ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΠΟΥΛΩΤΗ
Εμφανιζότανε κομματιαστά, καθώς τα σκαλοπάτια ένα-ένα την κατέβαζαν. Όσοι δούλευαν στο υπόγειο ή τύχαινε να βρίσκονται εκεί, περαστικοί φίλοι και πελάτες, αντίκριζαν πρώτα ένα ζευγάρι βαθυκόκκινες γόβες, τα λεπτοφυή σφυρά και την αρχή της καλλίγραμμης γάμπας της, ύστερα το υπόλοιπο της γάμπας ίσαμε πάνω απ’ το γόνατο, κι ύστερα, σκαλοπάτι-σκαλοπάτι, τους αποκαλυπτότανε ολόκληρη. Αχαλίνωτη καμπύλη μες στο λινό της φόρεμα, σφιχτό στη μέση, υπόλευκο, με δυο τιραντάκια να συγκρατούν το σφριγηλό της μπούστο, γεμάτο περιστέρια που πετάριζαν αλαφιασμένα σαν από αιφνίδια ντουφεκιά. Η κάθοδός της, τελετουργική, δεν χρειαζόταν και πολύ να καταλάβεις την ερωτική διαθεσιμότητα που ανάδυε κι έναν ναρκισσισμό πολύ πέρα από τη συνηθισμένη γυναικεία φιλαρέσκεια. Αργό κατέβασμα, σχεδόν διστακτικό, λες κι ήθελε η γυναίκα να σιγουρεύει τα βήματά της, που ο οξύς ήχος των τακουνιών της πνιγότανε μες στο μονότονο βογκητό των εκτυπωτικών μηχανών. Οι γοφοί της, λιμπιστικά σμιλεμένοι, λικνίζονταν σε μια κίνηση ρυθμική που ανέβαινε στο στήθος και από κει στο κυμάτισμα των καστανών μαλλιών της –σπαστά, μέχρι τους ώμους, όμορφα μαλλιά, βαριά, με μια σπάνια λάμψη φροντίδας και υγείας.
Η κάθοδος εκείνη στα υπόγεια τυπογραφεία, από Ασκληπιού μέχρι Ζωοδόχου Πηγής, στοίχειωσε τον Αύγουστο των Εξαρχείων και λίγο από
Σεπτέμβρη, δίνοντάς τους μιαν αίγλη παράταιρη εκεί που όλα είχαν βαλτώσει μες στη ρουτίνα τους και σε μιαν υγρή ζέστη που, δίχως ίχνος μελτεμιού, γινότανε αφόρητη –ό,τι δεν έκανε ο Ιούλιος το ανέλαβε επίζηλα ο Αύγουστος. Τα περισσότερα τυπογραφεία της περιοχής, πρώτη φορά, αυγουστιάτικα, έμειναν ανοιχτά ν’ αντισταθμίσουν κάπως τη χασούρα της οικονομικής κρίσης, που σάρωνε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και προοπτική ανάκαμψης μηδέν. Αλλά και όσα τυπογραφεία έκλεισαν για διακοπές, δεν ξεπέρασαν τη βδομάδα -δεν ήταν εποχές να χάνονται δουλειές, διαφημιστικές μπροσούρες έστω, επιστολόχαρτα, έντυπα κουτιά και ό,τι άλλο ευτελές και μπελαλίδικο, χωρίς την αλλοτινή πολυτέλεια για επιλογές.
Κατέβαινε η γυναίκα μ’ ένα μάτσο χαρτιά σφιχτά στο στήθος της. Ποιήματα, έλεγε στερεότυπα, δική της συλλογή, η πρώτη· χειρόγραφα τα πιο πολλά και κάποια στη γραφομηχανή, μια παλιά Olivetti –του μακαρίτη του πατέρα της· αξιωματικός του πεζικού ήταν, από Ήπειρο μεριά, δηλαδή Μέτσοβο, φτυστός ο Ροντέν, τόνιζε -αν τον έχετε ακουστά τον γλύπτη-, κι αυτή μοναχοπαίδι στα όπα-όπα, ώσπου μια μέρα τέλειωσε το παραμύθι. Με το γράψιμο είχε μεράκι από μικρή, συστηματικά όμως αφότου τους άφησε ξαφνικά χρόνους ο πατέρας κι ήρθανε τα πάνω κάτω –ξέρετε τώρα πώς μας αδειάζει η άτιμη ζωή απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, κι η ποίηση είναι στήριγμα, ευτυχώς, για τις αδύναμες ψυχές. Για κείνον τα πιο πολλά ποιήματα· είχε τεράστιο ανάστημα ο πατέρας κι ελαφριά σκιά· μαζί και λίγα ποιήματα ερωτικά –αυτά όμως, τελικά, μπορεί και να μη τα έβαζε στη συλλογή, σαν να ντρεπόταν κάπως τον πατέρα που ήταν και στρατιωτικός άνθρωπος και παλαιών αρχών, κι η μνήμη, ξέρετε, είναι πράγμα ευαίσθητο που βεβηλώνεται εύκολα με κάτι τέτοια. Όχι δεν το μπορούσε το κομπιούτερ, έλεγε, γιατί -πώς να το πω;- μικραίνει το συναίσθημα, κι αν έβρισκε τώρα στοιχειοθεσία με το χέρι, πρόθυμη να πληρώσει όσο-όσο την εκτύπωση, τριακόσια αντίτυπα για αρχή και, βέβαια, εκτός εμπορίου, για φίλους και για φίλους φίλων και για υποψιασμένους γνωστούς· είχε και μια δεύτερη συλλογή στα σκαριά, πρόσθετε δήθεν ταπεινά, αλλά δεν υπήρχε βιασύνη.
Τα λόγια της έτσι όπως έβγαιναν αργά, με μια ηδυπάθεια προκλητική, έγραφαν, θαρρείς, στον πηχτό αέρα συμπαρασύροντας κάτι από το βαθυκόκκινο κραγιόν των χειλιών της, επιμελώς ασορτί με τις γόβες, που, μόλις άφηνε και το τελευταίο σκαλοπάτι, τις έβγαζε και τις κλωτσούσε με απρόσμενη οικειότητα στην άκρη. Και με αφέλεια παιδιάστικη· τόσο χαριτωμένα παιδιάστικη που, δίχως άλλο, θα την έλεγες επιτηδευμένη, κι ας έσπευδε εκείνη να δικαιολογηθεί πως την κουράσανε οι γόβες με τη ζέστη, τη χτύπησαν και στη φτέρνα, ο ποδαρόδρομος στα άθλια πεζοδρόμια -άστα να πάνε- μια δοκιμασία, κι ύστερα τα σκαλοπάτια από τυπογραφείο σε τυπογραφείο –εννοώντας μόνο τα υπόγεια τυπογραφεία, αφού τα άλλα τα προσπερνούσε αδιάφορη· δεν την αφορούσαν. Κι εξάλλου, τι υπέροχη αίσθηση να περπατάς ξυπόλητη και γειωμένη στο δροσερό τσιμέντο, στα πλακάκια, το συνήθιζε από μικρή – και να με συγχωρείτε δηλαδή, αν μοιάζει αγένεια· ανάγκη είναι και συνήθεια.
Κανείς δεν πρόσεχε τα λόγια της, τουλάχιστον στην αρχή, κι αυτό με τη στοιχειοθεσία που ζητούσε τώρα, να το ξεχνούσε, κασέ με το χέρι τέρμα από χρόνια, ολότελα ασύμφορο, αλλάξαν οι καιροί και το μεράκι πάει, πέθανε. Την εικόνα της μετρούσαν βουλιμικά από τα πέλματα ως την κορφή, γιατί αυτή η γυναίκα, που έπεσε στον αποπνιχτικό τους Αύγουστο σαν μάννα εξ ουρανού, μέλωνε αμέσως τη ματιά τους, βαθιά τη μέλωνε, ως μέσα στο φαντασιακό, και πιο μέσα εκεί όπου ανατρέπονται ασύστολα οι νόμοι της φύσης και της λογικής. Κι ήταν δικό της τώρα το φταίξιμο –αυτοί, άνθρωποι τυπογράφοι πάνω απ’ τις μηχανές, ο κάματος της δουλειάς, η πλήξη, αχ, και να δρόσιζε λιγάκι ο καιρός. Όλη η πρόκληση δική της. Αυτή ήταν ο ψαράς, αυτή και το δόλωμα στην άκρη του αγκιστριού –έτσι την έβλεπαν. Κι όλοι εκεί κάτω στα υπόγεια τυπογραφεία, έξω από ηλικία, λες και λαχταρούσαν να σπαρταρίσουν στο αγκίστρι της σαν έφηβοι ποθοπλάνταχτοι, με μια ζωώδη ορμή που θα έδινε νόημα στις υπόγειες μέρες τους.
Τι έπαιζε άραγε στο μυαλό της η άγνωστη γυναίκα ή μήπως όλα ήταν στο δικό τους το μυαλό;
Κάπου ανάμεσα στα τριάντα και τα σαράντα την έκοβαν. Απροσδιόριστος ο χρόνος πάνω της. Μπορεί και πατημένα τα σαράντα. Δεν είχε όμως σημασία. Κι ούτε που μπήκε κανείς στον κόπο να γραδάρει καταλεπτώς την ομορφιά της. Το πρόσωπό της μάλλον συνηθισμένο θα το ’λεγες, κι αυτό που μετρούσε τώρα ήταν τα βαθυκόκκινα χείλη της, τα κυματιστά μαλλιά στο ρυθμό των γοφών της –οι λικνιστικοί γοφοί, τα στητά της στήθη.
Κανείς δεν έμαθε τ’ όνομά της, αφού απέφευγε η γυναίκα επιμελώς να τους συστηθεί, παρόλο που για τ’ άλλα της ζωής της ήταν λαλίλαστη και πρόθυμη να μπει σε κάθε είδους λεπτομέρειες, με κείνη την ανάγκη για εξομολόγηση που τόσο πιο ειλικρινής όσο πιο άγνωστοι οι αποδέκτες. Μόνο την καυτή της ανάσα έμαθαν καλά οι τυπογράφοι, τους κόμπους του ιδρώτα που λαμπύριζαν στη γούβα του λαιμού της σαν ορεία κρύσταλλος και τους πνιχτούς αναστεναγμούς, τα μικρά επιφωνήματά της, που τ’ άρπαζαν λαίμαργα οι μηχανές και τα τύπωναν όπως-όπως ανάμεσα στις αράδες, όταν η πόρτα του υπόγειου τυπογραφείου διπλοκλείδωνε από μέσα ανυπόμονα κι έμενε κάτω ο τυπογράφος, δύο τυπογράφοι ή τρεις. Και γίνονταν τότε πράματα και θάματα εκεί κάτω, που, στις αφηγήσεις όσων ισχυρίζονταν πως είχαν την τύχη να τα ζήσουν, ζωντάνευαν ανάγλυφα κι έπαιρναν τέτοιες διαστάσεις που ξεπερνούσαν το απίστευτο.
Μες στην υπερβολή τους, είχανε τούτες οι αφηγήσεις τη νοσταλγία της επανάληψης, κομπαστικά όρθιο τον ανδρισμό, μαζί όμως και υπόρρητη μια ενοχή, ιδίως στα στόματα όσων ήταν οικογενειάρχες με παιδιά και καθωσπρέπει βίο –μια ενοχή που, ενώ έμοιαζε να βαραίνει, στην πραγματικότητα ακόνιζε ακόμη πιο πολύ επιθυμία και προσμονή. Γιατί -ποιος ξέρει;- μπορεί και να εμφανιζότανε ξανά η ανώνυμη γυναίκα, να ξανακατέβαινε τα σκαλιά με τα ποιήματα σφιχτά στο στήθος, να έβγαζε με χάρη τις βαθυκόκκινες γόβες της και να ρωτούσε πάλι για παραδοσιακή στοιχειοθεσία με το χέρι και τα σχετικά.
Κι όσο η γυναίκα δεν εμφανιζόταν, τόσο την έντυνε ο μύθος της με αχλύ. Απ’ τις κουβέντες στο σινάφι των τυπογράφων διασταυρώθηκε πως εκείνο τον Αύγουστο είχε κατέβει, ναι, τις σκάλες κι άλλων υπόγειων τυπογραφείων· όποια ήταν ανοιχτά, τα είχε πάρει σβάρνα. Κάποιοι μιλούσαν με υπονοούμενα σαν κάτι να τους μάγκωνε να πουν τα πράματα με τ’ όνομά τους ή σαν να σέβονταν αυτό που εκείνη τους αξίωσε, άλλοι περιέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια το πυρακτωμένο της κορμί και τις κρυφές συνήθειές της, κι άλλοι τη λιθοβολούσαν με απαξιωτικά επίθετα ή και χυδαία, που στην ουσία όμως, όπως έβγαιναν απ’ τα χείλη τους φιλτραρισμένα στον πόθο, ήταν σαν να την εκθείαζαν και να της έπλεκαν στέφανον εγκωμίων.
Το παράξενο ήταν πως, καθώς περνούσε ο καιρός, όλο και μεγάλωνε η λίστα των τυπογράφων που γεύτηκαν με τις αφηγήσεις τους το κορμί της, χωρίς να ξέρει πια κανείς πού τέλειωνε η αλήθεια και πού αρχίζαν τα μυθεύματα. Την έκαναν ό,τι ήθελαν με τα λόγια. Έρμαιο η ανώνυμη γυναίκα στις ορέξεις τους. Την ξάπλωναν μπρούμυτα κι ανάσκελα πάνω στις σβηστές μηχανές, πάνω σε ντάνες ατύπωτου χαρτιού, στο πάτωμα, κόντρα στον τοίχο, τη λεηλατούσαν αλύπητα λερώνοντας το υπόλευκο φουστάνι της με μελάνια. Άλλοι την ήθελαν κοκκινομάλλα, άλλοι ξανθιά -τα καστανά σπαστά μαλλιά της τα θυμόντουσαν ελάχιστοι- κι από στόμα σε στόμα τα μάτια της άλλαζαν χρώμα, μαύρο και καστανό, γαλανό, πράσινο. Δεν συμφωνούσαν όλοι στην κορμοστασιά της. Κάποιοι την έλεγαν λεπτή, γαζέλα η γυναίκα, κι άλλοι πάλι ψωμωμένη με κάτι ταλαιπωρημένα στήθια. Η συμπεριφορά της αδιάντροπη σαν να ήτανε καμιά του δρόμου. Όχι, ούτε συζήτηση -κοκκίνιζε στ’ αγγίγματα, ίδια κοριτσόπουλο στην πρώτη του φορά.
Τόσες πολλές και ετερόκλητες οι περιγραφές από το στόμα των υπόγειων τυπογράφων, ώστε το είδωλό της γρήγορα πολλαπλασιάστηκε. Και δεν ξεδιάλυνες πια αν μιλούσαν για την ίδια γυναίκα. Μέσα σ’ αυτόν τον πολυπρόσωπο, σχεδόν φασματικό θίασο, που οι ίδιοι ξαμόλυσαν στα Εξάρχεια, εκείνη ήρθε και χάθηκε ή σαν να μην εμφανίστηκε ποτέ, να μη κατέβηκε ποτέ τις σκάλες. Την ακύρωσαν. Την ανάγκασαν να αναληφθεί εις ουρανούς ιμερόληπτη αγία. Η αγία των υπόγειων τυπογραφείων για έναν ολόκληρο Αύγουστο και λίγο από Σεπτέμβρη. Κι η ποίηση μπορεί να ήτανε απλά ένα πρόσχημα για όλα τούτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου