7/8/10

ΔΙΗΓΗΜΑ

Μια μέρα σκοτεινή, μια νύχτα κρίσης

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΕΡΑΣΙΔΗ


Στους φίλους της Πάτρας, Αλέξη Α., Σπύρο Β., Τάκη Ν.

Μια μέρα σκοτεινή τη συνάντησα. Έβρεχε συνεχώς όλη την ώρα που τρώγαμε και πίναμε. Δεν κοιτούσαμε τίποτα και κανέναν. Ακούγαμε τη βροχή. Σαν μουσική που περίσσευε στο χώρο.
Τα μάτια της πράσινα γεμάτα θλίψη από κάτι που έψαχνε και δεν το βρήκε. Υποθέτω ότι πένθησε πολύ κάποτε, όπως πολλοί βέβαια άνθρωποι. Θα τη ρωτήσω κάποια στιγμή.
Έτρωγε με τα δάχτυλα το κρέας. Το είχε κομματιάσει με το μαχαίρι και το πιρούνι, έπιανε το κομμάτι, το βουτούσε στη σάλτσα και το έφερνε στα κόκκινα χείλη της, ακουμπώντας τα, σχεδόν χαϊδεύοντάς τα.
«Γιατί τρως με τα δάχτυλα; Σου λείπει κάτι;» ρώτησα ο μαλάκας σαν έξυπνος, αλλά όχι από καιρό. «Εμένα μου λείπει το νερό που έπεφτε στα κεραμίδια του πατρικού μου. Ο ήχος του. Αλλά και το λαμπύρισμα που έδινε στα κεραμίδια. Μερικές φορές δε θυμάμαι τίποτα, κι αυτό ίσως είναι λύτρωση, αλλά μπορεί και βάσανο…»
«Τα βάσανα είναι για τους ανθρώπους, καλέ μου. Η λύτρωση για τα ζώα. Κι εμείς, εσύ κι εγώ, είμαστε ζώα. Συμφωνείς;»
Με κοίταξε σχεδόν λάγνα, αλλά και με θλίψη, και συνέχισε να τρώει.
«Ξέρεις, με απέλυσαν», μου είπε λίγο μετά κοιτώντας πονηρά στο πιάτο της, μειδιώντας.
«Τι μου λες! Από πού σε απέλυσαν; Νόμιζα ότι δούλευες μόνη σου. Ότι δεν εξαρτάσαι από κάποιον άλλο».
«Δεν εξαρτάμαι από κανέναν! Είπα πως με απέλυσαν!»
Τα μάτια της άστραψαν. Τα χείλη της έτρεμαν. Προφανώς ήθελε να πει κι άλλα. Ήθελε να φωνάξει. Να βρυχηθεί. Σαν ζώο που το τσιγκλάς, κι αυτό ανοίγει το στόμα να σε σκίσει.
«Μου έβαλε χέρι το αφεντικό μου και τσατίστηκα. Του τα είπα χοντρά. Μετάνιωσε, μου ζήτησε συγγνώμη και πρότεινε να βγούμε για φαγητό, να επανορθώσει».
«Τελικά σε απέλυσε ή σε γάμησε;»
«Και με γάμησε και με απέλυσε».
«Δηλαδή;»
«Να σου εξηγήσω…»
«Τι να μου εξηγήσεις, που να σε πάρει! Εγώ δεν τα γουστάρω αυτά, να σου φέρονται έτσι… Πώς το ανέχεσαι, που να πάρει ο διάολος;»
«Κώστα, ηρέμησε, σε παρακαλώ! Δεν έγινε τίποτα. Θα δεις, είχε πλάκα».
«Τι πλάκα είχε, ρε Ελένη;»
Ήμουν περίεργος να δω τι παπαριές θα μου πει. Από παιδί μού άρεσαν οι πουτάνες. Αλλά τις ήθελα δικές μου. Δηλαδή, πώς να το πω, στις περισσότερες είχα κάνει πρόταση γάμου. Και οι περισσότερες έλεγαν ναι. Μετά χάλαγε το πράγμα. Γιατί η πουτάνα δε γινόταν παρθένα. Κατάλαβες; Είχα βίτσιο, θα έλεγα, η πουτάνα να με κοιτάζει και να λιώνει. Να νιώθει τα χάδια μου και να πεθαίνει. Σαν παρθένα. Να ανατριχιάζει και με την ανάσα μου. Δε ζητούσα πολλά πράγματα. Και να με πληρώνει. Ναι, το ξέχασα. Να με πληρώνει η καριόλα. Βέβαια. Είμαι φοβερός εραστής. Τέλος πάντων, καλός, καλός. Έτσι μου λένε δηλαδή.
«Ακούς; Έβγαλε να με πληρώσει!»
«Μπα!»
«Μου λέει να πάρεις κάνα ρούχο και μου αφήνει πεντακόσια ευρώ. Που να πάρει, ήτανε και πολλά. Είχα προσβληθεί όμως, δεν τη βρήκα κιόλας μαζί του και του λέω αν μου άρεσε θα σε πλήρωνα εγώ. Και φεύγω».
Θα τον πλήρωνε αυτή; Τι λέει ρε η πουτάνα; Επιτέλους, την έπιασα την καλή! Θα πραγματοποιηθεί το παιδικό μου, λέμε τώρα, όνειρο να με πληρώνουν για ένα χάδι, για μια κουβέντα, έναν ψίθυρο, για μια αγκαλιά καλή, με προοπτική. Δυνατή και σταθερή.
«Καλά, γιατί δε δέχτηκες τα λεφτά; Αφού είσαι πουτάνα!»
«Και πού το ήξερε αυτός, ρε Κώστα; Γιατί, εσύ είσαι σίγουρος; Γιατί εγώ δεν είμαι. Το ψάχνω. Επειδή λόγω κρίσης κάνουμε δυο δουλειές δηλαδή, μη μας γαμάτε κι αποπάνω την ψυχή! Εντάξει; Αρκετά!» λέει η Ελένη αγριεμένη, αλλά κατά βάθος είναι έτοιμη να βάλει τα γέλια.
Μετά πιάνει ένα κομμάτι κρέας με τα δάχτυλα, το βουτάει στη σάλτσα και μου το προσφέρει στο στόμα. Γλείφει τα δάχτυλα με τα κατακόκκινα χείλη της. Γλείφει τα χείλη με τη γλώσσα και μου χουφτώνει το παντελόνι, στο σημείο που ενίοτε φουσκώνει απρόβλεπτα.
«Αυτό σ’ το χαρίζω, κι ας νύχτωσε, κι ας έχει κρίση. Όπως ξέρεις, τη νύχτα γίνομαι πουτάνα και πληρώνομαι», μου πετάει η Ελένη γέρνοντας το κεφάλι και ρίχνοντας το βλέμμα της στο σημείο που ενίοτε φουσκώνει απρόβλεπτα. Στο ανέμελο σημείο της τριβής. «Και ό,τι ακολουθήσει, αγόρι μου, τζάμπα», συμπληρώνει γενναιόδωρα. «Και μπορεί να σε πληρώσω κιόλας», μου παίρνει η πουτάνα την ψυχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: