ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΠΟΥΛΟΣ: ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 19ο ΣΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ (3)
Αυτό το κείμενο του Επισκοπόπουλου στρέφεται κατά των Νεοελλήνων κριτικών, οι οποίοι με τη μεγαλύτερη ευκολία επικρίνουν έργα μεγάλων ξένων συγγραφέων. Θεωρεί ότι η επίκριση του Maeterlink και του France με εξαιρετική ευκολία, και ο εξίσου εύκολος έπαινος για Έλληνες κωμειδυλλιογράφους, αναδεικνύει την ανεπάρκεια της εφημεριδογραφικής κριτικής. Το σχεδόν ροϊδικού τύπου επιθετικό και ειρωνικό αυτό άρθρο είναι εξίσου μηδενιστικό με τον τρόπο που παρουσιάζεται το θέμα. Παρόμοιο είναι το άρθρο του για τον Π. Νιρβάνα, στις 22-1-1903 στο Νέον Άστυ. Όπως και στο «Ολίγη φιλολογία» (9-12-1902), η κριτική στην Ελλάδα είναι το βασικό θέμα του άρθρου, αλλά με πιο επιθετικό τόνο για τις δημοσιογραφικές κριτικές που παρανοούν τα ξένα κείμενα. Συγκεκριμένα, εστιάζει στην υποδοχή των θεατρικών έργων μεγάλων συγγραφέων και τις σοβαρές παρερμηνείες τους. Στόχος του είναι να αναδείξει την απομόνωση που επιφέρει ο κακώς εννοούμενος «πατριωτισμός» των «Ιπποτών της ελληνικής ψυχής» (πρβλ. άρθρο της 22ας-8-1899). Η πολιτισμική επαφή συνιστά βασική προϋπόθεση για τη συμμετοχή στο νέο γίγνεσθαι και ο Τύπος μπορεί να γίνει το όχημα για την προετοιμασία του κοινού, ώστε να δεχτεί όλες αυτές τις κοσμογονικές αλλαγές που ο Ροΐδης ονόμασε «πνευματικόν σάλον». Οι μεγάλοι συγγραφείς θα πρέπει, πάντα κατά τον Ν. Επ., να χρησιμοποιήσουν με υπεύθυνο τρόπο το παντοδύναμο αυτό όχημα, για να καταφέρουν την πολυπόθητη γόνιμη επαφή με τη νέα εποχή.
ΝΙΚΟΣ ΜΑΥΡΕΛΟΣ
Ολίγην μετριοπάθειαν κύριοι
Τελευταίως ανέγνωσα ένα άρθρον Γάλλου συγγραφέως περί της φιλολογικής αναρχίας, η οποία κατέχει ολοέν την γαλλικήν φιλολογίαν. Προ είκοσιν ετών ακόμη, ακολουθούσα τας παλαιάς παραδόσεις η Γαλλία, είχε ποιητικάς σχολάς, υπήκουεν εις διδασκάλους, είχεν αρχάς και προπάντων ιεραρχίας.
Και ιδού η σύγχυσις επικρατεί και μία αναρχία γνωμών και εκτιμήσεων και ένας δαίδαλος. Καμία σχολή δεν διεδέχθη τον πραγματισμόν και τον ρομαντισμόν και τον συμβολισμόν. Κανείς δεν υπείκει εις τον άλλον, όλοι είναι διδάσκαλοι, όλοι είνε δημιουργοί των εγώ των.
Και ο Γάλλος αρθρογράφος θεωρεί μολαταύτα το τοιούτον ως σύμπτωμα ζυμώσεως, ως αγγελίαν μελλούσας ακμής, ως το χάος το οποίον προηγείται πάσης δημιουργίας.
Η φιλολογική αναρχία της Γαλλίας και η σύγχυσις είνε το ψηλάφημα και η ενέργεια προς γέννησιν έργων και σχολών και εποχής νέας.
Και ήθελα να ήξευρα αν έχη τόσον ωραίους σκοπούς και τόσον αγαθόν μέλλον και η φιλολογική αναρχία και η δημοσιογραφική αναρχία και η ποιητική περιφρόνησις, της οποίας παροξυσμός διέρχεται ολονέν η Ελλάς.
Ευρισκόμεθα και ημείς εις μίαν φιλολογικήν αναρχίαν.
Επί δύο-τρεις εβδομάδας τώρα παρακολουθώ τους θεατρικούς κριτικούς, όλην την δραματικήν αρθρογραφίαν των εφημερίδων και ομολογώ ότι αισθάνομαι κατάπληξιν και κάποιον θαυμασμόν.
Εις επτά ακριβώς εφημερίδας και από κριτικούς γράφοντας τακτικώς εις αυτάς είδα περιφρονούμενον, προπηλακιζόμενον, καυτηριαζόμενον, καταργούμενον, γελοιοποιούμενον, εξευτελιζόμενον και δεινοπαθούντα και εξουθενωμένον κατά σειράν τον Σαίξπηρ πρώτον, επ’ αφορμής του «Χειμωνιάτικου παραμυθιού», τον Ανατόλ Φράνς, επ’ ευκαιρία της παραστάσεως του «Κραίγκμπιγ», και τον Μαίτερλιγκ, επί τη υποψία της μελλούσης καθόδου του εις την Ελλάδα.
Μία εφημερίς εις την οποίαν συνεργαζόμην και εγώ άλλοτε, έγραφεν ότι το «Χειμωνιάτικο παραμύθι» είνε εξάμβλωμα.
Τρεις εφημερίδες, επ’ αφορμή της παραστάσεως του «Κραίγκμπιγ», απεκάλεσαν ανούσιον, γελοίον, έκφυλον, ακατανόητον, παγωμένον, ανοσιότατον και αμύαλον το έργον, μία δε εξ αυτών ηπόρει πώς είνε δυνατόν να είνε ακαδημαϊκός άνθρωπος ο οποίος έγραψε τοιούτον τερατούργημα.
Δύο εφημερίδες πάλιν, επ’ αφορμή της καθόδου του Μαίτερλιγκ, τον εστόλισαν με ύβρεις τας οποίας δυσκολεύομαι να επαναλάβω, τον απεκάλεσαν μαλλιαρόν – και είνε από τους ολίγους συγγραφείς οι οποίοι ούτε κόμην, ούτε γένειον τρέφουν - έκφυλον, νεφελώδη, τσαρλατάνον και του εχάρισαν χίλια άλλα χειρότερα ακόμη και τελειωτικότερα επίθετα.
Ο θεός να με φυλάξη από του να υπερασπιστώ τους ανωτέρω συγγραφείς. Θα ηδυνάμην να επικαλεστώ την γνωστήν φιλοξενίαν, η οποία διακρίνει τους έλληνας, να είπω πόσον πατροπαράδοτον είνε και εις τας σχετικώς ολιγότερον πολιτισμένας γωνιάς της πατρίδος μας το απαραβίαστον των ξένων.
Διότι επί τέλους, μολονότι έχει τα ελαττώματά του ο Σαίξπηρ, όπως και κάθε άλλος άνθρωπος, δεν δύναται να του αρνηθή κανείς κάποιαν ελαχίστην γωνίαν εις την ιστορίαν της αγγλικής φιλολογίας. Έχομεν δραματικούς συγγραφείς μεγάλους ολονέν εις την Ελλάδαν, κωμειδυλλιογράφους ιδίως καικωμωδιογράφους, αλλ’ αμφιβάλλω αν είνε πολλοί τόσον μεγάλοι όσον ο Σαίξπηρ. Μεταξύ αυτού και του κ. Περεσιάδου πιθανόν η αθανασία και να μη διστάση.
Όσον δια τον Ανατόλ Φρανς, απορούμεν και ημείς πώς έγινεν ακαδημαϊκός, φρονούμεν όμως ότι είνε σκληρόν να υπενθυμίζωμεν εις την Ακαδημίαν – εις τριάκοντα εννέα αξιοσεβάστους επί τέλους ανθρώπους – το λάθος των. Άλλως τε είνε κακόν αθεράπευτον.
Όχι μόνον δεν παύονται οι ακαδημαϊκοί, αλλ’ ούτε καν παραιτούνται και εκτός του παραδείγματος του Ολιβιέ, όστις έμεινεν επί τινα έτη μετέωρος ακαδημαϊκός, κανείς μέχρι τούδε δεν εξήλθεν, άμα εισελθών, διά των θυρών της. Ο κ. Παλαμάς ή ο κ. Σωτηριάδης δύνανται να παυθούν αν εξεγερθώμεν, ο Ανατόλ Φρανς όμως είνε δύσκολο.
Δεν θα είπω τίποτε δια την αξίαν του συγγραφέως του «Κραίγκμπιγ», όπως δεν θα είπω τίποτε και δια την αξίαν του Μαίτερλιγκ. Η Γερμανία, ολονέν ευρισκομένη εις χαμηλότερον φιλολογικόν επίπεδον σχετικώς με ημάς, παίζει αποκλειστικώς εις τα θέατρά της έργα του συγγραφέως της «Μόνας Βάννας» και τον θεωρεί ως τον πρωτοτυπότερον δραματικόν της εποχής.
Οι Άγγλοι αναγινώσκουν τα φιλοσοφικά του δοκίμια απλήστως, η Γαλλία τον διεκδικεί από το Βέλγιον και, επειδή ο αλληλοθαυμασμός μεταξύ συγγραφέων άνευ αξίας συμβαίνει παντού, ο Ανατόλ Φρανς ανακηρύττει την «Ζωήν των Μελισσών» του Μαίτερλιγκ ως έν των ποιητικοτέρων βιβλίων της δεκαετίας αυτής.
***
Όχι, ορισμένως και ο Σαίξπηρ και ο Ανατόλ Φρανς και ο Μαίτερλιγκ ήξιζαν καλλιτέραν τύχην. Ηξίζαμεν καλλιτέραν τύχην ημείς οι αναγνώσται των εφημερίδων. Διότι εξακολουθώ ν’ αμφιβάλλω – αμφιβάλλω μάλιστα ολονέν και περισσότερον – ότι η φιλολογική αυτή αναρχία δύναται να είνε καλόν σύμπτωμα, να προσημαίνη ζύμωσιν και ακμήν της ελληνικής διανοίας. Προβλέπω μάλλον παχυλήν αμάθειαν και ευσυνειδησίαν ελαχίστην, μαντεύω μάλλον φιλολογικόν αβδηριτισμόν.
Ο κακομεταχειρισμός του Σαίξπηρ είνε δι’ εμέ απλή αρμονία των βανδαλισμών κατά της μεταφράσεως της «Ορεστείας», είνε σημείον συσκοτισμού των καιρών και της συγχύσεως των οριζόντων, έν σημείον το οποίον είνε δια τον φιλόσοφόν σας περίεργον, αλλά δι’ ημάς τους απλούς Έλληνας δυσάρεστον και δυσοίωνον.
Ο Σαίξπηρ επί τέλους κοιμάται ήσυχος εις την εκκλησίαν του Ουεστμίνστερ, επί των ιδικών μας δε κεφαλών επαναπίπτουν αι ανοησίαι των εγκεφάλων μας.
Ν. Επ.
Νέον Άστυ, 18/12/1903
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου