13/8/10

Όψεις της κυπριακής λογοτεχνίας

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΚΟΡΗ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ (επιμέλεια), Ντίνα Παγιάση – Κατσούρη. Ποιήματα και διηγήματα: μια ανθολόγηση, Αθήνα, εκδόσεις Τόπος [Σειρά : Επί των κειμένων / Κυπριακή λογοτεχνία Ι] 2009, σελ. 200
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ–ΈΛΛΗ ΦΙΛΟΚΥΠΡΟΥ (επιμέλεια), Κυπριακή μετασυμβολιστική ποίηση, Αθήνα, εκδόσεις Τόπος [Σειρά : Επί των κειμένων / Κυπριακή λογοτεχνία ΙΙ] 2009, σελ. 160

Το μεγαλύτερο κομμάτι της λογοτεχνικής παραγωγής της Κύπρου, το οποίο γραφόταν και γράφεται στα ελληνικά, αποτελεί τμήμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τμήμα όχι ιδιαίτερα γνωστό στην αναγνωστική κοινότητα της Ελλάδας. Οι εκδόσεις «Τόπος» εγκαινίασαν τη σειρά «Επί των κειμένων / Κυπριακή λογοτεχνία» με δύο καλαίσθητους και λειτουργικούς τόμους, στους οποίους ανθολογούνται, ερμηνεύονται και σχολιάζονται κείμενα της κυπριακής λογοτεχνικής παραγωγής του εικοστού αιώνα.
Η πολύπλευρη φιλολογική συνεισφορά του Γιώργου Κεχαγιόγλου ενέχει ως μία πτυχή της τη μελέτη της κυπριακής λογοτεχνίας, τόσο της πρώιμης όσο και της σύγχρονης. Δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί αρμοδιότερο επιμελητή για τον εισαγωγικό τόμο της σειράς. Ο Κεχαγιόγλου ανθολογεί ποιήματα και διηγήματα της Ντίνας Παγιάση–Κατσούρη ως μιας από τις πλέον αξιόλογες και χαρακτηριστικές λογοτεχνικές φωνές του μεταπολεμικού τοπίου της κυπριακής γραμματείας. Μέσα από τα ανθολογημένα κείμενα αναδεικνύονται οι ιδεολογικές, θεματικές και τεχνοτροπικές συνιστώσες της πεζογραφίας της Παγιάση: ο ανθρωπισμός συνδυάζεται τόσο με κυπροκεντρική συγγραφική ματιά όσο και με διεθνιστικές προεκτάσεις, ενώ ένας λυρικά φορτισμένος ρεαλισμός, εμπλουτισμένος συχνά με συνειρμικές αναδρομές, συγκροτεί την αφηγηματική κοιτίδα της πεζογραφικής έκφρασης. Ο ποιητικός λόγος της Παγιάση κινείται στην άλω της νεωτερικότητας, όντας άμεσος, ενίοτε ειρωνικός, ορισμένες φορές υπαινικτικός αλλά πάντοτε συναισθηματικά διαυγής, χωρίς να κουβαλά τα βαρίδια του ερμητισμού και της υψηλόβαθμης διανοητικής σκοτεινότητας:
«She is beauty/ είπε στη Σριλανκέζα./ Κι εκείνη την κοίταξε/ αμήχανη και ταραγμένη./ Μα τέλος πάντων/ δεν έβλεπε τη μυστηριώδη/ εβένινη ομορφιά της;/ Το πλατύ της χαμόγελο/ τα γυαλιστερά της χέρια/ τα τορνευτά της πόδια/ το ευκίνητο σώμα της;// Μα τέλος πάντων/ δεν έβλεπε/ πως ήταν μια αναπηρική καρέκλα/ τελευταίας τεχνολογίας;» («Μα τέλος πάντων», σ. 114).
Η μεστή εισαγωγή του επιμελητή βασίζεται σε φιλολογικώς αξιόπιστα στοιχεία, που εισάγουν τον αναγνώστη στο έργο και τις αναζητήσεις της συγγραφέως, την τοποθετούν δίκαια στο χώρο της μεταπολεμικής κυπριακής γραμματείας ως αξιόλογη λογοτεχνική περίπτωση, αλλά καταφέρνουν επιπλέον να χαρτογραφήσουν και γενικότερα την κυπριακή λογοτεχνία στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, φωτίζοντας μία περιοχή αρκετά σκοτεινή για τους Ελλαδίτες φιλαναγνώστες.
Ο Λευτέρης Παπαλεοντίου και η Έλλη Φιλοκύπρου έχουν εμπλουτίσει με το έργο τους τη νεοελληνική φιλολογία. Ο πρώτος έχει διαθέσει ικανό μέρος της έρευνάς του στη μελέτη και την κριτική της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας, ενώ η δεύτερη έχει δημιουργικά συμβάλει στην προσέγγιση του έργου μειζόνων ποιητών μας (Παλαμάς, Καρυωτάκης, Σεφέρης, Εγγονόπουλος, Ρίτσος, Ελύτης κ.ά.). Η Φιλοκύπρου, ως βασική ερευνήτρια του ελληνικού μετασυμβολισμού (Η γενιά του Καρυωτάκη, εκδ. Νεφέλη, 2009), δηλαδή της ποιητικής συνέχειας του φανερωμένου πριν από την έναρξη του εικοστού αιώνα συμβολισμού, και ο Παπαλεοντίου ως επαρκέστατος γνώστης της κυπριακής ποιητικής παραγωγής των αρχών του εικοστού αιώνα, μάς εισάγουν στη χαμηλότονη έμμετρη μουσικότητα και στη μελαγχολική θεματολογία (μοναξιά, θλίψη, μαρασμός, ονειρικός ορίζοντας και συνομιλία με τη φύση) μιας ομάδας αξιόλογων ποιητών, ορισμένοι εκ των οποίων (Γλαύκος Αλιθέρσης, Τεύκρος Ανθίας, Θοδόσης Πιερίδης, Νίκος Κρανιδιώτης, Κώστας Μόντης) ήταν και είναι γνωστοί και στο ελλαδικό κοινό. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η ανάγνωση της εισαγωγής και των ανθολογημένων ποιημάτων πείθει ότι η συγκεκριμένη ποίηση, ποίηση εσωτερικής/υπαρξιακής αναζήτησης που ρυθμικά της ταιριάζει ο ψίθυρος και όχι η δυνατή φωνή, έχει τη δυναμική αισθητικά να ελκύει και ψυχικά να αγγίζει και τους σημερινούς αναγνώστες. Χαρακτηριστικό δείγμα από τη «Μελαγχολία στην Κερύνια» του Κώστα Μόντη (σ. 110) :
«Βαριές, αφόρητα βαριές/ πέφτουν κι ασάλευτες οι σκιές/ στην αγκαλιά του λιμανιού/ και πνίγουνται ανιστόρητα/ σαν αρρωστιάρικες ψυχές/ στη θλίψη αυτού του δειλινού. […] Και παν, βουλιάζουν στον πνιγμό/ κι αυτές οι σκιούλες των παιδιώ/ που τρέλαναν το μόλο,/ με τη δική μου –Θε μου- σκιά/ που πέφτει απ’ όλες πιο βαριά,/ έτσι καθώς περνώ σκυφτά/ μονάχος πια στον κόσμον όλο».

Ο Δημήτρης Κόκορης είναι φιλόλογος και κριτικός, ειδικός επιστήμονας του Α.Π.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: