10/7/10

Οι γοητευτικές κυρίες του Μιχάλη Γκανά

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ, Γυναικών. Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 98


Κείμενα σύντομα, έως πολύ σύντομα, σε γενικές γραμμές τα δεκάξι πεζά της καινούριας έκδοσης του Μιχάλη Γκανά (Τσαμαντάς Θεσπρωτίας, 1944), ουσιαστικά αποτελούν πορτρέτα ή λεπτομέρειες από πορτρέτα γυναικών –κοριτσιών, μεσόκοπων, ηλικιωμένων–, όπως δηλώνουν άλλωστε τίτλος και υπότιτλος. Ουσιαστικά, γιατί σε μια περίπτωση η γυναίκα δεν είναι παρά το θηλυκό σκυλί του αφηγητή («Καρμέλα»), σε μια άλλη πρωταγωνιστής αναδεικνύεται ο άντρας, παρόλο που κινεί την πλοκή η ασθένεια της γυναίκας («Μυρωδιά βρεγμένης θάλασσας»), και σε μια τρίτη ο πρώτος ρόλος ανήκει επίσης σε άντρα («Κυριακή βράδυ, δεν έχω πού να πάω»). Η τιτλοφόρηση των κειμένων πάλι γίνεται με την πρώτη πρόταση ή με τις πρώτες φράσεις τους. Μονάχα σ’ ένα κείμενο αντλείται από το εσωτερικό του και μάλιστα τότε προτιμά τη γοη-τεία της έκφρασης και του κλίματος που αυτή υποβάλλει, παρά ενδιαφέρεται να αποδώσει την ουσία της ιστορίας ή του θέματος («Μυρωδιά βρεγμένης θάλασσας»).
Ο Γκανάς με τις Γυναίκες του αλλάζει ρότα, κι αλλάζει όχι μονάχα ειδολογικά αλλά και θεματικά. Για πρώτη φορά ο σημαντικός αυτός ποιητής της γενιάς του ’70 γράφει μεμονωμένα πεζά και τα εκδίδει αυτοτελώς. Βέβαια, έχει ήδη δημοσιεύσει το λαϊκότροπο αφήγημα του 1981 Μητριά πατρίδα, ενώ από τις πρώτες του ακόμα συλλογές είχε αξιοποιήσει τη φόρμα του πεζού ποιήματος, φόρμα που στον Ύπνο του καπνιστή εξελίχθηκε σε πεζά ορισμένης έκτασης (2003). Άλλωστε, δεν του είναι άγνωστα και τα ελευθερόστιχα αφηγηματικά ποιήματα, όπως δείχνουν τα Γυάλινα Γιάννενα (1989). Από την άποψη του είδους, συνεπώς, τα τωρινά πεζά δεν συνιστούν έκπληξη. Έκπληξη, αντίθετα, συνιστά η θεματική διαφοροποίηση. Εδώ ο Γκανάς εγκαταλείπει κατά βάση τις κοίτες της απώτερης μνήμης και των βιωμάτων της μικρής πατρίδας και ρίχνει το βλέμμα του γύρω, σ’ ένα café και σ’ ένα γραφείο, σ’ ένα σπίτι και σ’ ένα γηροκομείο, στο δρόμο ακόμα, στις αστικές εν γένει συνθήκες ζωής, τις δικές του και του καιρού του. Κατά βάση, γιατί μνήμες του γενέθλιου τόπου ανασύρονται πάλι σε δύο πεζά («Δεν περνάς κυρα-Μαρία», «Οι Αιγόκεροι λένε είναι δύο ειδών»), ενώ ένα τρίτο αναπλάθει ολόκληρο μια παλιότερη εποχή της Ηπείρου και μάλιστα στο τοπικό της ιδίωμα («Τι ύπνος ήταν αυτός»).
Οι ιστορίες των κειμένων είναι κατά κανόνα υποτυπώδεις. Συχνά η υπόθεση δεν είναι παρά μια εικόνα, ένα στιγμιότυπο, μια περιδιάβαση, και σπανιότερα η σύντομη ιστορία μιας ζωής ή μια ακραία κατάσταση. Ειδικότερα: ωραία Ουκρανή και ποιήτρια ανατρέπει το στερεότυπο του θαυμαστή της που τη θέλει πόρνη· ηλικιωμένη γυναίκα ανακαλύπτει αργοπορημένα τη φθορά του χρόνου επάνω στα χέρια της· η κόπωση της βαδίζουσας στο πεζοδρόμιο γηραιάς κυρίας και της άλλης που συνοδεύεται από τον υπέργηρο σκύλο· η εμπλοκή μιας τρίτης, που βιάζεται να συναντήσει τους νεκρούς της, στο παιδικό τραγούδι «Δεν περνάς κυρά-Μαρία»· η καθηλωμένη μπροστά στον υπολογιστή ομορφιά της εργαζόμενης κοπέλας· η ταύτιση της άλλης με την Ξανθούλα του Σολωμού στη θάλασσα της Λευκάδας· η έλξη που ασκεί η συναρπαστική, μέσα κι έξω, γοητεία της Κυμοθόης, μιας εξηντάχρονης γυναίκας με παιδιά κι αγγόνια· το αδιέξοδο της μωρομάνας, που αναζητά συντροφιά στο μεταμεσονύχτιο λάθος του τηλε-φώνου· η περιπλάνηση ενός άντρα στην πόλη ύστερα από κάποιο καβγά με τη γυναίκα του· η παρεξήγηση που καταστρέφει επικείμενο ειδύλλιο· το δέσιμο της ξένης γυναίκας με το σπίτι που φροντίζει· η συντροφιά του σκύλου· η χωρική που έγινε αστή, αλλά δεν τα πάει καλά με το τηλέφωνο· ο πανικός των γυναικών του σπιτιού μπροστά στις αιφνίδιες απουσίες του πατέρα· η αδυναμία σύναψης μιας ερωτικής σχέσης λόγω ασθένειας της κοπέλας. Με άλλα λόγια, όλες λίγο πολύ οι ιστορίες κινούνται γύρω από δύο πόλους. Από τη μια, η νιότη, η συντροφικότητα, ο έρωτας, κι από την άλλη, η κόπωση από τη ζωή κι από το πέρασμα του χρόνου, η μοναξιά και η απόγνωση, η οσμή του θανάτου. Από μόνα τους όμως ούτε τα θέματα ούτε οι ιστορίες επιλύουν το ζήτημα της αισθητικής, αν δεν αποδίδονται μ’ έναν ορισμένο τρόπο, αφηγηματικό και γλωσσικό. Κι ο Γκανάς ξέρει καλά τα μυστικά της γραφής, που θα κρατήσουν ενεργό το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Καταρχήν, είναι ιδιαίτερα επινοητικός. Θέλω να πω ότι οργανώνει το κείμενο με βάση ένα εύρημα που ξαφνιάζει και το τοποθετεί στις τελευταίες γραμμές, έτσι που τέλος κειμένου και κορύφωση της ιστορίας να συμπίπτουν. Η ωραία γυναίκα από την Ουκρανία λ.χ. μόλις την τελευταία στιγμή αποκαλύπτεται ότι από ώρα διάβαζε ουσιαστικά τις σκέψεις του αφηγητή που τη φλέρταρε· τα χέρια της ηλικιωμένης του γηροκομείου γίνονται μικρά παιδιά την ώρα που τα πλένει· η κόπωση της γηραιάς κυρίας με τον υπέργηρο σκύλο διογκώνεται «ιλιγγιωδώς» με το πέρασμα της εικόνας από την οθόνη του κινητού στην οθόνη του υπολογιστή· αυτή που συμπεριφέρεται σαν γυναίκα αποδεικνύεται πως δεν είναι παρά ο σκύλος του αφηγητή· η επιληψία της κοπέλας τελικά ήταν ο λόγος που εμπόδιζε το προχώρημα της ερωτικής σχέσης. Και δεν είναι οι έξυπνες επινοήσεις η μόνη αφηγηματική αρετή του Γκανά.
Εξωκειμενικοί ή ενδοκειμενικοί οι αφηγητές του, πρωτοπρόσωποι ή τριτοπρόσωποι, διακρίνονται για την αφηγηματική τους δεινότητα. Η αφήγηση μπάζει ταχύτατα τον αναγνώστη στο κλίμα της και τον κρατάει σε εγρήγορση, γιατί επιμένει σε εικόνες και πράξεις και δε χρονοτριβεί σε σκέψεις και σχόλια. Δεν είναι καθόλου εύκολο μια ασήμαντη καθημερινή σκηνή να μετασχηματίζεται σε αισθητικό γεγονός μέσα σε μια σελίδα. Επιπρόσθετα, αξιοσημείωτη είναι και η πε-ριγραφική ικανότητα, η οποία κάνει τις εικόνες και τις στιγμές των γυναικών να λάμπουν, ενώ οι διάλογοι, που σε μια περίπτωση μάλιστα συγκροτούν εξολοκλήρου το κείμενο και σε μια άλλη σχεδόν εξολοκλήρου, είναι σύντομοι, φυσικοί και ολοζώντανοι επίσης. Οι πιο σύνθετες αφηγήσεις πάντως είναι δύο, «Μυρωδιά βρεγμένης θάλασσας» και «Τι ύπνος ήταν αυτός».
Στο πρώτο κείμενο, το πιο εκτεταμένο της συλλογής, η αφήγηση αρχίζει από το τέλος της ιστορίας (in medias res) κι αφού διαγράψει μια μεγάλη αναδρομή, ξαναβρίσκει την αρχή της, ενώ στο επίπεδο της αναδρομής ελέγχει τις πληροφορίες, αρκούμενη σε νύξεις, ώσπου να κορυφωθεί η ιστορία με την εκδήλωση της επιληψίας, από την οποία πάσχει η κοπέλα.
Στο δεύτερο πεζό ακολουθείται η πιο ριζοσπαστική φόρμα της έκδοσης. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της κόρης, η οποία καταγράφει τις αντιδράσεις της μάνας και των κοριτσιών στις απρόσμενες φυγές του πατέρα από το σπίτι, διακόπτεται από δύο εμβόλιμες αφηγήσεις. Η μία, τριτοπρόσωπη, εξιστορεί την επίσκεψη του πατέρα στα Γιάννενα ως τη στιγμή που πέφτει για ύπνο στο χάνι, επίσκεψη που ξέρουμε από το δεύτερο ποίημα της συλλογής Γυάλινα Γιάννενα. Στην άλλη, συνέχεια της προηγούμενης, παρακολουθούμε τον πατέρα να διηγείται το όνειρο που είδε, ένα περίεργο όνειρο, στο οποίο συμπλέκονται οι κραυγές μιας γυναίκας με τις Μυκήνες της τραγωδίας και με το δικό του παλιό σπίτι, ενώ ο ίδιος απαγγέλλει μπροστά στο τζάκι τους πρώτους, ακατανόητους γι’ αυτόν, στίχους του φρουρού από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, οι οποίοι μιλούν για τα βάσανά του, στίχους που η γυναίκα του η Χρυσάνθη τον βεβαιώνει πως κατανοεί απολύτως, ψήνοντας ταυτόχρονα το λαχανόψωμο. Πρόκειται ασφαλώς για την πιο φευγάτη στιγμή των κειμένων. Κι όλα αυτά τέλος με μια γλώσσα χαρισματική, η οποία καθιστά εν-διαφέρουσα την ανάγνωση.
Ποιητής ο Γκανάς, γνωρίζει να μπολιάζει την αφήγηση με εκφραστικές αστραπές, με συνδυασμούς λέξεων και φράσεων που αιφνιδιάζουν, με σποραδικούς στίχους και ποιητικές εικόνες, που φωτίζουν τον κειμενικό περίγυρο και τους χαρακτήρες, ενώ πρωτότυπος είναι κι ο τρόπος που κλείνει τη συλλογή: μ’ ένα δίστιχο του Μάρκου Μέσκου, το οποίο υποδηλώνει πως οι ιστορίες των γυναικών δεν έχουν τέλος. Ο λόγος, μικροπερίοδος ή μη, ρέει ομαλά και αβίαστα, άνετα, όπως κρουνός, ενώ δεν του απολείπει το χιούμορ και το λογοπαίγνιο, έτσι που να δημιουργεί ατμόσφαιρα οικειότητας με τον αναγνώστη και να του θυμίζει πως η τέχνη είναι χαρά και παιχνίδι, γιορτή της σκέψης και του αισθήματος, κι όχι απαραίτητα σπαζοκεφαλιά και πλήξη. Η γλώσσα βέβαια είναι αστική, στο βαθμό που πραγματεύεται στιγμές της πόλης, και μονάχα σε μια περίπτωση γίνεται ιδιωματική, ηπειρώτικη, όταν πρόκειται για το βοσκό πατέρα, όταν δηλαδή και πάλι επιβάλλεται από το θέμα («Τι ύπνος ήταν αυτός»). Αστική ή ιδιωματική πάντως, συμβαίνει σε κάθε περίπτωση να είναι ευλύγιστη, παιγνιώδης, λαγαρή, σπινθηροβόλα, γοητευτική. Με δυο λόγια, άκρως αποτελεσματική.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος είναι φιλόλογος και ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: