21/8/10

Η ήττα της εξέγερσης και η νίκη της ποίησης

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ, Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, Εκδόσεις Γαβριηλίδη, σελ. 46
Η «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» του Γιώργου Μπλάνα είναι μια εννιάστροφη σύνθεση, ένα εγχείρημα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς συνδέει το ποίημα και τον ποιητή με μια παράδοση που είχε αρκετές (και εμβληματικές) κορυφώσεις κατά τη διάρκεια του λογοτεχνικού μας 20ού αιώνα. Συνοδεύεται σ’ αυτή την έκδοση από ένα μικρότερης έκτασης αλλά όμαιμο σύνθεμα, το “Αγίου Οκάτη ανήμερα”, όπου και σ’ αυτό, όπως θα δούμε, ο Μπλάνας επιχειρεί ό,τι ακριβώς και στην «Ωδή», να επινοήσει μια ελεύθερη, δηλαδή μια διάτρητη ως προς την ακολουθία του συμβατικού χρόνου συνάντηση μορφών της ιστορικής μας διαχρονίας, με κοινό χαρακτηριστικό την επική δράση τους, η οποία αποκτά το νόημά της όταν προβάλλεται στον συλλογικό ορίζοντα. Και λέω “συλλογικό” και όχι εθνικό ή πολιτικό ορίζοντα, για ευνόητους λόγους. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα όπου το αρχέγονο συμπλέκεται με το ιστορημένο και όπου η προφορική αφήγηση διασταυρώνεται με τη λατρευτική παγανιστική παράδοση. Με στίχους γεμάτους εσωτερική ένταση, με εικόνες κατάστικτες από την ευφάνταστη αλχημεία, που όμοιά της συναντούμε και στο δημοτικό τραγούδι, με μια γλώσσα που αποθησαυρίζει λέξεις και φράσεις στη διαδρομή από την αρχαία ως τη μεσαιωνική και ως τη νεώτερη φάση της, ο Μπλάνας συγκεντρώνει στις όχθες του ποταμού των Τρικάλων, την τελευταία νύχτα του χειμώνα, τις σκιές του τοπικού άγιου Οκάτη, του Ευθύμιου Βλαχάβα, του Στέφανου Σαράφη και του Κωνσταντίνου Κανάρη. Προέρχονται, όπως φαίνεται αμέσως, από διαφορετικές χρονικές στιγμές, αλλά τους βάζει να κουβεντιάσουν, θεωρώντας τους της ίδιας “φυλής”, της ίδιας αντίληψης για τη συλλογική μοίρα, καθώς, όπως λέει χαρακτηριστικά, σ’ όλους αυτούς “Υπήρχε πατροπαράδοτη η λίμνη της βαθιάς ψυχής/ αλλά χρειάζονταν οι περιστάσεις να τους συντρέξουν” (σ. 38).
Το “Αγίου Οκάτη ανήμερα” είναι, όπως είπα, όμαιμο αν και λιγότερο “φιλόδοξο” σε σύγκριση με την “Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη”. Διατρέχεται από το ίδιο πνεύμα, υφοποιείται από τον ίδιο ψυχικό παλμό, από την ίδια αίσθηση των ομόκεντρων κύκλων της ανδρείας, αφού, εξάλλου, και οι δυο συνθέσεις είναι πολύ κοντά ως προς το χρόνο της δημιουργίας τους - οι πρώτοι μήνες του 2007. Την “Ωδή”, που την πρωτοδιάβασα στις “Αναγνώσεις” της Κυριακάτικης Αυγής, την είχα ήδη ξεχωρίσει σε μια επισκόπηση για την ποίηση της ίδιας χρονιάς, πιστεύοντας ότι με τέτοια ποιήματα μαθαίνουμε και πάλι αυτό που είμαστε, μαθαίνουμε τον εαυτό μας. Παρά το ότι η “Ωδή” είναι ένα μοντέρνο στο είδος του ποίημα, αποτελώντας από τυπική άποψη άθροισμα σκόρπιων και αποσπασματικών εικόνων ή φράσεων, έχει μια σαφή αλληλουχία νοημάτων, κάτι που δηλαδή αίρει την ακραιφνή νεωτερικότητά του και το κάνει να ανήκει παντού. Γιατί στόχος της ωδής δεν είναι η μορφική αποδέσμευση, τα εξωτερικά στα οποία συνήθως σταματούν οι φιλόλογοι, όσο η συνάντηση των σκορπισμένων στο χρόνο περιπτώσεων επικής ομοφρονίας, των σημείων της ιστορίας όπου ο άνθρωπος αντιμετωπίζει το πεπρωμένο του. Η ωδή έτσι είναι ένα διακείμενο σύνθεμα από στοχασμούς, από σπαράγματα στίχων και κρίσεων, που όλα μαζί δημιουργούν μια αφήγηση “ανδρείου” παραδείγματος. Οι άμεσες, ρητές ή οι πλάγιες αναφορές στις Θερμοπύλες, οι διαρκείς εξακτινώσεις στον Σολωμό, στον πόλεμο της Τροίας, στον Κάλβο, στους μαχητές της παρισινής Κομμούνας, στον Βελουχιώτη, στον Κολοκοτρώνη και σε άλλες μορφές ενός διϊστορικού προσκήνιου, με κεντρική πάντοτε μορφή τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, συγκλίνουν μέσα από τη ρομαντική φαντασία του Μπλάνα σε μια ενότητα των ιδεολογικά “ομόλογων” μορφών της ιστορίας που τείνουν προς το υψηλό.
Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά. Τα μονίμως μακροσκελή συνθέματα αυτού του ποιητή, έχουν όλα τους μια παραμυθητική αναγωγή, μια ολοφάνερη αναγωγή σε μύθους, που αν γνωρίζουμε να τους ακούμε και να τους διαβάζουμε σωστά, δηλαδή χωρίς τα παραμορφωτικά φίλτρα των πάσης φύσεως κοσμοθεωρητικών ή πολιτικών στρεβλώσεων, είναι το μόνο σχολείο που μας απέμεινε για να μάθουμε ξανά τις συλλογικότητες. Η αγάπη του Μπλάνα για τα μακρόστιχα και εκτενή στο σύνολό τους ποιήματα, και συνάμα η αγάπη του για τους μύθους, ενισχύει νομίζω τον προηγούμενο χαρακτηρισμό της δημιουργικής φαντασίας του ως ρομαντικής. Αυτή η κάπως βιβλική πνοή που διαπνέει την Ωδή, ήταν αισθητή και σε άλλα βιβλία του, στην Αναπόφευκτη ανθηρότητά σου (1990), στη Νύχτα (1991), στο Παράφορο (1997), και στα άλλα που ακολούθησαν. Προϊόντος του χρόνου, όμως, το ρομαντικό βίωμα, που οραματιζόταν τον άνθρωπο “σαν δέντρο δραματικά μοναχικό” (για να θυμηθώ ένα στίχο του) μέσα στο δάσος της Ιστορίας, μετουσιώθηκε σε κάτι οργανικότερο, σε κάτι της φυσικής τάξεως των πραγμάτων. Γι’ αυτό και οι συνθέσεις του έπαιρναν το μεταφυσικό ρίγος του όντος, τη θεολογική του ενατένιση, και το άλλαζαν σε ρίγος του ανθρώπου, της ύπαρξής του δηλαδή. Για να διευκρινίσω κάπως περισσότερο αυτό το “μεταφυσικό του όντος”, θα μπορούσα να πω εδώ, ότι και στα πρώτα του ακόμα βιβλία ο ποιητής φαίνεται ότι αναζητά εναγωνίως την αλήθεια, και, με αυτή την έννοια, ο ορίζοντάς του είναι αποκαλυπτικός. Προσδοκά να νιώσει μέρος μιας αλήθειας, αλλά και εκεί, στα παλαιότερα βιβλία του, όπως και τώρα, οι στοχασμοί και οι διερωτήσεις του δεν υπακούουν σε κάποιο σύστημα. Βγαίνουν από μια κατάσταση ψυχικής μέθης, από ένα “παραλήρημα” εταστικό, που λέει και ξαναλέει ότι η ουσιαστική γνώση είναι μια.
Η αλήθεια για την ποίηση, έτσι όπως την αναγνωρίζουμε στην Ωδή του Μπλάνα, είναι ο τρόπος της να αισθάνεται την πραγματικότητα, αντιμετωπίζοντας το ιστορούμενο γεγονός, όχι σαν δίδαγμα αλλά σαν φαντασμαγορία της βίωσης της Ιστορίας, όπου όλα είναι ένα και το ένα είναι τα πάντα. “Βέβαια, βέβαια παλικαρά”, αποτείνεται στην οπτασία του Καραϊσκάκη, “υπήρξες Αχιλλέας κι άλλοι πολλοί γενναίοι μαζί, συμπεριλαμβανομένου και του γεωπόνου Άρη Βελουχιώτη. Βέβαια, βέβαια παλικαρά, η πράξη της εξέγερσης είναι όπως πάντα μία” (σ. 28). Συνθέσεις, όπως αυτή εδώ, ασφαλώς και δεν είναι σπάνιες στη διάρκεια της ελληνικής ποίησης του 19ου και του 20ού αιώνα. Άλλωστε, η συνομιλία με τον Σολωμό και τις Ωδές του Ανδρέα Κάλβου, όπως ήδη είπαμε, είναι κάτι περισσότερο από ευδιάκριτη, αν και ενσωματωμένη στη διαχρονία και στη διατοπία ενός μύθου που δεν είναι καν ελληνικός ή εθνικός, ή οτιδήποτε άλλο, χρονολογημένο και τακτοποιημένο από την Ιστορία, αλλά μύθος που τον αισθάνεται η περσόνα του ποιητή ως κάτι που το ανασυνθέτει για λογαριασμό της όπως και για λογαριασμό μας: “Εσείς δεν είστε οι Πόρφυρες που τριγυρνάτε στα ρηχά κι αρπάζετε τα νιάτα των κολυμβητών;” (σ. 28), ρωτάει, χλευάζοντας και μεταμορφώνοντας το σολωμικό κακό σε βουλιμία της εξουσίας. Και για τον Κάλβο, “ο άλλος, που δεν ήξερε τη γλώσσα, είδε στον πυρετό του ηφαίστεια μεσοπέλαγα, σαν νεκρικές πυρές:/ ελπίδες, φόβους, αγωνίες και πάθη (τα υψηλά), τον πόνο μας που γίνεται περιουσία με τον καιρό” (σ. 21). Η Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη είναι η αφήγηση ενός οράματος, όπως, τηρουμένων των αναλογιών, αφήγηση ενός οράματος ήταν η Ανεράδα του κορυφαίου κύπριου Βασίλη Μιχαηλίδη, όπως Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης του Ουίλλιαμ Μπλαίηκ, ή, πιο κοντά στις δικές μας καταβολάδες, ο Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου.
Η σύνθεση ακολουθεί τη διαδρομή της ζωής και του θανάτου του Καραϊσκάκη, όχι βέβαια με τη χρονολογική τάξη, αλλά με την αταξία της φαντασίας. Ο Μπλάνας, χωρίς να αλλάζει τίποτε, ανασκευάζει όπως είπαμε τα πάντα, μεταμορφώνοντάς τα σε βιώματα της δικής του βιογραφίας, ως πραγματικότητες της δικής του αντίθεσης απέναντι στην ιστορία ως εξουσία. Για τούτο και οι αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις και διασταυρώσεις, με πρόσωπα και γεγονότα που αντιστρατεύθηκαν τη λογική της, και που επέζησαν ή μνημονεύθηκαν όχι γιατί επιβλήθηκαν αλλά αντίθετα γιατί ηττήθηκαν! Ο Δαντών, ο Λεωνίδας, ο στρατηγός Σαράφης, ο Βελουχιώτης, ο Μαγιακόφσκι, ήταν από τους χαμένους, αλλά η ήττα ήταν εκείνη που τους έκανε σύμβολα ήθους. Γλώσσα παροξυσμένη, με συνεχείς αυξομειώσεις στο ρυθμό της που υποδηλώνουν τον ενθουσιασμό της αταξίας, και παραταύτα ένα πλήθος από στίχους - εικόνες κρυστάλλινης διαύγειας και στοχαστικού αποθησαυρισμού, που η αλληλουχία τους είναι προφανής. Η Ωδή είναι ένα δοξαστικό της παλικαριάς, της αψηφισιάς, της αδιαφορίας για τα όρια, της αδιαφορίας για την ίδια τη λογική και τη σοφρωσύνη: “Όμως ήσουν αυθαίρετος: μια φωτεινή τρέλα που έπρεπε να τελειώσει. Μόνον έτσι θα μάθαινες ακέραιο το φόβο που μας κάνει λογικούς” (σ. 26).

[Ένα μέρος αυτης της βιβλιοκριτικής ήταν εισήγηση για την ποίηση του Γιώργου Μπλάνα στο φετινό 30στό Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας]

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: