ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Κρυφός Κυνηγός, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 50
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος, που μπήκε στην κόλαση της ποίησης πριν από σαράντα πέντε χρόνια, στη μαινόμενη ηλικία των 17 ετών, δημιούργησε ένα μικρό σε έκταση αλλά βαθύ σε επεξεργασμένο συναίσθημα έργο. Η ποίησή του αποκλίνει αισθητά από το ποιητικό κλίμα των ποιητών της γενιάς στην οποία κατατάχθηκε, κυρίως λόγω του σημαντικού ρόλου που κρατά στην προβληματική του η υπαρξιστική προβληματική των μεταπολεμικών χρόνων. Εξάλλου, οι συνθετικοί τρόποι του δεν απομακρύνονται από τον καρυωτακικό μινιμαλισμό, ο οποίος αποτέλεσε την αποκλειστική συνθήκη άρθρωσης ποιητικού λόγου στον 20ό αιώνα (συμπεριλαμβανομένης της γενιάς του 1930).
Συγκεκριμένα, τα συνήθως ολιγόστιχα ποιήματα του Μαρκόπουλου καταγράφουν στιγμιότυπα του αστικού τοπίου, το οποίο παρουσιάζει χαρακτήρα φυσικού περιβάλλοντος. Δηλαδή, δεν είναι ούτε ομοίωμα κλειστού χώρου ούτε εχθρικός προς το υποκείμενο τόπος. Οι ελάχιστες εμφανίσεις δωματίων δείχνουν την καταφανή διαφορά των δρόμων και των δημόσιων χώρων, με τα κτήρια τα οποία οριοθετούν την ιδιωτική ζωή. Το διϋποκειμενικό εκτός δεν στρέφεται προς το ατομικό εντός, ακολουθώντας τις διαθέσεις τής «λειτουργικής» αρχιτεκτονικής του άμεσου κέρδους. Αντίθετα, το πραγματικό σπίτι του υποκειμένου είναι η πόλη του. Εκεί δείχνεται ως άτομο που διακρίνεται από το πλήθος. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στο περίφημο ποίημα «Η Μπάντα», το ίδιο το πλήθος δεν είναι παρά ένα υποκείμενο με ατομικά χαρακτηριστικά, έτοιμο να συμμεριστεί βουβά την αποκλίνουσα συμπεριφορά ενός παιδιού. Για τον Μαρκόπουλο, το αστικό περιβάλλον μοιάζει μάλλον με έναν πίνακα του Chagall, όπου οι ζωντανές φιγούρες -αδιάφορες φαινομενικά για το φόντο- ξεκλειδώνουν το περιβάλλον τους, αναδεικνύοντας το υπόγειο ρεύμα που φτάνει μέχρι τη διαφορετικότητά τους.
Η νύχτα και η ανοιξιάτικη λιακάδα αποτελούν προνομιακούς φωτισμούς για τα ποιητικά στιγμιότυπα του Μαρκόπουλου. Η νύχτα απλώνει πάνω στα πράγματα και τους ανθρώπους ένα πέπλο μελαγχολικής παραδοχής και η ανοιξιάτικη λιακάδα τους δίνει μιαν απαλή ευκρίνεια αποδοχής. Με αυτούς τους δύο όρους θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την ευαισθησία, που χαρακτηρίζει το οντολογικό σχήμα του ποιητή μας: ο κόσμος μεταβάλλει την όψη του, σημαίνοντας τις διακριτικές, ισορροπημένες διαθέσεις των ανθρωπίνων μορφών, και οι ανθρώπινες μορφές αποτυπώνουν με λεπτότητα την ανθρώπινη συναισθηματικότητα• η μελαγχολική παραδοχή και η ευκρινής αποδοχή συντονίζουν τις μεταβολές και οδηγούν τις αποτυπώσεις. Όποιο ποίημα κι αν πιάσει κανείς από την άκρη της απλής ύφανσής του, θα δει τους γαλήνιους κόμπους τής διακριτικής προσπάθειας του ποιητή να παραδεχθεί το δαιμονιακό και αγγελικό στοιχείο των ανθρώπων και να το αποδεχθεί με τη μεγαλύτερη συγκατάβαση.
ΤΑ ΑΓΡΙΜΙΑ
Γιατί κάποτε γλυκαίνουν και τα αγρίμια./ Όταν χάνουν αυτό που αγαπούν.// Και ένα γυάλινο δάκρυ φυτρώνει στο κίτρινο μάτι τους. (Οι Πυροτεχνουργοί, 1979)
Το δαιμονιακό στοιχείο των αγριμιών γίνεται αγγελική γλύκα μπροστά στο θάνατο. Πώς μπορεί κανείς να παραδεχθεί το θάνατο, αν όχι με μια τελεία ανάμεσα στην ύπαρξή του και στην επικράτεια της απώλειας. Να που το κόμμα το οποίο θα έπρεπε να υπάρχει στο τέλος του πρώτου στίχου, γίνεται τελεία, μια τελεία που οφείλει να προσμετρήσει τη σιωπή του κενού που φέρνει τον τελευταίο, ευκρινή στην αποδοχή του μοιραίου, στίχο.
Όσο για τη διάσταση του χρόνου, για το ιστορικό στοιχείο, δεν υπάρχει πουθενά. Ο χρόνος δίνεται από τις εναλλαγές του φωτός και του σκοταδιού. Ο χρόνος όλος είναι μια μέρα, μια στιγμή της μέρας• και αν πρέπει να επιμηκυνθεί, δεν εκτείνεται πέρα από τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής. Μόνον ο θάνατος μπορεί να έχει διάρκεια μεγαλύτερη, αλλά φυσικά είναι παγωμένη, ακίνητη, προσδιοριζόμενη από ανθρώπινες φιγούρες ασάλευτες σαν αγάλματα:
ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΜΑΪΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Ένας άνθρωπος λιαζόταν στο ταρατσάκι.// Και βέβαια, έτσι που καθόταν,/ έμοιαζε σα να είχεν αποθάνει εδώ και χιλιάδες χρόνια. (ό.π. σ. 12)
Ο άνθρωπος δεν «είχε πεθάνει» αλλά «είχεν αποθάνει», είχε περάσει στο μυθικό χώρο της παράδοσης, όπως λέει η επαρχιωτική εκδοχή του ρήματος. Για κάποιο λόγο που δεν είναι καθόλου σαφής (με τη στενή φιλολογική έννοια) ο κόσμος του Μαρκόπουλου φαίνεται να στηρίζεται στον ανιμιστικό κόσμο της παράδοσης. Γι’ αυτό δεν χάνει στιγμή την γοητευτική συνοχή και σταθερότητά του.
Αυτή η συνοχή και αυτή η σταθερότητα διατρέχουν και τα ποιήματα του νέου του βιβλίου, το οποίο εκπλήσσει, από την άποψη πως ο τόνος της φωνής των ποιημάτων σηκώνεται ξαφνικά, πλησιάζοντας τα όρια της κραυγής, αλλά με τη συμπαγή, σφαιρική, εύπλαστη χροιά του υποκειμένου που έχει επίγνωση της σύστασης και της διάρκειάς του• τόσο που μπορεί ο συνηθισμένος στην ποίηση του Μαρκόπουλου αναγνώστης να πει: «Από πού έρχεται αυτή η φωνή; Είναι του Μαρκόπουλου, φυσικά. Διακρίνεται πεντακάθαρα το ύφος του. Αλλά σαν να αγρίεψε ή να αγανάκτησε η γλώσσα του από τα αβάσταχτα δεσμά της ύπαρξης και να μιλάει το είναι!»
Κουράστηκα πια στα υψίπεδα/ και θέλω χαμηλά να κατέβω,/ το χέρι μιας γήινης να φιλήσω Μαρίας/ που ισιώνει στον κήπο τον κισσό/ και φτιάχνει, στη μάντρα δίπλα, τη μαρμελάδα. (Κρυφός κυνηγός, σ. 34)
Αυτή η κατάβαση κάθε άλλο παρά μια πορεία από την ύπαρξη προς το είναι φαίνεται να σημαίνει. Μάλλον το αντίθετο. Έπειτα, όμως:
Ο θάνατος στους σκουριασμένους νερόμυλους πλέκεται,/ τα πουλιά φεύγουν, χάνονται,/ και τους τρελούς μέσα βαθιά στ’ αυτιά τους/ σκυλιά τους κυνηγούν,/ σκυλιά τους κυνηγούν και καμπάνες.
Πάλι, λοιπόν, η οντολογία του Μαρκόπουλου: το είναι υφίσταται εντεύθεν του ορίζοντα της ύπαρξης. Δεν έχει σημασία αν η ύπαρξη έπεται της ουσίας ή το αντίθετο. Αυτό είναι ένα σαρτρικό ψευδοπρόβλημα, αφού όλα ορίζονται από την σταθερή περιδίνηση του κόσμου στη μήτρα του χρόνου:
Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στον χρόνο. (όπ. σ. 35)
Άφησα για το τέλος ένα ποίημα, που δείχνει ακέραια την ποιητική προσωπικότητα του Μαρκόπουλου, από τις καταβολές της μέχρι σήμερα. Το ποίημα αυτό ισχυρίζεται για λογαριασμό του δημιουργού του πως δεν είναι γέννημα θρέμμα της εποχής του, καθρέφτης και απολογητής της, πως δεν έχει βαλθεί να κάνει το εντυπωσιακά τετριμμένο, τετριμμένα εντυπωσιακό, πως δεν νομίζει ό,τι απελευθερώνοντας τις δυνάμεις τού ασυνειδήτου -που έχει από καιρό πάρει τη θέση του Κυρίου στην πολιτική θεολογία της Δύσης- δημιουργεί, αλλά ακούει την προσαγόρευση της γλώσσας με την καταδεκτικότητα του υποκειμένου που αφήνεται να απλωθεί μέσα στον κόσμο ή αφήνει τον κόσμο να απλωθεί μέσα του:
Γλώσσα μοσχαρίσια, κρεμασμένη σε τσιγκέλι χασάπη./ Γλώσσα αρνιού σε σούπα μωρού./ Γλώσσα χοιρινή σε τραπέζι μπεκρήδων./ Γλώσσα ανθρώπινη σε μικρή λεκανίτσα,/ ύστερα από επέμβαση, σε μικρή λεκανίτσα χειρουργείου.
Με τη σειρά του, ο Γιώργος Μαρκόπουλος ισχυρίζεται για λογαριασμό του ποιήματός του πως για να φτάσεις στη ρίζα της στέρησης της γλώσσας, στην πηγή της διαμαρτυρίας του λόγου για την αποτρόπαιη εισβολή του ακρωτηριασμένου σώματος στην καρτεσιανή –και γι’ αυτό αδύναμη, θλιμμένη- επικράτειά του, πρέπει ν’ αρχίσεις από την φρίκη της σιωπής. Και αρχίζεις με την κατεξοχήν άλογη και σιωπηλή γλώσσα, την αιματηρά δοσμένη στη μοιραία υπαρκτική προοπτική της: το τσιγκέλι του χασάπη. Ύστερα αφήνεις το αίμα της σιωπής να ποτίσει τη σιωπή τής αθωότητας. Μετά, η ματωμένη σιωπή της αθωότητας γίνεται η τραυλή αποφορά τής παρακμασμένης πείρας. Μόνο τότε, μόνο αφού έχεις σχεδιάσει μιαν οντολογία της σιωπής, καταθέτεις τον παραλογισμό μιας ανθρώπινης γλώσσας πεταμένης σε «μικρή λεκανίτσα χειρουργείου». Χωρίς πρόσθετα σχόλια. Τρεις λέξεις, όσες αρκούν για να ορθώσει ο λόγος τη διαμαρτυρία του. Τι περισσότερο από το εξωραϊσμένο όνομα του ακρωτηριασμού, για ν’ ακουστεί η αποτρόπαιη βία της ανθρώπινης σιωπής;
Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου