7/8/10

Εμμονές της απόκρυψης

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ


ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, Η παρουσία, διηγήματα, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 190

Σπάνια συναντούμε, στην αφηγηματική μας λογοτεχνία των τελευταίων ετών, βιβλία όπως Η παρουσία του Τάσου Γουδέλη. Βιβλία στα οποία δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε, και τούτο όχι γιατί δεν μπορεί να συμβεί αλλά διότι ο ίδιος ο συγγραφέας φροντίζει συνεχώς να τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια της γραφής του, της επινόησής του, όποτε αυτές πάνε να σταθούν κάπως, προσπαθώντας να αυτονομηθούν και να κάνουν αυτό που τους βγαίνει αυθόρμητα: να διηγηθούν κάτι χειροπιαστό, με υπόσταση. Το γιατί ο Γουδέλης “αυτοκτονεί” εδώ και χρόνια τη φαντασία του, κόβοντάς της τα φτερά, σπρώχνοντάς την στη διάλυση, δεν είναι κάτι που μπορούμε να το ερμηνεύσουμε επαρκώς στα όρια μιας βιβλιοκρισίας. Εξηγήσεις έχουμε δώσει σε προηγούμενα κείμενα, αναφορικά με τις Σκιές γυναικών (1996), τον Ύπνο του Άλφρεντ (1999), τη Γυναίκα που μιλά (2002), βιβλία μιας παραπλήσιας ή παρόμοιας αποσπασματικής τεχνικής, με το ένα να είναι παραλλαγή ή προέκταση του άλλου, καθώς συχνά ο συγγραφέας της Παρουσίας ξαναπιάνει το νήμα αφαιρετικών καταστάσεων που περιέγραψε αλλού (λ.χ. το πεζό η “Νέα μετακόμιση”, σ. 105-110), για να τις αφήσει και πάλι ξεκρέμαστες, αφού ο υποκειμενικός χρόνος υποτίθεται ότι δεν αρχίζει και δεν τελειώνει ποτέ. Στα περισσότερα πεζά όμως της εν λόγω συλλογής, οι καταστάσεις που ανακυκλώνονται με μια χαρακτηριστική νωχέλεια είναι απολύτως “στατικές”. Δεν θα τις έλεγα καν καταστάσεις ύπνου (αν και ο Γουδέλης προς τα εκεί τείνει), γιατί ο ύπνος παράγει όνειρα και η διήγηση των ονείρων σημαίνει, επιτέλους, έναν εγκιβωτισμό της επινόησης μέσα στο τίποτε. Μέσα στη διαρκή αδράνεια ύπνου-ξύπνου. Αν μάλιστα με άφηναν να διαλέξω ένα τίτλο πιο ταιριαστό σ’ αυτό το βιβλίο, θα προτιμούσα αντί της “Παρουσίας” τον τίτλο ενός άλλου διηγήματος: “Άπνοια”. Απείρως περισσότερο δηλωτικό της ημιπληγικής νηνεμίας που χαρακτηρίζει εξακολουθητικά τη ροή της αφήγησης. Από εκεί και η δυσκινησία των νοημάτων, οι παλιλογίες, η υπομανιακή προσήλωση στο ελάχιστο, η βραδύτητα που κυριολεκτικά “κόβει φλέβες”. Ας ορίσουμε λοιπόν -όσο εδώ χωρούν ορισμοί- τις καταστάσεις αυτές ως ενδιάμεσες, αφατικές, που, σημειωτέον, δεν περιγράφονται διόλου εκ των έσω αλλά μόνο απ’ έξω. Δίνουν την ψευδαίσθηση ενός παθητικού, συνειρμικού λόγου, ενώ στην ουσία ο συνειρμικός λόγος σε όλα τα πεζά του βιβλίου είναι απολύτως συντεταγμένος!
Ό,τι θέλω να πω είναι ότι η στρατηγική του Γουδέλη δεν έχει αλλάξει. Όπως ένας κινηματογραφιστής διαλύει στο μοντάζ μια φιλμική αφήγηση και την κάνει αυτό που θέλει, κουρελιάζοντάς την, έτσι και ο συγγραφέας, με μια λογική-νυστέρι, σκηνοθετεί τον εαυτό του με μονίμως πρωθύστερο τρόπο. Μας τον δείχνει σαν μια περσόνα κατατονική, κάπου στα όρια ζωής και θανάτου, για την οποία περσόνα τα ράκη της μνήμης και η όποια αντίληψη της ύπαρξης γίνονται ένα κράμα σκοτεινό, απλωμένο σαν πολτός πάνω στη συναίσθηση του διηνεκούς παρόντος. Όπως όμως συνέβη στο παρελθόν, σε άλλα βιβλία του Γουδέλη, έτσι κι εδώ όλα τα πεζά του δεν αφήνονται σ’ αυτή την περιδίνηση της αυτοπάθειας. Λόγου χάριν, δεν συμβαίνει το ίδιο στα τρία σύντομα αφηγήματα που δηλώνονται ως “Σε ύφος Ρέημοντ Κάρβερ”, ή σε μερικά που ανήκουν στην ενότητα “Σημειώσεις”, όπως αυτό που αναφέρεται στο πρωί της 21ης Απριλίου 1967. Ας προσέξουμε ότι αυτά δένονται σ’ έναν ελάχιστο πραγματολογικό σκελετό, σε μια ελάχιστη σύμβαση, σε μια υποτυπώδη, έστω, αντικειμενική συστοιχία, για να θυμηθούμε τον γνωστό όρο της θεωρίας της ποίησης που ταιριάζει πολύ εδώ. Και για να τραβήξω λίγο πιο πέρα τη συζήτηση, σε σχετικά με το θέμα ζητήματα, θα ήθελα να επισημάνω ότι ο τρόπος αφήγησης του Μαρσέλ Προυστ στο Αναζητώντας, ενός συγγραφέα που υποθέτω ότι ανήκει στο πάνθεον του Γουδέλη, είναι αντίστροφος από τον προκείμενο: ξεκινά από το αφηρημένο, από την ασάφεια των αλλεπάλληλων στρωμάτων της μνήμης, για να προσδεθεί στο συγκεκριμένο. Ως εδώ, δεν θα ήθελα να προτείνω τίποτε περισσότερο, γιατί ξέρω πολύ καλά ότι ανατροπές δεν γίνονται εύκολα, και μάλιστα σε τεχνικές που εμμένουν και δίνουν έτσι ένα ηθικό νόημα σ’ εκείνη την αφήγηση η οποία θητεύει από καιρό στη μη αναπαράσταση. Από την άλλη όμως μεριά, φοβάμαι ότι πέφτουμε σε μια αυταπάτη, θεωρώντας πως ένα έργο, που ανατροφοδοτείται και αναταυτοποιείται επί χρόνια από τα ίδια χαρακτηριστικά, είναι πειραματικό ή νεωτερικό. Και μήπως δεν είναι αυτονόητα εύκολο (αλλά και ανεπαρκές) το να επαινούμε μια λογοτεχνία όπως αυτή, αντιπαραθέτοντάς την στα εκατοντάδες ετήσια σκουπίδια της μυθιστορηματικής μας παραγωγής;

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: