Στη μνήμη του Λεόν Νταβίντοβιτς Τρότσκι
(Ένα κείμενο του Βικτόρ Σερζ γραμμένο δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του Τρότσκι)
Ο Βικτόρ Σερζ -ψευδώνυμο του Βίκτορ Λβόβιτς Κίμπαλτσιτς-γεννήθηκε το 1890 στις Βρυξέλλες από Ρώσους πολιτικούς πρόσφυγες.
Παρά τη σύνδεσή του με τους Ισπανούς αναρχικούς, όταν ξεσπά η Οκτωβριανή Επανάσταση εντάσσεται στους Μπολσεβίκους και υπερασπίζεται την επανάσταση, με την πένα αλλά και τα όπλα, κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ από τους Λευκούς.
Δούλεψε για την Κομμουνιστική Διεθνή στο εξωτερικό, επειδή πίστευε ότι ο μόνος τρόπος για να σωθεί η Επανάσταση ήταν η διεθνοποίησή της. Έτσι, συμμετείχε στις εξεγέρσεις στο Βερολίνο και στη Βιένη. Το 1922 συνεργάστηκε με τους Γκράμσι και Λούκατς.
Όταν ξέσπασε η σύγκρουση ανάμεσα στους Στάλιν και Τρότσκι, συντάχθηκε με τον δεύτερο. Από το 1923 εντάχθηκε στην Αριστερή Αντιπολίτευση και το 1926 επέστρεψε στη Ρωσία για να την ενισχύσει.
Οι σταλινικοί τον διέγραψαν από το κόμμα, τον φυλάκισαν και το 1933 τον εξόρισαν στη Σιβηρία μαζί με το μικρό του γιο, ενώ έκλεισαν σε ψυχιατρείο τη γυναίκα του.
Το 1936, έπειτα από διεθνή πίεση, ο Σερζ απελάθηκε από την ΕΣΣΔ λίγο πριν αρχίσουν οι μεγάλες εκκαθαρίσεις και η εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων επαναστατών.
Ήταν από τους τελευταίους αντιφασίστες που εγκατέλειψαν το Παρίσι την ώρα που έμπαιναν τα ναζιστικά στρατεύματα. Έπειτα από πολλές περιπέτειες κατάφερε να φτάσει στο Μεξικό –τη μόνη χώρα που του παραχώρησε πολιτικό άσυλο. Πέθανε πάμφτωχος το 1947.
Ο Βικτόρ Σερζ δεν είναι άγνωστος στους αναγνώστες της Αυγής, αφού το 2007, με αφορμή τη μετάφραση στα ελληνικά (εκδόσεις scripta) του κορυφαίου βιβλίου του, Υπόθεση Τουλάγεφ, δημοσιεύθηκε στις «Αναγνώσεις» μια ολόκληρη σειρά κειμένων: Κώστας Βούλγαρης, «Από τον ‘αντιδογματισμό’ στο ‘μεταμοντέρνο’», (τχ. 249, 7/10), Ευγενία Κριτσέφσκαγια, «Η πρόσληψη του Βικτόρ Σερζ στη μεταπαναστατική Ρωσία» (τχ. 250, 14/10), Άλκης Ρήγος, «Υπόθεση Τουλάγεφ» (τχ. 251, 21/10), Στέφανος Ροζάνης, «Η επανάσταση ως τέχνη του ανέφικτου» (τχ. 253, 4/11), Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλης, «Η ανάμνηση και οι αναμνήσεις του Βικτόρ Σερζ» (τχ. 255, 18/11), Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια, «Ο Καζαντζάκης, ο Ιστράτι κι ο Βικτόρ Σερζ» (τχ. 256, 25/11). Με τα κείμενα αυτά μας αποκαλύφθηκε ένας μεγάλος ευρωπαίος αριστερός συγγραφέας, με πρωτοποριακές αισθητικές αναζητήσεις, οι οποίες μόλις σήμερα γίνονται κατανοητές και εκβάλλουν τη δυναμική τους.
Παρότι έζησε σε φυλακές περίπου δέκα χρόνια, κατόρθωσε να γράψει είκοσι βιβλία, ανάμεσά τους και τη βιογραφία του Τρότσκι –απ’ όπου και το απόσπασμα που δημοσιεύουμε - σε συνεργασία με τη σύντροφο του Λ.Τ. Ναταλία Σέντοβα.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ
Ούτε σαράντα πέντε χρονών δεν ήταν και ήδη τον φωνάζαμε «Γέρο», όπως παλιότερα τον Λένιν στην ίδια ηλικία. Θέλαμε να δείξουμε, όπως το εννοεί ο ρωσικός λαός, πως ήταν ο «μεγαλύτερος» στο πνεύμα, αυτός που αξίζει πραγματικά να τον εμπιστεύεσαι. Η εντύπωση που έδινε όλη του τη ζωή σ’ εκείνους που τον πλησίασαν αληθινά ήταν αυτή: ενός ανθρώπου του οποίου η σκέψη, η δράση, η «προσωπική» ζωή σχημάτιζαν έναν αρραγή όγκο, ενός ανθρώπου που τραβούσε το δρόμο του μέχρι τέλους, χωρίς λιγοψυχίες• ενός ανθρώπου στον οποίο μπορούσες σε κάθε περίπτωση να βασίζεσαι απόλυτα. Δεν θ’ άλλαζε γνώμη μπροστά στην ανάγκη, δεν θα λύγιζε στην ήττα δεν θα έκανε πίσω ούτε μπροστά στην ευθύνη ούτε μπροστά στον κίνδυνο – δεν θα τα έχανε μέσα στην αναταραχή. Φτιαγμένος για να ελέγχει τις καταστάσεις, σίγουρος για τον εαυτό του, νιώθοντας μέσα του τόσο μεγάλη υπερηφάνεια, ώστε στους άλλους να βγαίνει απλός και πραγματικά σεμνός. Την υπερηφάνεια να είσαι ένα φωτεινό όργανο της ιστορίας.
Στη φυλακή, στην εξορία, σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην ξενιτιά, σ’ ένα πεδίο μάχης, στην κορυφή της εξουσίας –και μάλιστα με απόλυτη ανιδιοτέλεια– να μην είσαι τίποτα άλλο, παρά μόνο κάποιος που κάνει το σωστό για να βοηθήσει τους ανθρώπους. Έχοντας ήδη από νωρίς αποδείξει στον εαυτό του ότι μπορούσε (έγινε πρόεδρος του πρώτου Σοβιέτ της Πετρούπολης το 1905, στα είκοσι έξι του χρόνια), δεν είχε πια λόγο ν’ αμφιβάλλει για τον εαυτό του κι αυτό τον έκανε να βλέπει τη φήμη, τα κυβερνητικά πόστα, τη μεγαλύτερη εξουσία, επαγγελματικά, δίχως να τα περιφρονεί ούτε όμως και να προσκολλάται σ’ αυτά. Ήξερε να γίνεται σκληρός, ακόμα κι ανελέητος, με μια ψυχή χειρούργου που κάνει μια σοβαρή εγχείριση. Αφού έφτασε να γράψει, στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου και της τρομοκρατίας, μια φράση σαν κι αυτή: «Τίποτα πιο ανθρώπινο στις επαναστάσεις από τη μέγιστη προσπάθεια». Αν έπρεπε να τον ορίσω με μία και μόνη λέξη, θα έλεγα: ένας υπηρέτης. Στραμμένος στην έρευνα, στον στοχασμό, με μεγάλο λυρικό σεβασμό για τη ζωή• σαν τους ποιητές. Δραπετεύοντας από τις ερημιές της Σιβηρίας, θαύμαζε τα χιόνια• σε πλήρη ανταρσία• μετρούσε τον ρόλο της δημιουργικής φαντασίας μέσα σε τόσο μόχθο• τριγυρισμένος από δολοφόνους, μέσα στη μοναξιά του στο Κογιοκάν, αγαπούσε την εκπληκτική βλάστηση του Μεξικού, εκείνων των κάκτων που αποκαλύπτουν στον Ευρωπαίο μια συγκλονιστική μορφή ζωτικής ενέργειας• βουτηγμένος στην τρέλα του ψέματος, στη διάρκεια των συνεδριάσεων της Επιτροπής Ντιούι για τις δίκες της Μόσχας, σκιαγραφούσε την υπόθεση της γέννησης μιας νέας θρησκείας, την επομένη των μελλοντικών επαναστάσεων, όταν η ανθρωπότητα θα έχει κουραστεί από τους αγώνες που θα της έχουν ανοίξει τον δρόμο για ένα νέο μέλλον.
Άθρησκος, αλλά σίγουρος για την αξία της ζωής, για το μεγαλείο των ανθρώπων, για το καθήκον να υπηρετείς. Ακόμα πιο ανίκανος ν’ αμφισβητήσει από το να πιστέψει τις παλιές δοξασίες που τόσο φτωχό φάρμακο αποτελούν για την αμφιβολία. Η βεβαιότητα ότι κατείχε την αλήθεια τον έκανε ανένδοτο προς το τέλος και του στέρησε το επιστημονικό πνεύμα. Αυταρχικός, γιατί την εποχή μας, των βάρβαρων αγώνων, η σκέψη που γίνεται πράξη γίνεται αυταρχική. Έχοντας τη δύναμη στα χέρια του, στα 1924-25, αρνήθηκε ν’ αναλάβει την εξουσία, γιατί πίστευε πως ένα σοσιαλιστικό καθεστώς μόνο με προνουντσιαμέντα, μόνο με πραξικοπήματα μπορεί να προχωρήσει για να μη φτάσει σε αδιέξοδο (και αναμφίβολα, στο βάθος, γιατί πίστευε πως, αν η ιστορία επιβάλλει ποταπά έργα, καλύτερα ν’ αφήνεις να τα διεκπεραιώνουν άλλοι, που είναι γεννημένοι γι’ αυτά, και να κρατάς για τον εαυτό σου την υπεράσπιση ενός πιο μακρινού μέλλοντος).
Ποτέ δεν τον βρήκα πιο σπουδαίο και ποτέ δεν τον αγάπησα περισσότερο από τις πολλές εκείνες φορές που τον είδα μέσα στα φτωχικά εργατικά δωματιάκια του Λένινγκραντ και της Μόσχας, αφότου είχε γίνει ένας από τους δύο αδιαμφισβήτητους ηγέτες της νικηφόρας επανάστασης, να μιλάει ώρες ολόκληρες για να πείσει κάποιους ανθρώπους της φάμπρικας και του δρόμου. Αν και μέλος ακόμα του Πολιτικού Γραφείου, σε λίγο θα έχανε τη δύναμη και πιθανότατα και τη ζωή του. (Το ξέραμε όλοι, όπως κι εκείνος• άλλωστε μου μίλησε γι’ αυτό). Επέμενε πως είχε έρθει η στιγμή να κατακτηθούν μία μία οι συνειδήσεις των προλετάριων –όπως πρώτα, μέσα στην παρανομία του παλιού καθεστώτος– για να σωθεί ή να δημιουργηθεί μια επαναστατική δημοκρατία. Τριάντα - σαράντα ανθρωπάκια τον άκουγαν, μια εργάτρια καθισμένη κατάχαμα τον ρωτούσε και ζύγιαζε τις απαντήσεις του... (1927). Ξέραμε πως είχαμε πιο πολλές πιθανότητες να νικηθούμε παρά να νικήσουμε – ακόμα κι αυτό, όμως, θα ήταν χρήσιμο. Χωρίς τη γενναία ήττα μας, η επανάσταση θα ήταν εκατό φορές πιο ηττημένη.
Ο Τρότσκι δεν ήταν εξαιρετική προσωπικότητα για τον εαυτό του μόνο. Ήταν εξαιρετική προσωπικότητα για όλους γύρω του. Όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα του, του πνεύματος του, του οράματος του για τη ζωή ανήκαν για περισσότερο από μισό αιώνα στους κύκλους της ρωσικής επαναστατικής ιντελιγκέντσιας. Δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές τα απέκτησαν, τα είχαν μαζί μ’ εκείνον (και από αυτό το πλήθος δεν αποκλείω και πολλούς από τους αντιπάλους του). Όπως ο Λένιν και κάποιοι άνθρωποι που η τύχη της μάχης το έφερε να γίνουν λιγότερο ξακουστοί ή να μείνουν στο σκοτάδι, έτσι κι εκείνος έφερε αυτό τον χαρακτήρα πολλών γενεών σε πολύ υψηλό βαθμό ατομικής τελείωσης. Αυτές οι γενιές τον είχαν οδηγήσει, τον είχαν διαμορφώσει, ζούσαν μέσα του, και η δική του, προϊόν των ίδιων ιστορικών συνθηκών, ήταν στο σύνολο της απαράλλαχτη μ’ εκείνον, μολονότι ο καθένας χωριστά, γύρω του, δίπλα του, υπήρξε κατά κάποιον τρόπο κατώτερος του. Έρχονται στο νου μου τόσα ονόματα, τόσα πρόσωπα, τώρα που γράφω αυτές τις αράδες, που βλέπω εδώ μιαν ολοφάνερη αλήθεια. Αυτή τη γενιά χρειάστηκε να την καταστρέψουν ολοκληρωτικά για να χαμηλώσουν το επίπεδο της εποχής μας. Η γενιά αυτή ήταν προάγγελος του αυριανού ανθρώπου• ξεχώρισε, επομένως, από τους πολλούς, μόλις οι πολλοί ζήτησαν να ξεκουραστούν.
Το τέλος της ζωής του υπήρξε δράμα μοναξιάς. Πηγαινοερχόταν συχνά, μόνος, μέσα στο γραφείο του στο Κογιοκάν, μιλώντας στον εαυτό του. (Όπως ο Τσερνισέφσκι, ο πρώτος μεγάλος στοχαστής της ρωσικής επαναστατικής ιντελιγκέντσιας που, όταν τον έφεραν πίσω από τη Γιακουτία όπου είχε περάσει είκοσι χρόνια αιχμάλωτος, «μιλούσε στον εαυτό του κοιτάζοντας τ’ αστέρια» –το έγραψαν οι χωροφύλακες στις αναφορές τους.) Ένας Περουβιανός ποιητής τού έφερε ένα ποίημα με τίτλο Solitude des Solitudes (Υπέρτατη μοναξιά) και ο Γέρος έβαλε να του το μεταφράσουν λέξη λέξη, εντυπωσιασμένος από αυτό τον τίτλο• του Γέρου τού φάνηκε πολύ ωραίος... Έτσι μόνος συνέχιζε να συζητάει με τον τουφεκισμένο Κάμενεφ: τον άκουγες πολλές φορές να προφέρει αυτό το όνομα. Μολονότι βρισκόταν στο ζενίθ του πνευματικού του σφρίγους, τα τελευταία του κείμενα απέχουν πολύ σε αξία από τα αλλοτινά του έργα. Ξεχνάμε πολύ συχνά πως η ευφυΐα δεν είναι ατομικό χάρισμα. Τι θα ήταν ο Μπετόβεν εξόριστος ανάμεσα σε κουφούς; Η ευφυΐα ενός ανθρώπου, έστω κι αν πρόκειται για διάνοια, έχει ανάγκη ν’ αναπνέει. Το διανοητικό μεγαλείο του Γέρου λειτουργούσε σε συνάρτηση με εκείνο της γενιάς του. Του χρειαζόταν η άμεση επαφή με ανθρώπους της ίδιας πνευματικής πάστας, ικανούς να τον καταλάβουν πριν τελειώσει τη φράση του, να του φέρουν αντιρρήσεις ίδιου επιπέδου με το δικό του. Του χρειαζόταν ο Μπουχάριν, ο Πιατάκοφ, ο Πρεομπραζένσκι, ο Ρακόφσκι, ο Ιβάν Σμιρνόφ, του χρειαζόταν ο Λένιν για να είναι απόλυτα ο εαυτός του. Ήδη ανάμεσα σε μας, τους πιο νέους, και παρ’ ότι ανάμεσά μας υπήρχαν μυαλά και χαρακτήρες όπως του Γιέλτσιν, του Σόλντσεφ, του Γιακόβιν, του Ντίγκελστεντ, του Πανκράτοφ (άραγε να ζουν; να πέθαναν;), δεν μπορούσε πια να είναι πλήρης: μας έλειπαν δέκα μοναδικά χρόνια εμπειρίας και στοχασμού. Κάποιες από τις πιο γόνιμες ιδέες του τις εξέφρασε μόνο σε γράμματα διαλόγου, δηλαδή, σχεδόν καθετί που αφορά τη θεωρία της διαρκούς επανάστασης.
Τον σκότωσαν ακριβώς τη στιγμή που ο σύγχρονος κόσμος έμπαινε από τους παράφρονες δρόμους του πολέμου σε μια καινούρια φάση της διαρκούς επανάστασής του. Τον σκότωσαν ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, γιατί μπορούσε να ξαναγίνει στ’ αλήθεια πολύ σπουδαίος αν ξανάβρισκε μια μέρα τη γη και τους ανθρώπους της Ρωσίας, τους οποίους ένιωθε σε εξαιρετικό βαθμό. Είχαν αγωνιστεί λυσσαλέα, πριν, για να σκοτώσουν τον μύθο του, έναν μύθο επικών διαστάσεων, θεμελιωμένο ολοκληρωτικά στην αλήθεια. Η λογική του πάθους του και των λαθών που έκανε ακριβώς εξαιτίας αυτού του πάθους τον σκότωσε κι αυτή: για να κατακτήσει και να προσπαθήσει για άλλη μια φορά να διαμορφώσει τη συνείδηση κάποιου άγνωστου, ασήμαντου ανθρωπάκου, που δεν υπήρχε, που δεν ήταν άλλο από απάτη και δολιότητα, τον άφησε να μπει στην κάμαρα της μοναξιάς του, κι αυτός ο κάποιος, εκτελώντας διαταγή, τον χτύπησε πισώπλατα την ώρα που ήταν σκυμμένος πάνω σ’ ένα τιποτένιο χειρόγραφο. Η σκαπάνη άνοιξε στο κρανίο του ένα τραύμα εφτά εκατοστά βαθύ.
Μεξικό, 1η Αυγούστου 1942
ΡΑΜΟΝ ΜΕΡΚΑΝΤΕΡ
Γεννήθηκε στην Βαρκελώνη και υπηρέτησε στη σοβιετική NKVD (Λαϊκή Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων) ως πράκτορας με το κωδικό όνομα Gnome.
.
Ο Trotsky εξορίστηκε από την ΕΣΣΔ το 1929 και μετά από περιπλανήσεις έγινε δεκτός στο Μεξικό. Το 1938 δολοφονείται στο Παρίσι ο γιος του Led Sedov.
Το Μάιο του 1940 ο Ραμόν Μερκαντέρ συνδέεται με τη γραμματέα του Trotsky Sylvia Agelof στην οποία παρουσιάζεται ως Jacques Mornard. Η Agelof τον γνωρίζει στον Trotsky στον οποίο παρουσιάζεται ως τροτσκιστής δημοσιογράφος από τον Καναδά.
Στις 20 Αυγούστου 1940 επισκέπτεται τον Trotsky στο σπίτι του στο Coyoacan. Στην τσέπη του έχει ένα γράμμα όπου ισχυριζόταν ότι οTrotsky τον έβαλε να σκοτώσει τον Stalin, αλλά αυτός μετάνιωσε και αποφάσισε να σκοτώσει τον Trotsky.
Τον τραυματίζει θανάσιμα στο κεφάλι με ορειβατικό παγοκόφτη. Εικοσιτέσσερις ώρες αργότερα, στα 61 του χρόνια, ο Trotsky πεθαίνει.
Ο Mercader καταδικάζεται σε είκοσι χρόνια κάθειρξη. Αποφυλακίζεται το 1960 και πηγαίνει στην Αβάνα. Από εκεί, το 1961, πηγαίνει στη Μόσχα όπου του απονέμουν το μετάλλιο του «ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης».
Πεθαίνει το 1978 στην Αβάνα από καρκίνο των οστών και ενταφιάζεται στη Μόσχα ως Ramon Lopez.
Η πολιτική διαθήκη του Τρότσκι
Το Φεβρουάριο του 1940 ο Τρότσκι έγραψε την πολιτική του διαθήκη που ζήτησε να ανοιχτεί μετά το θάνατό του. Σ’ αυτήν γράφει μεταξύ άλλων:
«… Σαράντα τρία χρόνια της συνειδητής μου ζωής τα έζησα ως επαναστάτης. Τα σαράντα δύο από αυτά έχω πολεμήσει κάτω απ’ τη σημαία του μαρξισμού. Αν θα έπρεπε να ξεκινήσω και πάλι από την αρχή, θα προσπαθούσα να διορθώσω το ένα ή το άλλο λάθος, αλλά η βασική πορεία της ζωής μου θα έμενε απαράλλαχτη. Θα πεθάνω ως προλετάριος επαναστάτης, μαρξιστής, διαλεκτικός υλιστής και συνεπώς ως ασυμβίβαστος άθεος. Η πίστη μου στο κομμουνιστικό μέλλον της ανθρωπότητας έχει γίνει ακόμη πιο σταθερή απ’ ό,τι όταν ήμουν νέος…Η ζωή είναι όμορφη. Οι γενιές που θα έρθουν, ας την καθαρίσουν από κάθε καταπίεση, βία και κακία, και ας την απολαύσουν σε όλο της το μεγαλείο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου