13/8/10

Για την πολιτική διάσταση της ποίησης του Γιάννη Δάλλα

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ


Η πολιτική διάσταση του ποιητικού έργου του Γιάννη Δάλλα ενυπάρχει στο σύνολο σχεδόν των εκφάνσεών της, εκτιθέμενη με έναν πλούτο συνυποδηλώσεων. Ακόμη και εκεί που επιχωριάζει, για να σταθώ σε ορισμένους τόπους της πληθωρικής αυτής ποίησης, η «φυσική» και η «μεταφυσική» της ανθρώπινης ύπαρξης, ο βιωμένος χρόνος και η καθημερινότητα, ο έρωτας και ο θάνατος, η αποκαλυπτική αίσθηση του κόσμου με τη μεταφυσική φωτός και σκότους, η φυγόκεντρος αγορά και η εσωτερική «εξορία», οι καταθέσεις των ποιημάτων ποιητικής (συχνά σε αντίστιξη με τους ομοτέχνους του ποιητή) και η «ονειροδικία» ή η αποτύπωση της λειτουργίας του «ονειροθραύστη», η αρχαία μυθολογική και η νεώτερη δημοτική παράδοση, η παρουσία του Καβάφη και των προσλήψεών του, εύκολα διακρίνεται η πολιτική υποστάτωση του ποιητικού υποκειμένου.
Πώς όμως αυτή θα οριοθετηθεί χωρίς να διογκωθεί ή πώς θα αποτυπωθεί με ακρίβεια η λειτουργία του ομφάλιου λώρου με τα ιστορικά συμφραζόμενα; Η παρούσα επιφυλλίδα δεν εξαντλεί το θέμα. Απλώς στοιχειοθετήθηκε «πιλοτικά», με αντικείμενο έρευνας και συναφώς με πεδίο επαλήθευσης κάποιες «σκηνές», καίριες ίσως για την ανάδυση και την αρτίωση της ποιητικής του Δάλλα, από το όλο ποιητικό «τοπίο».
Από το πρόσφατο μάλιστα κείμενό του Χρονοδείκτες αντλώ τα εννοιολογικά εργαλεία μιας τέτοιας εργασίας:
α. μια μορφή αναστοχασμού, που αποκρυσταλλώνεται σε οιονεί «ημερολογιακές» εγγραφές, βραχείες ή εκτενέστερες, με την πρόθεση ως «στιγμιότυπα» σημειωματαρίου να αναλωθούν συγγραφικά, δηλαδή ως προς τον «αναγνώστη του μέλλοντος» και ως προς τη «φήμη» του συντάκτη τους, όχι στην «κρεβατοκάμαρα» αλλά στην «εξαγορά της ψυχής μες στην πλήθουσα αγορά με τα γυμνά της κατάστιχα»ֹ
β. μια ορισμένη αντίληψη για την ποίηση ως «μυστική τεθλασμένη των αντιστάσεων» ή ως δυνατότητα ανύψωσης, με την παράκαμψη των «νόθων ιδεολογημάτων», της «μόνης θεμιτής» για τις ανάγκες των «μοναχικών ψυχών μυθολογίας»ֹ
γ. μια σύστοιχη θέση για την ιστορία, που «χωρίς εμάς, χωρίς τη δική μας – τη σωματική μας – παρέμβαση, δεν θα υπήρχε» ֹ
δ. και τέλος μια απόπειρα απόκρουσης της a posteriori αποτίμησης, εισαγγελικής εκφοράς, στην οποία αρέσκονται να αναλίσκονται οι «λαθοθήρες» με τη «μεθεόρτια» υπερκέραση της «καθημερινής πάλης» και τελικώς της «ίδιας της ζωής».
Μ’ αυτές λοιπόν τις προδιαγραφές θα μπορούσαν να μελετηθούν τα διαδοχικά «επεισόδια» μιας τέτοιας αναδρομής. Αν το σημείο μηδέν του «χρονοδείκτη» είναι ο «χτεσινός Δεκέμβρης» και ο άγουρος φοιτητής που περνάει από το καμίνι της Αντίστασης, ό,τι ακολουθεί αφορά τα γεγονότα μετά τη Βάρκιζα και τον εμφύλιο που «ψηλά σκοτείνιαζε για όλους μας». Συνακόλουθα, η μετεμφυλιακή περίοδος, όταν τα «είδωλα δύσκολα αποκαθηλώνονται» και συνάμα διαχέεται η ελπίδα για «μια ανάβλεψη του πνεύματος». Το «δημοκρατικό διάλειμμα» των ετών 1963-1965 ακολουθεί η «Αποστασία» και στη συνέχεια η δικτατορία της 21ης Απριλίου και η Μεταπολίτευση που διαρκεί έως σήμερα, μέσα από ετερογενείς μεταπλάσεις του πολιτικού τοπίου και των κοινωνικών του συσχετίσεων.
Η παρούσα πρόταση-υπόθεση εργασίας δεν αποσκοπεί γενικώς στην έρευνα της πολιτικής ποίησης του Γιάννη Δάλλα. Απλώς περιορίζεται στην πολιτική της διάσταση, χωρίς να ξεχνώ ότι ο ποιητής που είναι συνάμα και φιλόλογος υποδεικνύει ότι οι «κοινωνικές και πνευματικές δομές» των έργων τέχνης επιβάλλεται να μελετώνται σε «συνάρτηση» με τις «δομές του αισθήματος». Ως προς τις τελευταίες, οι τρόποι διαμόρφωσης του «σημαίνοντος» εδώ ανταποκρίνονται αβίαστα προς το συνεκδιπλούμενο «σημαινόμενο».
Και για να μην συναινέσω σε τυχόν τυπική διχοτομία «σημαίνοντος» και «σημαινομένου» και στην αναπότρεπτη έτσι διολίσθηση σε πρακτικές ερμηνευτικής αφλογιστίας, θα μπορούσα να προσφύγω στις πιο πρόσφατα επεξεργασμένες εννοιολογικές κατηγορίες του ποιητή-φιλολόγου. Έτσι, στη δοκιμή αυτή, με πρόθεση όπως σημείωσα «πιλοτική», η «κριτική εφαρμογή» θα λάμβανε υπόψη το αναστοχαστικό ημερολόγιο που συμπλησιάζει ποίηση και ιστορία, χωρίς να αξιώνει την εκ των υστέρων νομιμοποίηση αυτής της συστοίχησης.
Επίσης θα συνεκτιμούσε, για τις ανάγκες οριοθέτησης του «σημαίνοντος», την αποστροφή του ποιητή προς τη «βυθοσκόπηση» του κειμένου «ώς τη ρίζα» του για να εξάγεται έτσι «τετραγωνισμένη η αλήθεια του». Σε κάθε περίπτωση, ο Δάλλας θα προτιμούσε να καταστήσει τον «δόκτορα και τον παραμυθά κρυφοσυνάγωγους», και ως «πλανόδιος τροχιστής των λέξεων» ο ίδιος ή ως «αναρριχητής και θαλασσοπόρος» και ως «ποιητής-μετανάστης» να σκορπίζει «λόγια αγριοκάτσικα», κρατώντας ισχυρή τη βεβαιότητα ότι η μέρα του
«χαράζει κατακόκκινη
και με υψωμένη τη γροθιά της».

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: