Επιπλέον, και υπό την ιδιότητα του ομόγλωσσου, αντιλαμβάνομαι την απόσπαση της «κυπριακής ποίησης» από το σώμα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας ως έκφραση οριενταλισμού –αποικιοκρατικής ρίζας– που λατρεύει το «εξωτικό» και το παράδοξο, που δαιμονοποιεί το λαϊκό στοιχείο και οικοδομεί μια ανώτερη ταυτότητα για λογαριασμό της, διχοτομώντας τη λογοτεχνία των Κυπρίων ανάμεσα στην πραγματικότητά της και στη ρομαντική αντίληψη για αυτήν. Εν ολίγοις, η μητροπολιτική λογοτεχνία της ελλαδικής επικράτειας κατέγραψε, όρισε, φαντάστηκε και, κατά μία έννοια, επινόησε έναν πολιτιστικό Κανόνα για την Κύπρο. Κι όμως, κάτι τέτοιο δεν αποτέλεσε απλώς φαντασίωση• κατάφερε να επιβληθεί ως παθολογία μιας περιφερειακής λογοτεχνίας –της ελλαδικής, εν προκειμένω– που ταυτοποιήθηκε με τη σειρά της, από τους «πιο Δυτικούς», στον μυθιστορηματικό ψυχισμό και τη κινηματογραφική μορφή του Αλέξη Ζορμπά.
Ας επιστρέψω, όμως: αφενός, το κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα δεν συνιστά από μόνο του ποιητική ιδιοφωνία. Είναι η καλλιτεχνική διάνοια που ανάγει –οποιαδήποτε γλώσσα ή διάλεκτο– σε τέτοια. Αφετέρου, η ελληνόφωνη ποίηση που αναπτύχθηκε στην Κύπρο υπήρξε ανέκαθεν λαϊκή – τόσο σε επίπεδο κινήτρου όσο και σε επίπεδο εκφοράς, λειτουργίας και προοπτικής. Ο «ποιητάρης» δεν ορίζει απαξιωτικά τον λαϊκό δημιουργό της Κύπρου (η πιο διαδεδομένη νοηματική παραφθορά και έκφανση του ελλαδικού λογοτεχνικού οριενταλισμού προς τη νήσο), αλλά επαγγελματικά –όπως τον «σκαρπάρη» (ο υποδηματοποιός) ή τον πιο σύγχρονο «πεζινάρη» (ο βενζινοπώλης)–, καθώς οι ποιητάρηδες πουλούσαν τα ποιήματά τους σε φυλλάδια ή τα απάγγειλαν και εισέπρατταν από τους ακροατές τους.
Ωστόσο, η αξιωματική σχεδόν παρουσία των παραπάνω συνθηκών στην τοπική λογοτεχνική παραγωγή άρχισε να αξιοποιείται και να αφομοιώνεται στοχαστικά μόλις τις τελευταίες δύο δεκαετίες• και λέγοντας στοχαστικά, εννοώ –προ πάντων– μέσα στην οριζόντια και κάθετη τάξη του κειμένου, με μοναδικά εργαλεία διάνοιας την έννοια και την κρίση στη συναίρεσή τους – που είναι η γλώσσα: το διαρκές αντικείμενο έρευνας και αμφισβήτησης από πλευράς ποιητικής τέχνης. Στη σχετικά ολιγάριθμη ομάδα των νεότερων ποιητών από την Κύπρο που αφομοιώνουν τη γεωπολιτική ιδιαιτερότητα της νήσου και τη συλλογική οδύνη που δοκίμασε η κοινότητα –ως όργανο του ιστορικού πεπρωμένου– σε ένα ποιητικό έργο, το οποίο διεκδικεί τον αυτοκαθορισμό του τόσο σε πλαίσιο λογοτεχνικής ταυτότητας όσο και υπαρξιακής συνείδησης, κυρίαρχη θέση θεωρώ πως κατέχει ο Βάκης Λοϊζίδης και συγκεκριμένα δύο ποιητικές συλλογές του: τα Κινητά μνημεία (Λευκωσία, 2002) και Τα στοιχειώδη (έκτο βιβλίο του ποιητή).
Τα στοιχειώδη αποτελούνται από 30 ολιγόστιχα –κατά κύριο λόγο– τραγούδια. Τραγούδια νοούμενα όχι στο πλαίσιο μιας ιδιωματικής, έμμετρης και ομοιοκατάληκτης ποίησης, αλλά του μέλους που προκύπτει από τη σύνθεση τριών δυνάμεων: του λόγου, της μελωδίας και του ρυθμού – εκφρασμένες με λυρική ένταση και συχνά δοσμένες στην αυστηρή ροπή μιας αποφθεγματολογικής ειρωνείας. Κατά τ’ άλλα: ελάχιστες και οριακές μεταφορές, ακόμη πιο λίγες αποστροφές, στοιχειακή λιτότητα στη διαχείριση του ποιητικού υλικού κι ελλειπτική παράθεση «αιχμηρών» συμβόλων που αγγίζουν τον σπαραγμό. Ωστόσο, η περίπτωση του Β. Λοϊζίδη δεν φαίνεται πιο «ελκυστική» από τις ανάλογες Ελλαδιτών ή Κύπριων ομοτέχνων που δοκιμάζουν και δοκιμάζονται στις ίδιες τονικές συντεταγμένες εξαιτίας των παραπάνω χαρακτηριστικών.
Στην περίπτωση των Στοιχειωδών, κάθε ποίημα προκύπτει ως έκφραση ενός βαθύτερου αξιώματος αυτογνωσίας και συγχρόνως ως διαρκή άσκηση μιας καινούργιας γλωσσικής διάθεσης και συνείδησης πάνω στην ευρύτερη νεοελληνική γραμματεία, αν και δομημένη συχνά σε φόρμες που δεν διακρίνονται για την πρωτοτυπία τους. Ωστόσο, ο Λοϊζίδης κατορθώνει ένα δύσκολο ποιητικό επίτευγμα, ειδικά μέσα στο δύσκαμπτο και εν πολλοίς πατριδοκεντρικό χαρακτήρα της τοπικής λογοτεχνικής σκηνής: τη χειραφέτηση του καλλιτέχνη από τη σημειολογική συστημική αναφορά του περιβάλλοντος κόσμου και την επιλογή μιας αδέσμευτης ανάγνωσης από επικοινωνιακούς συναισθηματισμούς και τυποποιημένα βιώματα της ιστορικής εμπειρίας. Από την επίδραση που ασκεί η ιστορική συνθήκη στη διαμόρφωση της εκάστοτε εθνικής κουλτούρας, ο Λοϊζίδης υιοθετεί και μεταπλάθει το φαινόμενο του πολιτισμικού συγκερασμού και των σχετικών ζυμώσεων, που συμβαίνει επί αιώνες στο νησί του, σε ένα βιβλίο που οικοδομείται ταυτόχρονα πάνω σε ετερόκλιτους, πλην όμως συγγενείς –οντολογικά– θεματικούς και γλωσσικούς άξονες, οι οποίοι αναπτύσσουν την αυτοτέλειά τους υπό τη σκέπη μιας ιδιαίτερης τεχνικής. Έτσι, Τα στοιχειώδη αφομοιώνουν κατά τρόπο φυσικό –και από σελίδα σε σελίδα– αφορισμούς ποιητικής (Σ’ έγραψα, σε ξανάγραψα/ σε δούλεψα/ κι όταν κατάλαβες/ ότι σε προόριζα για ποίημα/ έγινες έξαλλο./ […] Δεν είμαι προϊόν ευαισθησίας/ είπες αμείλικτα/ πριν σβήσεις αγριεμένο.), εικόνες των Κατεχομένων, όπως στο ποίημα για τον Πενταδάκτυλο, (Κι ενώ θα ’σαι πια υπόθεση ονείρου/ μία σκέψη πεδινή/ πάντα ξεκούραστη/ θ’ απωθεί το παλιό βουνό απ’ τη μνήμη./ Έτσι θα βρούμε/ έτσι θα χάσουμε/ το παρελθόν και το μέλλον.), ακόμη και τα γεγονότα της εξέγερσης του Δεκέμβρη ’08 (Πρέπει να καταργήσουμε τον θάνατο/ τουλάχιστον για τις ηλικίες/ κάτω των δεκαέξι χρόνων.)
Αν επιμένω στη θέση μου πως ο Β. Λοϊζίδης αποτελεί ξεχωριστή παρουσία ανάμεσα στους νεότερους ελληνόφωνους Κύπριους ποιητές που εμφανίστηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια στα Γράμματα, αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι το έργο του δεν εγείρει απλώς προς συζήτηση την εισήγηση περί ενσωμάτωσης της σύγχρονης λογοτεχνίας και του δοκιμιακού λόγου που γράφεται στην Κύπρο στο μητροπολιτικό σώμα της νεοελληνικής γραμματείας, αλλά την επιβάλλει.
Είναι κρίμα να γίνουμε μύθος/ ερήμην της δικής μας ψυχής (από τη σελ. 14 του βιβλίου)).

Ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: