7/8/10

Η κρίση του Τύπου και η δημοσιογραφική λογοτεχνική κριτική

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΠΟΥΛΟΣ: ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 19ο ΣΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ (2)


Το κείμενο αυτό για τον περιοδικό Τύπο είναι ένα από τα αρκετά, στα οποία ο Επισκοπόπουλος θέτει το συγκεκριμένο θέμα (π.χ. «Τι θέλει ένα περιοδικόν», Άστυ 3/1/1895). Ωστόσο, το συγκεκριμένο άρθρο θα σταθεί αφορμή να δεχτεί ο Ν. Επ. σφοδρή επίθεση από τους εκδότες του περιοδικού Κριτική των Αξιώτη και Λαμπελέτ τον επόμενο χρόνο (τόμ. Α΄, τχχ. 19 και 21). Ο Επισκοπόπουλος προσπαθεί, σε πολλά από τα κείμενά του, να προσδιορίσει τη φύση και τα είδη της κριτικής πράξης, την οποία κατ’ εξοχήν ασκεί στις σελίδες των εφημερίδων και των περιοδικών. Η δημοσιογραφική κριτική είναι αυτή που τον απασχολεί περισσότερο, όπως φαίνεται και από το παρόν άρθρο, ενώ συνδέει την πληθώρα των εντύπων με τη συχνά χαμηλή ποιότητα των κριτικών που εμφανίζονται σε αυτά. Η κριτική του εστιάζεται στο γεγονός ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται από τους εκάστοτε κριτικούς δεν είναι ξεκάθαρη και τα είδη της κριτικής («εξελικτική», «των εντυπώσεων», «των προσώπων», «διλετταντική») δεν ασκούνται με ξεκάθαρο τρόπο. Η έλλειψη μεθοδολογίας των Ελλήνων κριτικών, που επισημαίνει και σε άλλα κείμενά του, τον ενδιαφέρει, εμμέσως πλην σαφώς, τόσο για τη διόλου ορθή χρήση του Τύπου στη (δια)μόρφωση του κοινού (πρβλ. το κείμενό του που δημοσιεύσαμε την προηγούμενη Κυριακή, το «Γνώμαι προς διάδοσιν»), όσο και για το άνοιγμα των οριζόντων του Έλληνα αναγνώστη προς τη Δύση και τη νέα εποχή που έχει ήδη ανατείλει.
ΝΙΚΟΣ ΜΑΥΡΕΛΟΣ


ΟΛΙΓΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ

Αφ’ ης στιγμής ήνοιξα τους οφθαλμούς μου εις την φιλολογίαν και αφ’ ης στιγμής έθεσα τον πόδα μου εις δημοσιογραφικόν γραφείον τίποτε άλλο δεν βομβεί εις τα ώτα μου από τα παράπονα των φιλολόγων, η απηλπισμένη μορφή των διευθυντών εφημερίδων και η στυγνή έκφρασις των εκδοτών περιοδικών. Όλοι κόπτονται και όλοι θρηνούν και όλοι ανοίγουν κενά συρτάρια και δεικνύουν λευκούς καταλόγους περιοδικών και κατίσχνους εισπράξεις και όλοι λέγουν ότι ευρίσκονται εις το χείλος του κρημνού, το στόμιον της αβύσσου και το έσχατον της απελπισίας.
Αυτήν την στιγμήν, κατά την οποίαν γράφω, ζεύγη εφημερίδων ψυχορραγούν, περιοδικά κινδυνεύουν και άνθρωποι ζημιούνται εις το φοβερόν και πτωχόν αυτό στάδιον των γραμμάτων. Ερωτήσατε, σας παρακαλώ, τα εκδοτικά καταστήματα, τους πρώην εκδότας περιοδικών – και είναι πολλοί. Όλοι θα σας ειπούν ότι δεν υπάρχει καταστρεπτικοτέρα εργασία, μάλλον επιζήμιος και μάλλον αχάριστος παρά να θελήσει κανείς να εκδόση οιονδήποτε έντυπον πράγμα, εφημερίδα, περιοδικόν ή βιβλίον.
Και ενώ η τοιαύτη κατάστασις είνε καταφανής, ενώ περιοδικά ψυχορραγούν και εφημερίδες θνήσκουν, άλλαι εκδίδονται, άλλα περιοδικά ξεφυτρώνουν και άλλα περιοδικά εκδίδονται και έκαστος θάνατος και έκαστος τάφος εντύπου χάρτου γίνεται αφορμή νέων αναγεννήσεων. Όπως το πτηνόν εκείνο του Ρα, το οποίον, κατά την αιγυπτιακήν παράδοσιν, εκαίετο και αναγεννάτο εκ της τέφρας του, ούτω περιοδικά και εφημερίδες θνήσκουν και αναγεννώνται, αεννάως αποτυγχάνοντα και αιωνίως πολλαπλασιαζόμενα. Και κατ’ ανάγκην έρχεται εις τον νουν του αγαθού παρατηρητού η πεποίθησις εις την επιμονήν και το μαρτυρικόν πείσμα των φιλολόγων και δημοσιογράφων. Οι άνθρωποι αυτοί ορισμένως επί τέλους είνε φανατισμένοι και ορισμένως είνε ηρωικοί και ορισμένως είνε μεγαλόψυχοι και ορισμένως κατατρύχονται από το θείον πυρ.
Διότι είνε προφανές επί τέλους ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι βαίνουν εν γνώσει εις την καταστροφήν και ότι εμψυχούνται από το θάρρος εκείνο το υπέροχον και το ωραίον, το οποίον έκαμε τον Λεωνίδαν να παραμένη με τριακοσίους Σπαρτιάτας εις το στενόν εκείνο, εις το οποίον είχεν ασφαλή και βέβαιον θάνατον. Ιδρύοντες εφημερίδα ή περιοδικόν, οι Έλληνες σήμερον έχουν βέβαιον τον θάνατον και μολαταύτα ιδρύουν. Άρα είνε αξιοθαύμαστοι.
**
Τας σκέψεις όλας αυτάς μου τας επροκάλεσαν πολλαί αγγελίαι, τας οποίας εύρον επί του γραφείου μου. Θα εκδοθούν κατά την αρχήν του έτους εφημερίδες δύο-τρεις ακόμη και τρία-τέσσαρα περιοδικά και έχουν εκδοθεί ήδη ένα-δύο. Ένας αμητός μέγας τυπωμένου χάρτου, προορισμένου δια την αφάνειαν και την λήθην και την ασφυξίαν, προετοιμάζεται από τούδε.
Ναι, εύρον πάρα πολλάς αγγελίας επί του γραφείου μου και ομολογώ ότι έχυσα δάκρυα και έρρηξα κραυγήν ενθουσιασμού εμπρός εις όλας αυτάς τας αγγελίας.
Όλαι όμως μου έδωκαν προπάντων την αίσθησιν ότι η ελληνική φιλολογία υπάρχει και ότι είναι αθάνατος.
Όταν επί τέλους βλέπετε ότι ένας νέος, εκ Κωνσταντινουπόλεως, παραδείγματος χάριν, ο κ. Μελαγχροινός, έρχεται χωρίς χιλιάδας, χωρίς κανέν σχέδιον, απλώς δια να εκδώση περιοδικόν και το εκδίδει και το ονομάζει «Ζωήν» και κατορθώνει μάλιστα να το κάμνη ευπαρουσίαστον και ότι εξ άλλου ένας κύριος, χωρίς να έχη ιδιαιτέρας με την φιλολογίαν σχέσεις, εκδίδει άλλο περιοδικόν και το περιοδικόν αυτό έχει εικόνας θαυμασίας και διεκδικεί τα πρωτεία με ευρωπαϊκά περιοδικά υπό την έποψιν αυτήν και είνε θαυμάσιον εις εντύπωσιν, αν όχι εις ύλην, δεν ημπορεί παρά να θαυμάση και δεν ημπορεί παρά να έχη πεποίθησιν εις την ζωτικότηταν των ελληνικών γραμμάτων.
**
Και μέσα εις τας άλλας αγγελίας και εγγραφάς συνδρομητών εύρον εις το γραφείον μου και μίαν, η οποία αποτελεί με τον τίτλο της μόνον καταφανή πρόοδον. Μία αγγελία δύο νέων με πολλάς, υποθέτω, ελπίδας των κ. Αξιώτη και Λαμπελέτ, οι οποίοι δεν υπηρέτησαν υπό τα φιλολογικά όπλα, αλλ’ οι οποίοι φιλοδοξούν να διαπρέψουν. Και αναγγέλλουν μετριοφρόνως οι δύο καλοί νέοι την έκδοσιν περιοδικού υπό το όνομα «Κριτική». Το περιοδικόν αυτό θα έχει σκοπόν να κρίνη απλώς και να τοποθετή εις την πρέπουσαν αθανασίαν τα φιλολογικά, μουσικά, γλυπτικά, ποιητικά, ζωγραφικά, καλλολογικά, αισθητικά, καλλιτεχνικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά και αρχαιολογικά έργα των συγχρόνων μας. Οι δύο αυτοί νέοι, οι οποίοι αμφότεροι εσπούδασαν κλειδοκύμβαλον, σκέπτονται ότι επί τέλους δεν υπάρχει κριτική εις την Ελλάδα και έχουν απολύτως δίκαιον, ότι υπάρχει ακαταστασία απόλυτος εις την φιλολογίαν μας, ότι γράφονται μεν έργα, αλλά δεν υπάρχει εκείνος, ο οποίος δύναται να κατατάξει. Και γνωρίζουν μεν ότι, όταν αι φιλολογίαι γεννώνται, η ακαταστασία υπάρχει, η κριτική είνε άχρηστος και ο χρόνος αναλαμβάνει μόνον το έργον της δυσχερούς αυτής κατατάξεως. Αλλά πού να περιμένει κανείς τον χρόνον, ο οποίος είναι χωλός και ο οποίος δεν εκδίδει και περιοδικόν; Απεφάσισαν, λοιπόν, ν’ αντικαταστήσουν τον χρόνον και να εφαρμόσουν τας ιδέας του κλειδοκυμβάλου επί της όλως διόλου ατάκτου παραγωγής και να τοποθετήσουν έκαστον εις την θέσιν του.
Δεν γνωρίζω ομολογώ τας κριτικάς των ιδέας. Είνε τάχα υπέρ της κριτικής των έργων όπως ο Σαιντ Μπέβ ή υπέρ της κριτικής των προσώπων όπως ο Νιζάρ, είναι υπέρ της εξελικτικής κριτικής του Μπρυνετιέρ ή υπέρ της κριτικής των εντυπώσεων του Ανατόλ Φρανς, υπέρ της κριτικής της διλετταντικής των κεραυνοβολήσεων του Νίτσε και του κ. Νιτσο-Χατζόπουλου; Άγνωστον. Οπωσδήποτε η «Κριτική» εκδίδεται προσεχώς και θα είνε ορισμένως το περιεργότατον, το θαρραλεότερον και το μάλλον παράδοξον περιοδικόν, το οποίον μέχρι τούδε εξεδόθη. Μέσα εις την έλλειψιν έργων, ενώ έχωμεν ανάγκην από δημιουργικήν εργασίαν, δύο νέοι μη γράψαντες ουδέν, των οποίων το κριτικόν τάλαντον είνε προφανώς μέγα, γιγάντειον, αλλ’ άγνωστον, αποφασίζοντες να τοποθετήσουν εις τας θέσεις των την ανύπαρκτον φιλολογικήν Ελλάδα, ιδού έργον αφελές και μοναδικόν.
**
Πιθανόν η «Κριτική» να μη εκδοθή ποτέ. Ομολογώ ότι θα λυπηθώ. Αλλ’ οπωσδήποτε η αγγελία της και η επισημότης της έχουν διαγνωστικήν σημασίαν πολλήν δια τους φιλολογικούς κλυδωνισμούς τους οποίους υφιστάμεθα. Μέχρι της σήμερον φιλολογία, δημοσιογραφία δηλοί μανίαν ρεκλάμας και μανίαν διαφημίσεων. Έκαστος νέος ή γέρων ή μεσήλιξ, ο οποίος ορμάται από την Κων/πολιν ή την Κοίλην Συρίαν έχει απόφασιν να δοξασθή, γράφων ποιήματα και εκδίδων περιοδικά. Και τα περιοδικά φύονται όπως και οι αμανίται εις έδαφος απροσδόκητον, ανυπόπτως.
Και εκδίδονται πολλά και ζημιώνονται περισσότεροι άνθρωποι από φιλολογικάς παρά από χρηματιστηριακάς επιχειρήσεις και είνε πράγμα αξιοθρήνητον, αλλά και ενθαρρυντικόν και δεικνύει ότι εις όλον αυτό το σκόρπισμα αφελείας και χρήματος κάτι επιτέλους θ’ αναλάμψει σκιά φιλολογίας, σπινθήρ πρωτοτυπίας, φλόξ κινήσεως αληθούς.
Είθε να συμβή αυτό ταχέως, πολύ ταχέως, εις τρόπον ώστε και η «Κριτική» να υφίσταται ακόμη, όπως την χαιρετίση και την κρίνη καταλλήλως, την φιλολογικήν αυτήν αναπτέρωσιν.

Ν. Επ.
Άστυ 9/12/1902

Δεν υπάρχουν σχόλια: