ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΠΗΛΙΑΚΟΣ, Ο αιγαιοπελαγίτικος μπάλλος, εκδόσεις Αντώνης Αναγνώστης, σελ. 201
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΛΕΒΟΓΙΑΝΝΗ
Ο Σταύρος Σπηλιάκος είναι γνωστός σε όλους τους Ναξιώτες, ιδιαίτερα σ’ εκείνους που ασχολούνται με τη μουσικοχορευτική μας παράδοση. Και είναι γνωστός για τις σπουδαίες μελέτες και έρευνές του πάνω στη μουσικοχορευτική μας παράδοση που τον έχουν καθιερώσει ως τον πλέον ειδικό μελετητή της, αλλά και ως τον άνθρωπο που χωρίς προκαταλήψεις έχει επισημάνει τους κινδύνους εξαφάνισής της από την ανεξέλεγκτη εμπορευματοποίηση.
Το βιβλίο του Ο Αιγαιοπελαγίτικος Μπάλλος στηρίζεται στη διδακτορική διατριβή του, με θέμα: Ο συρτός και ο μπάλλος στη Νάξο, συμβολή στην χορολογική έρευνα, και είναι καρπός πολύχρονης έρευνας η οποία αποκαλύπτει τα μυστικά του βασιλιά της χορευτικής μας παράδοσης, του μπάλλου. Χορός προσωπικός και μοναχικός, χορός της ελεύθερης έκφρασης της ψυχής και του σώματος, χορός των συναισθημάτων, του έρωτα και της δύναμης, χορός χωρίς καλούπια, ταυτισμένος απόλυτα με την προσωπικότητα και την ψυχική διάθεση του χορευτή. Όπως γράφει ο Σπηλιάκος: «Η παρατήρηση και εξέτασή του, συστηματικά και συμμετοχικά, μας αποκαλύπτει τόσους χορούς μορφολογικά, αλλά και από πλευράς περιεχομένου, όσα τα χωριά της Νάξου, όσες οι οικογένειες σε κάθε χωριό, όσα τα πρόσωπα, αλλά και τα χορευτικά γεγονότα».
Ο μπάλλος, γράφει, αποτελεί τον προεξάρχοντα χορό, ιδιαίτερα στη Νάξο, και δεν αποδέχεται ο συγγραφέας τη θεωρία ότι αυτός είναι χορός επείσακτος και μάλιστα διά της οδού της φράγκικης κατάκτησης. Δεν μπορεί να έχει προέλευση φράγκικη ένας χορός που χορεύεται από Έλληνες νησιώτες, και όχι μόνο, που αντιστάθηκαν στους Φράγκους, ενώ παράλληλα κινήθηκαν στο χώρο του Αιγαίου, σε κάθετους και οριζόντιους άξονες: Κων/πολη-Μ. Ασία-Αίγυπτος.
Με τη χορολογική αυτή έρευνα ο Σπηλιάκος επιδιώκει να ερμηνεύσει χρονολογικά και τοπικά την προέλευση του μπάλλου. Τον συναντάμε ήδη στις περιγραφές των περιηγητών στη φραγκοκρατία και τουρκοκρατία, οι οποίοι περιγράφουν χορούς ζευγαρωτούς με διάφορα ονόματα. Στα δύσκολα χρόνια της φράγκικης καταπίεσης και φεουδαρχίας, οι χωρικοί-δουλοπάροικοι, ιδιαίτερα της ορεινής Νάξου, αντιστέκονται με τους χορούς και τα τραγούδια τους. Γι’ αυτό και τότε οι Φράγκοι επιτέθηκαν στην πολιτιστική μας παράδοση, στις Κυκλάδες. Οι ιεραπόστολοί τους, που προσπαθούσαν να κάνουν προσηλυτισμό ακόμη και μέσα στις ορθόδοξες εκκλησιές, έβαλαν στο στόχαστρό τους και τα πανηγύρια που έστηναν οι χωρικοί στις αυλές των εκκλησιών.
Η Νάξος, σταυροδρόμι θαλάσσιο στο κέντρο του Αιγαίου, δέχτηκε στο έδαφός της κατακτητές, πειρατές, ναυτικούς, μετανάστες, καθώς ήταν πέρασμα ανθρώπων και πολιτισμών, αλλά τον αποφασιστικό ρόλο, κατά τον Σπηλιάκο, στην πολιτική προσωπογραφία του νησιού τον έπαιξε ο ξενιτεμός των Ναξιωτών στην Πόλη, τα Μικρασιατικά παράλια, την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα αργότερα.
Η πρωτεύουσα του νησιού, η Χώρα, κέντρο των φράγκων αρχόντων ολόκληρο τον μεσαίωνα και μέχρι την επανάσταση του 1821, δεν είχε σχέση με το παραδοσιακό ναξιώτικο τραγούδι. Ο τρόπος και το είδος διασκέδασης στη Χώρα είχε δυτικά χαρακτηριστικά.
Η ναξιώτικη μουσικοχορευτική παράδοση δημιουργείται και αναπτύσσεται κυρίως στην ορεινή Νάξο, από τους ανθρώπους της αντίστασης στον εξωτερικό και εσωτερικό δυνάστη. Οι ορεινοί Ναξιώτες, από τα μέσα του 17ου αιώνα, λόγω της καταπίεσης, της βαριάς σκλαβιάς και του άγονου της περιοχής, ξενιτεύονται στην Πόλη, τη Σμύρνη, τα Βουρλά -τη Νάξο της Ανατολής-, την Αίγυπτο, ακόμη και τη Ρωσία. Η σχέση αυτή με την Ανατολή επηρεάζει βαθειά τη μουσικοχορευτική παράδοση, φέρνει το βιολί και το λαούτο, φέρνει νέα ταξίμια. Το βιολί θα έλθει στο νησί προς το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Μέχρι το 1890, χρονιά που, κατά τον Σπηλιάκο, πρωτοεμφανίζεται το βιολί στη Νάξο, κυριαρχούσαν τα τζαμπουνοντούμπακα.
Το «φιλί» και το «μπαρντό» στον μπάλλο είναι ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα που ερευνά ο Σπηλιάκος. Αν καταφέρει ο άντρας, αφενός να δώσει στη χορεύτρια φιλί, χωρίς αυτή να το αντιληφθεί, αλλά ούτε και οι θεατές, αποτελεί στοιχείο δεξιοτεχνίας. Η αποφυγή πάλι του φιλιού από τη γυναίκα-χορεύτρια συνιστά επίσης δεξιοτεχνία. Κάθε χορευτής χορεύει κι ένα διαφορετικό μπάλλο, κάνει τα δικά του τσαλίμια, διαφορετικά από τους άλλους.
Το «μπαρντό» στον μπάλλο είναι η παραχώρηση από τον χορευτή της ντάμας του σε άλλον, που το ζητεί ευγενικά, να τη χορέψει. Αυτό γίνεται στη διάρκεια του χορού. Πολλές φορές έγιναν παρεξηγήσεις και σοβαρά επεισόδια εξ αιτίας του «μπαρντό». Στο πανηγύρι της Αργοκοιλιώτισσας καταργήθηκαν τα βιολιά στις αρχές του 20ού αιώνα, εξ αιτίας ενός φονικού για το «μπαρντό» στον μπάλλο. Ήταν στο πανηγύρι του 1905 και έκτοτε δεν ξανάπαιξαν βιολιά.
Ο Σπηλιάκος διεισδύει στα μυστικά του μπάλλου, τα ξεδιπλώνει σαν σε πασχαλιάτικο τραπέζι. Ανακαλύπτει το εύρος και την πολυπλοκότητα τού αυτοσχεδιασμού, τα μορφολογικά στοιχεία, όπως η κίνηση των χεριών και το μαντήλι ως εργαλείο πολλαπλών χρήσεων.
Καλός χορευτής είναι εκείνος που κλέβει φιλί από την ντάμα του, όσο κι αν εκείνη προσπαθεί να το αποφύγει, και της το δίνει χωρίς εκείνη να το καταλάβει. Μια φορά, χόρευαν στον Κυνίδαρο τρεις νομάτοι. Μόλις ξεκίνησε ο πρώτος το χορό, ο τρίτος της παρέας εξαφανίστηκε και, ώσπου να έρθει η σειρά του, πήγε σε μια μάντρα μακριά απ’ το χωριό, έκλεψε 2-3 τυριά, γύρισε πίσω, και ήταν παρών, όταν ήρθε η σειρά του να χορέψει.
Όσο κι αν έχουμε απολαύσει αυτό το χορό, δύσκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε τα πανέμορφα μυστικά του. Όποιος καταπιαστεί με το εν λόγω βιβλίο θα γνωρίσει και στην πράξη έναν άλλο μπάλλο, εκπληκτικό και μοναδικό. Θα βρει εκεί τον δικό του μπάλλο. Κατά τον Σπηλιάκο, ο χορός, ο χορευτής, ο ρυθμός, η μελωδία, ο στίχος, οι οργανοπαίχτες, αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, που βαδίζει στους δρόμους της μουσικοχορευτικής πανδαισίας με αρμονία και χάρη, που έχει για κάθε χορευτή και κάθε μουσικό, αλλά, και κάθε στιγμή, τα δικά του μοναδικά και ξεχωριστά χαρακτηριστικά.
Με το εντυπωσιακό αυτό ερευνητικό έργο, του πανεπιστημιακού δασκάλου Σταύρου Σπηλιάκου, έχουμε για πρώτη φορά μια πλήρη και ολοκληρωμένη μελέτη αυτού του τεράστιου κεφαλαίου της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, που λέγεται «Ναξιώτικο τραγούδι» και που δεν είναι άλλο από αυτό που η εμπορευματοποίησή του το μετονόμασε σε «νησιώτικο τραγούδι».
Ο Νίκος Λεβογιάννης είναι φιλόλογος, τ. βουλευτής Κυκλάδων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου