13/8/10

Διήγημα

Κούβα, για πάντα

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ


Κούβα, για πάντα, ακούστε που σας λέω... Θέλετε ένα ποτό; Τι; Πρώτη βραδιά στην Αβάνα; Εντάξει θα σας παραγγείλω εγώ. Ένα σπέσιαλ! Θα δείτε... ποιο ποτό εννοώ. Σας βλέπω τόση ώρα εδώ, δίπλα μου, να καπνίζετε αμίλητος τα Γκολουάζ και λέω, να ένας σιωπηλός Γάλλος που μοιάζει στον Καμύ... Α..., δεν είστε Γάλλος. Εντάξει... Εγώ πίνω Ντακίρι, πέμπτο απόψε, δεν πατάω στη γη. Γι’ αυτό με βρίσκετε ακόμη στο μπαρ του ξενοδοχείου· νομίζω πως όλα τα βλέπω από κάπου ψηλά, πετάω πάλι.
Αχ η Κούβα... Κάθε ηλιοβασίλεμα, το νησί λούζεται σ’ ένα τριανταφυλλί–μοβ χρώμα που πέφτει σαν άχνη από τα σύννεφα, ενώ στη γραμμή του ορίζοντα στραφταλίζει κόκκινο και πορτοκαλί, ο ήλιος, λιωμένο χρυσάφι στο καμίνι· φλαμίγκος πετούν· το κύμα, μοβ–μπλε, λες και ξέπλυνε ζωγράφος το πινέλο του. Δε μπορείς να περιγράψεις την Κούβα ψύχραιμα, ειδικά την Παλιά Αβάνα· αχ... Habana Vieja.
Καθημερινά κάνω βόλτα στην ατελείωτη παραλία Μαλεκόν, όταν η ωκεάνια δροσιά χωνεύει όλα τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος· στη διάφανη ομίχλη ένα όνειρο τυλίγει την πόλη.
Βέβαια, εξαρτάται από ποια θέση κοιτάζει κανείς τα πράγματα, από ποια θέση... Κι εγώ, προσπαθώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Τι; Ειδικά τις τελευταίες μέρες. Ενώ περπατάω ανάμεσα σε κόσμο ή κάθομαι δίπλα σας, όπως τώρα, ταυτόχρονα τα βλέπω όλα από ψηλά. Αυτό το συναίσθημα μού έγινε πιο έντονο μετά από εκείνη την μοναδική ερωτική νύχτα με την Αλίσια, στην έπαυλη του Χουάν Μποδεγκίτα, θα σας πω...
Την Αλίσια μου την γνώρισε ο Ερνέστος Τσαβαρία, φίλος συγγραφέας, όταν με κάλεσε να πιω το καλύτερο Ντακίρι του κόσμου, στο θρυλικό μπαρ Ελ Φλοριντίτα. Να σας πάω... Α, το έχετε ακούσει! Νύχτωνε για καλά όταν έφτασα, στην αρχή της οδού Ομπίσπο, κοντά στο Καπιτώλιο. Μια μπορντό Σεβρολέτα του 1950, όλο τεράστιες καμπύλες, νίκελ αστραφτερά, με άφησε στην είσοδο του μπαρ, ακριβώς στη γωνία του κτηρίου, χωνί που σε ρουφάει. Είχα πάει νωρίτερα. Τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν με κόκκινα, της φωτιάς, σακάκια. Οι μουσικοί της μπάντας, μελαψοί, οστεώδεις τύποι, μαλλιά ράστα, έστηναν τα όργανά τους, κοντραμπάσο, βιολί, μπόγκος.
Η μεγάλη σάλα του Ελ Φλοριντίτα χωρίς πολύ κόσμο· γλυκιά μυρωδιά πούρου πλανιόταν ανάκατη με δυόσμο, μέντα. Δεξιά, άψογα στρωμένα τραπέζια φαγητού, στη μέση κενός χώρος –πίστα χορού –, κι αριστερά ο εβένινος πάγκος θρύλος..., με τα λευκά σκαμπό, κάποτε επενδυμένα με δέρμα πέους φάλαινας. Πιο πίσω ο κατακόκκινος μπουφές, τα κρυστάλλινα ποτήρια πυραμίδα, τα μπουκάλια δάσος κι από πάνω τεράστιος πίνακας, η Παλιά Αβάνα, ανάμεσα σε νεοκλασικές κολώνες. Στο τέρμα του πάγκου χρύσιζε, μπρούτζινο άγαλμα, ο Χεμινγουέι· όρθιος σε φυσικό μέγεθος, το ένα χέρι στην τσέπη, το άλλο ακουμπισμένο κοντά σε ένα, πραγματικό, κωνικό ποτήρι με Ντακίρι, μόλις φτιαγμένο, αλά Χέμινγουέι σπέσιαλ, 1/4 λικέρ Μαρασίνο, 1 μεζούρα γκρέιπ φρουτ. Το ποτήρι ίδρωνε, το λάιμ σπίθιζε ελαφρά στην επιφάνειά του, όπως ακριβώς εκείνη την ώρα κάπου στα ανοιχτά του ωκεανού θα σπίθιζε φωσφορίζοντας το νερό στο φτερό ενός ξιφία.
Δίπλα στο άγαλμα σειρά φωτογραφίες, οι σταρς του ’50. Ρεμπούμπλικες, σταυρωτά κοστούμια, μοιραίες βαμπ, Λάνα Τάρνερ, Γκρέτα Γκάρμπο· ο Γκάρυ Κούπερ δέσποζε, σαν ένα σπαθί που είχε επίγνωση της κόψης του.
Έχετε δίκιο..., βουβαμάρα απόψε στο ξενοδοχείο.
Λοιπόν, που λέτε, είχαμε πιει με τον Ερνέστο από δύο Ντακίρι, ακούγαμε τραγούδια του Μάρτα Βαλδές, στο απέναντι τραπέζι μύριζε έντονα καραβίδες με σάλτσα τσίλι, δίπλα οι κρέπες φλαμπέ, με Κουαντρό, είχανε πάρει φωτιά, όταν είδαμε να μπαίνει η Αλίσια. Όσο πλησίαζε μου κοβόταν η ανάσα. Λεπτή, μουλάτο, πρόσωπο Μέριλιν..., μαλλί πλατινέ, πάνω από ένα εβδομήντα, μέση σφήκας, φορούσε ασπρόμαυρο μπλουζάκι, λευκή μίνι φούστα, στον ώμο κρεμασμένη μια κίτρινη τσάντα – σάκος. Καθώς περπατούσε η τσάντα τριβόταν στη φούστα, την ανέβαζε, δεν ήξερα ποια μαρμάρινη στρογγυλάδα να κοιτάξω αυτή των στητών μαστών ή των γλουτών της.
Κι όμως, όταν πρωτοήρθα εδώ, ήθελα πάνω απ’ όλα να δω τον Φιντέλ, έστω από μακριά ή μυστικά... Βλέπετε, είμαι από αυτούς που πιστεύουν πως ο πραγματικός Κάστρο ζει και βασιλεύει αλλιώς... Κι αυτός που μας δείχνουν οι τηλεοράσεις είναι ένας γερασμένος σωσίας του. Επίτηδες το κάνουν για να μη βρουν ποτέ στόχο οι πράκτορες των Αμερικανών – μια ζωή να τον σκοτώσουν προσπαθούν. Όσο για τον Τσε, εκκλησία μου το μουσείο του, οι εικόνες. Το άγιο πρόσωπό του μαυρόασπρος άνεμος τυπωμένος σε μπλούζες και αφίσες. Ο Τσε, νέος, ζει ακόμη και στη φωτογραφία που τον δείχνει νεκρό· το βλέμμα του βασιλεμένο πίσω από τον Θεό, στο άπειρο της αιώνιας επανάστασης. Για μένα και οι δύο είναι αναλλοίωτοι στο χρόνο και η επανάσταση ζωντανή, στον αιώνα τον άπαντα. Φιντέλ και Τσε παντοτινά νέοι, μαζί τους κι εγώ. Επανάσταση και έρωτας, έρωτας και επανάσταση.
Βαρεθήκατε; Όχι, ε; Τι λέτε, το γυρίζουμε στα Μοχίτος; Με δυόσμο ή μέντα; Αφήστε, κερνάω εγώ. Απόψε με κάνετε να νιώθω ζωντανός. Κατεβαίνω από τα σύννεφα.
Λοιπόν, ο Ερνέστος, ήξερε τον καημό μου, να παντρευτώ γυναίκα είκοσι χρόνια νεώτερή μου. Μου τόνισε: πρόσεχε με την Αλίσια..., όχι γιατί η μάνα της είχε τη ρετσινιά της «γουσάνας», αντικαθεστωτικιάς..., αλλά γιατί αυτό που έχει κάτω από τη φούστα της δεν νικιέται! Έχει πεθάνει κόσμο. Κι εγώ γέλασα... Λάτρευα τις γυναίκες· κάθε φορά που βρισκόμουν μέσα τους συναντούσα το αιώνιο κομμάτι του εαυτού μου, πώς να με νικήσει;
Με προσέχετε;
Ξεκινήσαμε σχέση με την Αλίσια και ένα βράδυ με πήγε στην έπαυλη ενός φίλου της, του Μποδεγκίτα που σας ανέφερα –έλλειπε σε ταξίδι. Ένα ραμολιμέντο, λαμόγιο, που άρχιζε να ξεπέφτει, ακόμη σύνδεσμος του Κρατικού Συμβουλίου Ενέργειας με πετρελαιοπαραγωγούς.
Η έπαυλη, παλιό ολλανδικό παλάτι. Κήπος απέραντος, πισίνες, γήπεδα τένις, σταύλοι και μέσα άπειρα δωμάτια, σαλόνια. Έπιπλα μαρκετερί, σκαλιστά, στόφες μεταξωτές, μπαρ με όλα τα ουίσκι, λογιών pousse-café, γαλλικά και ιταλικά κρασιά, αριθμημένα. Η τεράστια κρεβατοκάμαρα εκτός περιγραφής· αρκεί να πω ότι το αυτοκρατορικό κρεβάτι με ουρανό ήταν του Ναπολέοντα του Γ΄. Στον τοίχο, πέντε μέτρα, καθρέφτης, στη μέση κάτι σαν μπανιέρα–πισίνα.
Απέναντι σε όλα αυτά εγώ είχα το πλεονέκτημα του γάμου... Τα είχε πει, για μένα, ο Ερνέστος στην Αλίσια: «...φίλος μου, Εμπορικός Αντιπρόσωπος, ψάχνει μικρή γυναίκα. Πολύ ερωτικός άντρας». Και η Αλίσια ήθελε σαν τρελή να παντρευτεί, να ξεφύγει από τους γέρους... Με παρακολουθείτε; Όλος αυτιά, ε...
Εκείνη τη νύχτα... Εκείνη τη νύχτα ήμουνα... στο μυαλό της. Ήξερα πώς με έβλεπε... Ένιωθε έναν άντρα όπως ποτέ άλλοτε, να την φυλάει υγρά, να την ξελιγώνει με μαεστρία, να την κάνει ρευστή σαν τους καταρράχτες του Νιαγάρα. Υπήρχε μια σκιά ανάμεσα στα πόδια της κι ένα αρσενικό που τη ρουφούσε, την καταβρόχθιζε, σαν το μοναδικό φως της ζωής του. Κι έκανε έρωτα με τις ώρες, η Αλίσια, από κάθε οδό, μέχρι που λιποθύμησε, λέγοντας πως δεν άντεχε άλλο, δεν άντεχε, κουράστηκε να έχει οργασμούς, ήθελε να κοιμηθεί. Κι ο άντρας που είχε νικήσει το θηλυκό μέσα της, ο πάντα νέος, ήμουν εγώ.
Μόλις εκείνη κοιμήθηκε, ένιωσα μια μαχαιριά στο στήθος. Έτρεξα τρικλίζοντας στο μπαρ, ήπια τριπλό κονιάκ, στανιάρισα. Όμως κάτι ούρλιαζε μέσα μου, βούιζα σα να έφευγα από το σώμα μου. Πήρα ένα από τα αυτοκίνητα του Μποδεγκίτα· βγήκα στην παραλιακή. Ξημέρωνε. Τα φώτα ενός φορτηγού από απέναντι, έκαναν καθρέφτη το δικό μου παρμπρίζ. Και είδα το πρόσωπό μου. Αλλόκοτο. Ασυναίσθητα έβαλα μπροστά τους υαλοκαθαριστήρες. Και η φιγούρα μου έσβησε αργά και σταθερά. Εξαφανίστηκε.
Δεν υπήρχα.
Όσο το σκέφτομαι, είμαι ένας νεκρός που αρνείται να το δεχτεί.
Μια ψυχή που, κατά τις παραδόσεις, επί σαράντα μέρες τριγυρίζει σχεδόν ενσαρκωμένη.
Λέω να κεράσω ένα τελευταίο Ντακίρι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: