ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ, Ερμηνευτικά για τη σχολή της Φραγκφούρτης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 189
Η δημόσια ενασχόληση με την κριτική θεωρία δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Οι αντιδράσεις και τα εμπόδια που θα συναντήσει ένας διανοούμενος έρχονται από πολλά μέτωπα. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να προσπεράσει το χάσμα, που στις μέρες μας διευρύνεται, μεταξύ θεωρίας και πράξης, ανάμεσα στη σκέψη και στον ακτιβισμό. Ένα τέτοιο εγχείρημα μπορεί να το αναλάβει μια ανεξάρτητη διανόηση και όχι εν γένει οι διανοούμενοι, μιας και η πρώτη κατηγορία χαρακτηρίζεται από τη δημόσια εκφορά του λόγου της, ενώ η κατηγορία γένους, οι διανοούμενοι, αποκτούν έναν όλο και πιο εξειδικευμένο, ενδεχομένως επιστημονικό, τρόπο έκφρασης. Δεν καθορίζονται μ’ άλλα λόγια από έναν δημόσιο λόγο, αλλά από ένα κλειστό επιστημονικό ή καλλιτεχνικό κ.λπ. σινάφι, το οποίο αναπαράγεται μέσα από τη δική του λογική αναπαραγωγής και περαιτέρω εξειδίκευσης. Αυτό ακριβώς το σινάφι είναι το δεύτερο κι εξ ίσου σημαντικό κώλυμα για μια δημόσια διανόηση, αφού όποιος δεν προσαρμόζεται κι εδώ στους κανόνες στιγματίζεται (συνήθως ως ανειδίκευτος). Γεγονός είναι ότι η πτωτική τάση του ποσοστού της διανόησης είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τον όγκο της παραγωγής έντυπου λόγου, ενώ η περιλάλητη προδοσία των διανοουμένων, η πρόσδεσή τους στο άρμα της εκάστοτε εξουσίας, είναι ευθέως ανάλογη με τη επίταση της εξειδικευμένης εργασίας.
Δεν θα ήθελα εδώ να επεκταθώ σ’ αυτό το καθ’ όλα σημαντικό ζήτημα• τη στιγμή όμως που γίνεται φανερό πόσο η πράξη διψάει για θεωρία, και το αντίστροφο, φαίνεται πως οι δυο αυτές όψεις της ζωής γυρίζουν την πλάτη η μία στην άλλη. Γι’ αυτό και το έργο της διανόησης γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Ωστόσο, ο Φώτης Τερζάκης είναι μια από εκείνες τις προσωπικότητες που μέσα σ’ αυτό το θλιβερό σκηνικό εμμένει στον ρόλο του ανεξάρτητου, δημόσιου διανοούμενου, και γι’ αυτό χρειάζεται να δοθεί προσοχή στο παραγωγικό έργο του.
Ένα πρόσφατο κομμάτι της παραγωγής του είναι ο τόμος στον οποίο συνέλεξε μια σειρά εργασιών για στοχαστές της κριτικής θεωρίας, κι επιγράφεται Ερμηνευτικά για τη σχολή της Φραγκφούρτης. Αναμφίβολα ο τίτλος δεν διαψεύδει το περιεχόμενο. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι πράγματι ο Τερζάκης επιστρέφει τακτικά σ’ όσους στοχαστές απαρτίζουν τη σχολή, με σαφή διάθεση για ερμηνεία κι όχι για σκέτη ακαδημαϊκή επεξεργασία. Για όσους γνωρίζουν το εύρος των ενδιαφερόντων της σχολής και την πλειάδα των στοχαστών οι οποίοι συμβατικά συγκαταλέγονται σε τούτη, γίνεται φανερό ότι η προσπέλαση της κριτικής θεωρίας απαιτεί μια ευρυμάθεια και μια διεπιστημονική ικανότητα για σύνθεση, που ασφαλώς ξεπερνά τον επιστημονικό καταμερισμό εργασίας: φιλοσοφία, ψυχολογία, αισθητική, ιστορία, κοινωνιολογία ποσοτική και ποιοτική, μα και ανθρωπολογία, συμπλέκονται μέσα στη σκέψη αυτών των τέκνων και συνάμα επικριτών του δυτικού πολιτισμού.
Ο Φώτης Τερζάκης, χωρίς να παραγνωρίζει τις δυσκολίες, δεν διστάζει να βυθιστεί στα βαθιά νερά. Όντας ανεξάρτητος διανοούμενος, ξεπερνά τους κατεστημένους επιστημονικούς φραγμούς και διεισδύει στη μεταφυσική, την ψυχανάλυση, την ανθρωπολογία, μα και την πολιτική θεωρία, για να θεμελιώσει την έποψή του.
Βασικός θα έλεγα άξονας της ερμηνευτικής του κατεύθυνσης είναι το ζήτημα της φύσης και η σχέση φύσης κι ανθρώπου στην κριτική θεωρία. Δεν θα ήταν περιττό ασφαλώς να επισημάνει εδώ κάποιος πως η αναφορά στη φύση δηλώνει την εσωτερική (ανθρώπινη) φύση, μα και την εξωτερική τέτοια.
Ο συνεκτικός ιστός στην ερμηνευτική του προοπτική είναι μια βασική πρόταση της Διαλεκτικής του διαφωτισμού των Αντόρνο-Χόρκχαϊμερ: «η κυριαρχία πάνω στη φύση σήμανε την κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο». Αυτή βέβαια η πρόταση έχει μεγάλη προϊστορία και συνδιαλέγεται μ’ ένα πλήθος προγενέστερων στοχαστών. Είναι μια απάντηση, για παράδειγμα, στην έποψη του Λέο Στράους ότι «ο αγώνας για την κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους συνεχίζεται ως το αποτέλεσμα της ανολοκλήρωτης κυριαρχίας πάνω στη φύση».
Έχω την πεποίθηση ότι ανάμεσα στις δυο αυτές επόψεις κινείται όλο το κίνημα του μοντερνισμού, με αποκορύφωμα τη ρώσικη επανάσταση, οπόταν τίθεται με πολιτικούς όρους το ζήτημα: τί μπορεί ν’ αλλάξει με την πολιτική ισχύ στην ανθρώπινη κατάσταση και ποιος μπορεί ν’ ασκήσει την πολιτική εξουσία για να πραγματώσει τον μετασχηματισμό; Η απάντηση που δόθηκε στο μείζον αυτό ερώτημα είναι ότι η ίδια η ανθρώπινη φύση μπορεί να μετασχηματιστεί. Μ’ άλλα λόγια, η άρνηση κάθε ορίου από τη νεωτερικότητα γίνεται εδώ πολιτική κατάφαση.
Το τι εννοούμε ριζοσπαστισμό είναι ένα ζήτημα οπτικής γωνίας. Ωστόσο, ο ριζοσπαστισμός του Φώτη Τερζάκη κινείται προς την κατεύθυνση αυτού που θα ονομάζαμε διαλεκτική της συμφιλίωσης, μέσα από μια ακατάπαυστη μετατόπιση από το υποκείμενο στο αντικείμενο. Τόσο στο δοκίμιό του για την Αρνητική Διαλεκτική του Αντόρνο, μα και στις επισημάνσεις του για τον Άλφρεντ Σμιτ, θα επιμείνει στην απελευθέρωση της φύσης από τη «λαβίδα της κυριαρχίας», όπως χαρακτηριστικά γράφει, τεχνολογικής, οικονομικής και επιστημονικής. Μ’ άλλα λόγια, η σκέψη του προσανατολίζεται στην ανακάλυψη πηγών υποκειμενικότητας στην ίδια τη φύση. Για να το επιτύχει αυτό, ανοίγει μια σειρά από περάσματα: από τη Διαλεκτική του διαφωτισμού στην Αισθητική του Αντόρνο, κι από κει στη μιμητική θεωρία του Μπένγιαμιν.
Είναι γεγονός ότι η μποέμικη φιγούρα του Μπένγιαμιν, που πολλοί θέλησαν να τον επηρεάσουν ενόσω ζούσε και ακόμη περισσότεροι τον διεκδίκησαν μετά θάνατο, άσκησε και ασκεί σε όλους μας μια ιδιαίτερη γοητεία. Ο Φώτης Τερζάκης αφιερώνει αρκετές σελίδες αυτού του τόμου στο στοχασμό του, από τις σκέψεις του Μπένγιαμιν για τη βία μέχρι και τη μιμητική θεωρία του για τη γλώσσα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά, η μυστικιστική, μεσσιανική στιγμή του Μπένγιαμιν, είναι ο γρίφος της φυσικής γλώσσας, που καλούμαστε να ακούσουμε υπό μία προϋπόθεση: ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού και συνάμα να μην παραδοθούμε σε τούτα• να βρεθούμε δηλαδή μέσα στην εννοιολογική σκέψη και συνάμα πέραν αυτής, να αναγνωρίσουμε την τυραννία του λόγου και συνάμα να τον αντιμετωπίσουμε με τα όπλα του.
Επιτρέψτε μου να διατυπώσω μια τελευταία σκέψη, συναφή με τα παραπάνω αλλά και με την επικαιρότητά μας, την οποία καλούμαστε να αναστοχαστούμε με εργαλείο την εννοιολογική σκέψη, ώστε να την ξεπεράσουμε. Θα παραπέμψω σ’ ένα κείμενο του Μπένγιαμιν: το Εμπειρία και φτώχεια. Στο μικρό αυτό δοκίμιο ο Μπένγιαμιν ζητά την κινητοποίηση της γλώσσας, για να δημιουργηθεί μια νέα πραγματικότητα, μια νέα αρχή. Κι αυτό, γράφει, μπορεί να συμβεί τη στιγμή που οι άνθρωποι γίνονται φτωχοί. Φτωχοί από εμπειρίες. Πώς συμβαίνει αυτό; Μα με τη διάψευση των καθημερινών οικονομικών εμπειριών από την οικονομική κρίση, των εμπειριών της ικανότητας του τεχνίτη από την τεχνολογία, ακόμη και των πολεμικών εμπειριών από την πυρηνική εποχή μας και τον πόλεμο από τον αέρα. Όλες οι εμπειρίες της ανθρωπότητας ίσαμε τώρα, μας λέει, έχουν διαψευστεί στις μέρες μας. Και τι απομένει; Ένας νέος βαρβαρισμός, όχι εκείνος των ισχυρών, αλλά όσων μέσα στη φτώχεια δεν αναζητούν, ασφαλώς, «νέες εμπειρίες αλλά ένα περιβάλλον όπου θα εκφράσουν ξεκάθαρα την εσωτερική και εξωτερική φτώχεια έτσι ώστε να προκύψει από αυτό κάτι το σοβαρό».
Όλες οι νέες ελίτ, οι νέες πρωτοβουλίες, οι επαναστάσεις και οι μεταρρυθμίσεις έλκουν την καταγωγή τους από τον ασκητισμό. Έναν ασκητισμό που προκύπτει από την εκούσια ή ακούσια φτώχεια και σημαίνει μια άρνηση της ασφάλειας του status quo. Κάθε γνήσια αναγέννηση, με την επιστροφή σε μια απλή αρχή, κάθε επιστροφή στην απλή αδιάφθορη φύση, μοιάζει σαν ένα πολιτισμικό τίποτε σε σύγκριση με την άνεση και την απόλαυση του κατεστημένου. Σε κάθε απαρχή, ο ιστορικός δεν βλέπει παρά ένα μηδέν. Η στιγμή του αναστοχασμού τον οποίο επαγγέλλεται η κριτική θεωρία είναι η στιγμή που διακυβεύεται η σύνδεση με αυτήν τη μυστική, ασήμαντη απαρχή.
Ο Γιώργος Μερτίκας είναι δοκιμιογράφος και μεταφραστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου