ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ
ANNE SEXTON, Ερωτικά ποιήματα, μτφρ. Ευτυχία Παναγιώτου, εκδόσεις, σελ. 109
Έτσι κι αλλιώς ο έρωτας κομματιάζει αλύπητα το υποκείμενο για να θρέψει το αντικείμενό του: έναν βρικόλακα που δεν υπάρχει παρά μόνο στην μνήμη και μόνο ως χρέος της φαντασίας στην επιμονή της απουσίας. Έτσι κι αλλιώς ο έρωτας διαθέτει μόνο παρελθόν και μέλλον, απαρηγόρητα τετελεσμένο παρελθόν και σπαρακτικά ανεπίτευκτο μέλλον. Το παρόν του δεν είναι παρά το παράδοξο του Ζήνωνα, όπου τα αιωνίως ασάλευτα εκείνα σημεία της εφήμερης κίνησης αποτελούνται από συντριβές και εκμηδενισμούς. Ο χρόνος στον έρωτα είναι πάντα και μόνο τετελεσμένος• μπρος-πίσω, αλλά τετελεσμένος.
Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος δεν μας αφορά παρά μόνο όταν δεν μας αφορά. Ο θάνατος είναι πάντα ο θάνατος του άλλου. Ο δικός μας θάνατος υφίσταται πάντα ήδη ως μία αλληγορία για τη ζωή. Ο συνήθης τρόμος του θανάτου ανήκει στο ζώο και στο σώμα του ζώου. Ο τρόμος του θανάτου δεν έχει υποκείμενο• εκφέρεται από τον επαμφοτερίζοντα μηχανισμό του θηλαστικού αυτόματου, που χαρακτηρίζουμε άνθρωπο. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος ως αλληγορία ανήκει σ’ ένα παρελθόν που δεν έγινε ποτέ το επιβαλλόμενο ή «σωστό» μέλλον. Μπρος-πίσω, αλλά παρελθόν. Ο χρόνος του θανάτου είναι πάντα και μόνο παρελθόν.
Το παρόν ως χρόνος -και ιδίως γι’ αυτό- είναι ο τόπος της προσαρμογής. Για να μπορέσει το υποκείμενο να ζήσει και ν’ απολαύσει τη ζωή, πρέπει να προσαρμοστεί, να αποδεχθεί την αναίτια εξορία του στην έρημο των κατηγορημάτων της ύπαρξης, μόνο και μόνο επειδή έξω από αυτήν δεν υπάρχουν κατηγορήματα. Πρέπει να μάθει να κομματιάζεται για να θρέψει έναν έρωτα και να κομματιάζει τον έρωτά του για να θρέψει τον ήδη εκμηδενισμένο εαυτό του. Πρέπει να μάθει να ξεχνάει τον θάνατο, ξεχνώντας πως είναι υποκείμενο, ξεχνώντας την ικανότητα να ξεχνάει.
Έτσι κι αλλιώς το γεγονός της ύπαρξης εκμηδενίζει τους παράγοντές του για να επιβεβαιώσει τη σύσταση του γεγονότος. Έτσι κι αλλιώς στον δρόμο προς τη δοκιμασία του θανάτου, η καλύτερη προετοιμασία είναι ο έρωτας. And all this is metaphor, όπως γράφει η Anne Sexton, ή Κι όλ’ αυτά είναι μια μεταφορά, όπως η Ευτυχία Παναγιώτου μεταφράζει τον ακαριαίο αυτό στίχο, που σχολιάζει την εντυπωσιακή οντολογία ενός γυναικείου χεριού. And all this is metaphor, Κι όλ’ αυτά είναι μια μεταφορά! Ο έρωτας, ο θάνατος, η ποίηση, η μετάφραση της ποίησης, μια κριτική για τη μετάφραση της ποίησης, το χέρι που γέννησε το ποίημα, το χέρι που μετέφρασε και το χέρι που χτυπά τα πλήκτρα της κριτικής. Αν μπορούσε να ξέρει η Anne Sexton τι έγραψε! Θα έμπαινε στη γραμμή των γυναικών που ξήλωσαν τη φόδρα της ύπαρξης και κουρέλιασαν την ανδροκρατούμενη μεταφυσική, πίσω από την Emily Dickinson και τις Bronte. Αλλά δεν ήξερε. Δεν ήταν αρκετά ανθεκτική, ώστε να ξέρει. Δεν μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί στον κόσμο. Γιατί να μπορέσει να προσαρμοστεί σ’ αυτό που ήθελε από την ποίησή της ο ακαδημαϊκός κόσμος, ο οποίος επινόησε τον όρο «εξομολογητική ποίηση» για να περισώσει ένα κακέκτυπο ποίησης; Η Sexton ήταν μια μέση Αμερικανή, που εισέβαλε στην ποίηση από έναν παρεξηγημένο δρόμο: την αυτοανάλυση, ή ψυχανάλυση, ή –τέλος πάντων- εκείνο το είδος καθυστερημένης ανατροφής των παιδιών που δεν καταφέρνουν να μάθουν εγκαίρως πως πρέπει να χάνουν αν θέλουν να κερδίσουν. Οι στίχοι της ξεχείλιζαν από το βίωμα ενός υποκειμένου με υψηλές γνωριμίες στην παράνοια. Ασκούσαν μια γοητεία, που ερχόταν από τα βάθη του ασυνειδήτου, έναν εξωτισμό σχεδόν υπερρεαλιστικό – για τα συγκρατημένα γούστα των Αμερικανών διανοουμένων. Επιπλέον, συνειδητά ή ασυναίσθητα, καθώς τα πόδια της μπερδεύονταν στις εξωτερικές και εσωτερικές εμπειρίες της, οι καλοφτιαγμένοι στίχοι της πυρακτώνονταν από φράσεις ακαριαίας αλήθειας. Βρισκόταν ένα βήμα από την ποίηση που της ταίριαζε: μια ποίηση που δεν θα είχε να ζηλέψει τίποτα από τη μεταφυσική φωνή τού Dylan Thomas. Αλλά οι Αμερικανοί διανοούμενοι ήταν πολύ πιο μικροαστοί από τις μικροαστικές καταβολές της ποιήτριας. Την αντιμετώπισαν σαν μια περίπτωση «εξομολογητικής ποίησης». Αυτό χρειάζονταν και προς τα εκεί κατεύθυναν ένα ποιητικό πλάσμα με βαριά ανασφάλεια. Την έκαναν ζώο τσίρκου. Ασχολούνταν με τις εμπειρίες της και όχι με την εμπειρία της. Γιατί οι εμπειρίες υπήρχαν παρατεταγμένες στους στίχους, ενώ η εμπειρία ήταν οι στίχοι οι ίδιοι. Στο τέλος, η απροσάρμοστη Anne αφέθηκε στον χρόνο του έρωτα και του θανάτου: αυτή η ίδια ένα τετελεσμένο παρελθόν, που δεν έγινε ποτέ το επιβεβλημένο ή «σωστό» μέλλον.
Το έργο της Anne Sexton, πέρα από τα επικερδή σαλιαρίσματα των κριτικών και βιογράφων, διαθέτει γοητεία, πλούσιο συναίσθημα, θεματική πρωτοτυπία και -το σημαντικότερο- την ικανότητα να φωνάζει πως δεν εξαντλείται στο κείμενό του. Ή, καλύτερα, έχει την ικανότητα να δίνεται στον αναγνώστη που δεν εξαντλεί την ανάγνωση στο κείμενο. Αρκεί ν’ αγαπήσει την ποιήτρια. Να την ερωτευτεί ίσως, μ’ εκείνον τον λοξό έρωτα που θέλει να σώσει το αντικείμενό του, ενώ η καταστροφή του είναι ίσα-ίσα η γοητεία του. Η Ευτυχία Παναγιώτου νομίζω πως έκανε και τα δύο. Αγάπησε τη Sexton, αναδεικνύοντας εκείνα τα ποιητικά όντα που δεν είναι καθόλου σίγουρα για τον εαυτό τους μέσα στα ποιήματα, και την ερωτεύτηκε, δίνοντας στον λόγο της μια γλώσσα, που από λίγο θα δημιουργούσε ποιήματα πολύ καλύτερα από τα πρωτότυπα.
Στο ποίημα Το άγγιγμα (σελ. 27) η Sexton, δίνοντας εικόνες του χεριού της, που λίγο απέχουν από την σκοτεινή συνοχή της παράνοιας, σταματά και δηλώνει πως all this is metaphor, όλο αυτό είναι μεταφορά, δηλαδή. Από το πρωτότυπο, με όρους γλωσσικούς και κειμενικούς δεν μπορούμε να πούμε αν αυτή φράση -διατυπωμένη με την ασάφεια του καθημερινού λόγου- λέει πως οι «παρανοϊκές» εικόνες είναι αποτέλεσμα μεταφορικών ενεργειών: ένας κοινός τόπος τον οποίο θα είχε μάθει από τον ψυχίατρό της, ή αν λέει πως μεταφορά είναι οι παρανοϊκές εικόνες, πράγμα αρκετά τολμηρό για να το ισχυριστεί άλλος από τον Allan Ginsberg. Η Ευτυχία Παναγιώτου μεταφράζει: Κι όλ’ αυτά είναι μια μεταφορά, αναλαμβάνοντας μια συνέπεια του ποιητικού συμβάντος και δημιουργώντας έναν ερμηνευτικό τόπο, όπου Ένα κοινό χέρι – απλώς έρημο/ για ν’ αγγίξει κάτι/ που ανταποδίδει το άγγιγμα (αμέσως μετά τον υπό συζήτηση στίχο στο ίδιο ποίημα) είναι μια μεταφορά, όταν πρόκειται για το δικό σου χέρι. Φυσικά, αυτή η ιδέα είναι ποίηση σπουδαία, κάθε άλλο παρά «εξομολογητική». Η μεταφράστρια έβγαλε την ποιήτρια από το σήμα του κειμένου – από το μνήμα του κειμένου, δηλαδή, αν ακούσουμε με το αυτί τού Ομήρου. Η ερωτευμένη δεξιοτεχνία της Παναγιώτου φαίνεται στη μετάφραση του περίφημου ποιήματος That Day (Εκείνη η μέρα, σελ. 36):
This is the desk I sit at/ and this is the desk where I love you too much/ and this is the typewriter that sits before me/ where yesterday only your body sat before me/ with its shoulders gathered in like a Greek chorus...
γράφει η Sexton. Και η Παναγιώτου μεταφράζει:
Αυτό είναι το γραφείο όπου κάθομαι/ κι αυτό είναι το γραφείο όπου σε αγαπώ πάρα πολύ/ κι αυτή είναι η γραφομηχανή όπου κάθεται ενώπιόν μου/ όπου χθες μόνο το σώμα σου κάθισε ενώπιόν μου/ με τους ώμους του μαζεμένους σαν σε αρχαιοελληνικό χορό...
Τίποτα -εκτός ίσως από τις επαναλήψεις που αφήνουν να διαρρεύσει κάτι βιβλικό στο ρυθμό- δεν προδίδει τελετουργική σοβαρότητα στο πρωτότυπο. Κι όμως αυτή η αναφορά στον αρχαίο ελληνικό χορό στάθηκε -φαίνεται- αποκαλυπτική για τη μεταφράστρια, η οποία παρέσυρε το κείμενο μέχρι την κρύπτη της ποιητικής πρόθεσης της Sexton: μια σκηνή αρχαίας τραγωδίας, φτιαγμένη από λέξεις με σύγχρονη σκηνογραφία. Λειτουργώντας, λοιπόν, ως σκηνογράφος μετέφρασε την τόσο απλή και καθημερινή λέξη «before» ως «ενώπιον», δημιουργώντας ένα μισοσκότεινο ιερατικό περιβάλλον. Η Sexton της Παναγιώτου είναι ένα κατόρθωμα.
Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου