10/7/10

Για μια δημοκρατική «κυβέρνηση» των διακινδυνεύσεων

ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ


Γ. ΜΠΑΛΙΑΣ, Περιβαλλοντικοί κίνδυνοι. Διαπλοκή επιστήμης, δικαίου και πολιτικής, εκδόσεις Α. Σάκκουλα, σελ. 579

Είναι πλέον γνωστό, κυρίως από τα έργα των Beck και Giddens, αλλά όχι μόνο, ότι η μετανεωτερική κοινωνία παράγει, κατασκευάζει εγγενώς συλλογικές, καθολικές και μη αναστρέψιμες βλάβες, διακινδυνεύσεις-ρίσκα, τα οποία οφείλονται, κατ’ άλλους μεν στην ανθρώπινη δραστηριότητα γενικώς (βλ. π.χ. έκθεση IPCC για την κλιματική αλλαγή), κατ’ άλλους δε, πιο ριζοσπάστες, αντισυστημικούς και ολιστικούς οικολόγους, στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς–μεγέθυνσης και της δυναμικής του, αλλά και της άρρηκτα συνδεδεμένης μ’ αυτό τεχνο-επιστήμης (εργαλειοποίηση και αγοραποίηση της γνώσης). Υπάρχουν όμως και αυτοί που αποδίδουν τις διακινδυνεύσεις στην εξουσία που εκπορεύεται από συγκεκριμένες ομάδες του επιστημονικο-βιομηχανικού συμπλέγματος οι οποίες επιβάλλουν το κάθε φορά ρίσκο.
Οι σύγχρονοι αυτοί μετανεωτερικοί κίνδυνοι-ρίσκα, οι οποίοι αφορούν ταυτόχρονα στην υγεία και στο περιβάλλον, δεν είναι ούτε «εξωτερικά» και απρόβλεπτα γεγονότα, ούτε και πλήρως προσδιορίσιμα από την επιστήμη. Με άλλα λόγια, διακρίνονται από απροσδιοριστία, πολυπλοκότητα και επιστημονική αβεβαιότητα. Τα προβλήματα που αναφύονται είναι δια- και υπερ-επιστημονικά. Είναι όμως και κοινωνικά, αλλά, τελικά, και πολιτικά. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι, πώς, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, διαπλέκονται η επιστήμη με το δίκαιο και την πολιτική;
Ο Γ. Μπάλιας, ο οποίος μας είχε ήδη εισάγει στη σχετική προβληματική με τη μονογραφία του Η αρχή της προφύλαξης (Εκδ. Α. Σάκκουλα, 2005), μελετά αυτή τη φορά, στην πλήρως τεκμηριωμένη διατριβή του την οποία παρουσιάζουμε, ακριβώς την διαπλοκή αυτή, με άξονα από τη μια τους δυνητικούς κινδύνους, που προέρχονται, σήμερα κυρίως, από τις αγορακεντρικές και άμεσης αποδοτικότητας εφαρμογές της τεχνοεπιστήμης (καθιστώντας την επιστήμη «ορθολογική κατά το μέσο», σύμφωνα με την διάκριση του Μ. Βέμπερ) και, από την άλλη, τον κοινωνιοέλεγχό της στην ύστερη νεωτερικότητα.
Έτσι, καταρχήν, υποθέτει ότι «η επιστήμη δεν είναι ένας ανεξάρτητος και αυτορυθμιζόμενος παραγωγός αλήθειας για το φυσικό κόσμο, αλλά ένας δυναμικός κοινωνικός θεσμός, με προορισμό τη δημιουργία μιας κοινωνικής και επιστημολογικής τάξης στο πλαίσιο της σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας» (σ. 6). Πράγματι, η επιστήμη, εκτός από το ότι, όπως δείχνει ο συγγραφέας, αμφισβητείται «εξωτερικά» (από μεταεπιστημονικούς κλάδους), είναι και εγγενώς αξιακά και ιδεολογικά φορτισμένη, δηλαδή «περιέχει και ταυτόχρονα παράγει ιδεολογία» . Ειδικότερα, η τεχνοεπιστήμη θεωρείται και ως μια κοινωνική, οικονομική και πολιτική διαδικασία-διεργασία, που διαμορφώνει και (συνδιαμορφώνεται από) τις αξιακές επιλογές των φορέων της. Πρόκειται, εν ολίγοις, για την «κοινωνική διάπλαση της τεχνολογίας» .
Η υπόθεση του συγγραφέα αποτυπώνει στη συνέχεια τη θέαση, υπό άλλο πρίσμα (νέο παράδειγμα), των σχέσεων επιστήμης και κοινωνίας, όπου, εκτός από την απαραίτητη επικοινωνία τους και αλληλομετασχηματισμό τους, η τελευταία ελέγχει εκείνη στο πλαίσιο πλέον της «κοινωνιοεπιστήμης», σ’ ένα πεδίο δημοκρατικής αντιπαράθεσης και πολιτικο-νομικής διαμεσολάβησης. Στο επίκεντρο αυτού του δημοκρατικού «κοινωνιοελέγχου», αναφορικά με περιβαλλοντικές διακινδυνεύσεις και διακινδυνεύσεις υγείας, βρίσκεται η νομικά κατοχυρωμένη (και διεθνώς) αρχή της προφύλαξης, η οποία δεσμεύει τη διοίκηση να λαμβάνει προληπτικά μέτρα μπροστά σε βάσιμους (και όχι υποθετικούς) δυνητικούς κινδύνους, στο πλαίσιο μιας προφυλακτικής και όχι εκ των υστέρων (κατασταλτικής) ευθύνης. Η προφύλαξη (precaution) εκφράζει ακριβώς όχι τον απόλυτο, ντετερμινιστικό, αντικειμενικό και ποσοτικοποιημένο-μετρήσιμο χαρακτήρα της επιστήμης σε σχέση με τους κινδύνους, αλλά τον αβέβαιο, τον σχετικό, τον εν εξελίξει–μεταμορφώσει, αλλά ταυτόχρονα και τον ολικό και ποιοτικό, όπου στη σχέση αυτή υπεισέρχονται και άλλοι παράμετροι, με αναφορά και απεύθυνση στο (συλλογικό) μέλλον. Και τούτο διότι η γνώση είναι πλέον ατελής, προσωρινή, μερική και αβέβαιη, και κάθε νέα γνώση παράγει νέες αβεβαιότητες (Beck). Με άλλα λόγια, η πρόληψη, η προβλεψιμότητα και η βεβαιότητα της «σύγχρονης επιστήμης» γίνονται η εξαίρεση (σ. 40). Κατ’ αντιστοίχιση, η προφύλαξη εκφράζει και τον υβριδικό και ελαστικό πλέον χαρακτήρα του δικαίου και ειδικότερα του δικαίου του περιβάλλοντος και του νέου δικαίου των τεχνοεπιστημονικών διακινδυνεύσεων. Το νέο αυτό, σύνθετο και «διαπλεκόμενο» δίκαιο, δεν είναι υπαγμένο-υποταγμένο πλέον στην «αντικειμενική» επιστήμη, εργαλειοποιώντας τον χαρακτήρα του, αλλά στον πλουραλισμό των αληθειών, ερμηνειών και ορθολογικοτήτων, όπου γεγονότα και αξίες διαπλέκονται δημιουργικά σ’ ένα σχετικιστικό και μη πυραμιδικό αλλά δικτυακό (πολιτικο-κυριαρχικό) κόσμο . Με λίγα λόγια, το νέο δίκαιο, για να άρει τις συγκρούσεις και να απονείμει δικαιοσύνη σε μια οργανωμένη κοινωνία, συνδέεται με την επιστήμη και την πολιτική, ενσωματώνοντας την αβεβαιότητα, την απροσδιοριστία μέσω της προφύλαξης. Έτσι, καθιστά, την επιστημονική αβεβαιότητα, κοινωνική και νομική βεβαιότητα (ασφάλεια), εκκενώνοντας τις συγκρούσεις και επαναφέροντας σε μια τεχνητή-ανεύρετη ισορροπία την προστασία από τη μια και την ανάπτυξη-μεγέθυνση από την άλλη.
Τούτο γίνεται μέσω της κατασκευασμένης έννοιας του «αποδεκτού ή, ορθότερα ίσως, αποδέξιμου (acceptable) κινδύνου». Καταρχήν, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η «εφεύρεση»-κατασκευή του «αποδεκτού κινδύνου» υπονοεί (ή αφήνει να εννοηθεί) ως αρχή, ότι μπορεί (αλλά και πρέπει) να γίνεται δεκτός ένας, ελάχιστος, έστω, κίνδυνος, αρκεί να εντάσσεται σ’ ένα πολιτικο-κοινωνικό πλαίσιο «υποφερτό», «αποδέξιμο» («acceptable»). Το εναλλακτικό δίλημμα σήμερα δεν είναι, συνεπώς, «κίνδυνος ή απουσία κινδύνου», αλλά αποδεκτός («υποφερτός») ή μη αποδεκτός κίνδυνος . Παράλληλα, η κοινωνιολογική διάκριση, ανάμεσα σε κινδύνους «επιβεβλημένους» («νέους κινδύνους», όπως είναι οι περιβαλλοντικοί και της υγείας) και κινδύνους «επιλεγμένους», βρίσκεται στον πυρήνα της έννοιας του αποδεκτού κινδύνου, με τους πρώτους να είναι λιγότερο ανεκτοί και η «επίσημη» αποδοχή τους πιο απαιτητική και λεπτομερειακή. Τέλος, ο ορισμός του ρίσκου και η «αποδοχή» (ορθότερα, αποδεκτότητά) του συναρτάται προς τον τρόπο που οι πολίτες–δυνητικά θύματα προσλαμβάνουν και ερμηνεύουν τις συνέπειες μιας εφαρμογής της επιστήμης. Ο τρόπος αυτός, πάλι, «εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο και από τη θέση του ατόμου σ’ αυτό» . Με άλλα λόγια, η «αποδοχή» του κινδύνου, η οποία αφενός ποικίλλει, κατά τόπο, εποχή και περιβάλλον στο οποίο ο ενδεχόμενος κίνδυνος υποφώσκει, και αφετέρου κατασκευάζεται ή διαπλάθεται «διαπραγματευτικά» μέσω του δημόσιου συμμετοχικού διαλόγου, δεν επιβάλλεται ως ένας απόλυτος κανόνας εκ των άνω ούτε μπορεί πλέον να αφεθεί μόνο στους ειδικούς και εμπειρογνώμονες, αλλά (συν)οικοδομείται (και) μέσα από τη συλλογική πρόσληψη (παράσταση) του κινδύνου από τους πολίτες, σ’ ένα πλαίσιο πολυπλοκότητας, αβεβαιότητας και πολλαπλών (κοινωνικών, πολιτικών, επιστημονικών) ορθολογικοτήτων. Ο δυνητικός κίνδυνος, το ρίσκο, εμφανίζεται πλέον ως ένα σύνθετο φυσικό και κοινωνικο-πολιτικό γεγονός, αφού οι αξίες τον συμπροσδιορίζουν.
Στην πολιτική απόφαση περί της αποδεκτότητας (πρέπει να) συμμετέχουν ουσιαστικά και θεσμικά οι πολίτες. Η (ατομική) «πρόσληψη» των κινδύνων από τους (φοβισμένους) πολίτες ως απειλή και όχι ως αντικειμενικό και μετρήσιμο πιθανό γεγονός, «αποειδικοποιεί» τους κινδύνους, προσδίδοντάς τους ευρύτερη διάσταση. Ο ενδεχόμενος κίνδυνος, και συγκεκριμένα η απειλή του κινδύνου (φόβος) είναι πλέον και κοινωνική σχέση ασύμμετρη, άνιση και τελικά κατασκευασμένη. Οι πολίτες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην «κυβέρνηση» των νέων αυτών κινδύνων, ιδίως όταν η επιστήμη αδυνατεί να καθορίσει και αξιολογήσει αβέβαιους δυνητικούς κινδύνους και τα πορίσματά της είναι οικονομικά εξαρτημένα. Ο συμμετοχικός τους ρόλος στις νέες αυτές μετανεωτερικές διστάσεις της τεχνοεπιστήμης είναι απαίτηση της δημοκρατίας. Το πολιτικό θέμα–αίτημα της ουσιαστικής, όσον το δυνατόν άμεσης συμμετοχής των πολιτών, ακόμα και κατά το στάδιο της έρευνας (τι και με ποιό σκοπό –για ποιες ανάγκες – ποίων, ερευνούμε ), στο πλαίσιο του κοινωνιοελέγχου της λεγόμενης κανονιστικής ή ρυθμιστικής επιστήμης των εμπειρογνωμόνων (ειδικοκρατία), παραμένει. Οι «αμύητες» προσεγγίσεις των πολιτών οι οποίοι εκφράζουν μια ορθολογικότητα, θα αντιπαρατίθενται στην «αυτιστική»-αυτοαναφορική εμπειρογνωμοσύνη της έρευνας και στην αρχή του «τεχνολογικού νετερμινισμού». Κρίσιμος, ταυτόχρονα, είναι και ο χωρο-τόπος (territoire, κατά τον όρο της αγροτικής κοινωνιολογίας και οικονομίας) εκτίμησης και αποδεκτότητας του κινδύνου, με τον οποίο συνδέονται ή ταυτίζονται οι πολίτες. Το μικρο-χωρο-τοπικο/δημοτικό-κοινοτικό επίπεδο, με την αντίστοιχη λαϊκή τοπική γνώση, πρέπει να θεωρείται πιο πρόσφορο και δημοκρατικό για την αποδεκτότητα του κινδύνου και τη λήψη της (προφυλακτικής) απόφασης. Η θέση αυτή-αίτημα συγκρούεται βέβαια με το ευρωενωσιακό-υπερεθνικό αλλά και εθνικό επίπεδο.
Ο συγγραφέας αναδεικνύει εδώ τον κυρίαρχο σήμερα, αλλά και σχετικό και περιορισμένο, ρόλο της κανονιστικής επιστήμης στον τομέα του περιβάλλοντος και της υγείας, που συνδέεται στενά με την πολιτική (απόφαση). Πράγματι, η κανονιστική επιστήμη, ως επιστημονική γνώση κοινωνικά κατασκευασμένη, εμπεριέχει τα όριά της (σ. 289 επ.). Γενικότερα, ο έλεγχος της αχαλίνωτης επιστημονικής έρευνας και η ανάγκη μιας παγκόσμιας συζήτησης για τα όριά της συνδέεται και με (και επιτάχυνε) την αμφισβήτηση και κριτική του ίδιου του περιεχομένου της ανάπτυξης και της προόδου . Μια τέτοια συζήτηση έχει αναμφίβολα και «αναγκαστικά» πολιτικό χαρακτήρα, ιδίως στην εποχή της οικονομικής παγκοσμιοποίησης.
Το πόνημα του Γ. Μπάλια πρέπει να θεωρηθεί καινοτόμο για τρείς λόγος: κατ’ αρχήν, διότι συνιστά την πρώτη ελληνόγλωσση μελέτη στο θέμα της διαπλοκής επιστήμης, διακινδυνεύσεων, δικαίου και πολιτικής (με εξαντλητική διεπιστημονική βιβλιογραφία)• στη συνέχεια, διότι οι θέσεις που υιοθετεί ο συγγραφέας, εγγραφόμενες στη μετανεωτερική αντίληψη για την επιστήμη, έρχονται σε αντίθεση με την κυρίαρχη ακόμα και σήμερα αντίληψη στο συλλογικό προμηθεϊκό φαντασιακό, σχετικά με την αυθεντία της (σύγχρονης) τεχνοεπιστήμης και του ιερατείου της, βασισμένης στους «μεγάλους διαχωρισμούς» και ταυτισμένης με την απόλυτη-αντικειμενική αλήθεια, τη βεβαιότητα και την υπέρτατη εξουσία που επιβάλλεται στην κοινωνία. Και, τέλος, διότι η διατριβή του, όπως (πρέπει να είναι) κάθε αληθινή επιστημονική εργασία, θέτει νέα ερωτήματα, προβληματισμούς και αβεβαιότητες.
Έτσι, πράγματι, ένα (γενικότερο) ερώτημα πλανάται ή επιστρέφει: το παραπάνω σχετικιστικό-μεταμοντέρνο και σχεσιακό-υβριδικό οικοδόμημα, που βασίζεται στην έλλειψη αντικειμενικών αξιών και στην πολλαπλότητα των αληθειών και των αξιολογήσεων, μήπως κινδυνεύει να καταστήσει την αλήθεια περί των διακινδυνεύσεων, αλλά και γενικότερα την αλήθεια ως εννοιακή κατηγορία , έρμαιο κάθε φορά εκείνης της ερμηνείας που ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των ισχυρών, που υπηρετούν το μερικό και οι οποίοι έχουν την δύναμη να την επιβάλουν εις βάρος των πολλών και του γενικού , καθιστώντας ταυτόχρονα «αποδεκτό» τον κίνδυνο; Και τούτο, με δεδομένο ότι η συν-κατασκευή του «αποδεκτού κινδύνου», μέσω μιας δέσμιας ή και χειραγωγούμενης κανονιστικής επιστήμης, για την οποία έγινε λόγος προηγούμενα, είναι άκρως πολιτικό θέμα. Και ακόμα: οι νέες, ελαστικότερες, προσαρμοστικότερες και διαπραγματευτικές νομικές ρυθμίσεις και μέθοδοι (του λεγόμενου «δικαίου της ρύθμισης»), που ανθούν τα τελευταία χρόνια και αποσκοπούν στο να ανταποκριθούν στη διαχείριση των πολύπλοκων κοινωνιών, μήπως καμουφλάρουν τους πραγματικούς όρους του «ρυθμιστέου» αντικειμένου και δύσκολα κρύβουν τα οικονομικά διακυβεύματα που υπηρετούν και κατασκευάζουν, αν και υποτίθεται ότι καλούνται να τα ελέγξουν;
Με άλλα λόγια, στο σχεσιακό και σχετικιστικό αυτό οικοδόμημα, μήπως η οπτική της κοινωνίας των ρίσκων-διακινδυνεύσεων αποπολιτικοποιεί το «διακινδυνευτικό» πρόβλημα του περιβάλλοντος και της υγείας, καμουφλάροντας τη συστημική αιτία παραγωγής τους, που δεν είναι άλλη από την εγγενώς και ολοκληρωτική μεγέθυνση των τεχνοεπιστημονικών και οικονομικών μέσων, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ολοκληρωτικής λογικής της αγοράς και του κέρδους, μέσω των επενδύσεων, κυρίως των πολυεθνικών, στην έρευνα (εξ ου και η ανάγκη κοινωνικού-δημοκρατικού ελέγχου της που προαναφέραμε); Μήπως υπάρχει, συνακόλουθα, ο κίνδυνος διολίσθησης, «αθόρυβα» και ανεπαίσθητα, στην «ιδεολογική» κατασκευή της αβεβαιότητας και της απροσδιοριστίας, και μαζί στην ιδεολογία του τέλους της ορθολογικότητας και του κριτικού πνεύματος;

Ο Τάκης Νκολόπουλος διδάσκει Δίκαιο και πολιτική του περιβάλλοντος στο ΤΕΙ Μεσολογγίου


Η πρώτη ελληνόγλωσση μελέτη στο θέμα της διαπλοκής επιστήμης, διακινδυνεύσεων, δικαίου και πολιτικής (με εξαντλητική διεπιστημονική βιβλιογραφία)

η επιστήμη, εκτός από το ότι αμφισβητείται «εξωτερικά» (από μεταεπιστημονικούς κλάδους), είναι και εγγενώς αξιακά και ιδεολογικά φορτισμένη, δηλαδή «περιέχει και ταυτόχρονα παράγει ιδεολογία»

Δεν υπάρχουν σχόλια: