3/7/10

Μπορεί να γραφτεί η ιστορία (μιας) πόλης;

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ

Ο Σταυρίδης επιχειρηματολογεί ότι η έννοια κλειδί για την κατανόηση των πρακτικών κατοίκησης είναι η ετερότητα και όχι η έννοια του οικείου. Για αυτόν δε το λόγο αλλάζει και ο τρόπος πραγμάτευσης του χώρου. Ο χώρος, λοιπόν, δεν ορίζει πια το οικείο, αλλά γίνεται το πεδίο συνάντησης της σχέσης με το έτερο. Η ετερότητα δεν είναι χωρικά εντοπισμένη, «οι μετέωροι χώροι της ετερότητας συμβαίνουν». Για αυτό και αντιπροσωπεύουν τρόπους «συνίδρυσης του χώρου». Η σχέση με την ετερότητα παράγεται από τις δυνατότητες που γεννά η διάνοιξη των περασμάτων προς την ετερότητα, η επίσκεψη της ετερότητας. Διαφορετικές εποχές ανέπτυξαν διαφορετικούς τρόπους να διαχειρίζονται αυτή την δυνατότητα επίσκεψης της ετερότητας, ελέγχοντας τα περάσματα, οργανώνοντας τους όρους επίσκεψης και τη μορφή επίσκεψης. Και βέβαια, όπως γράφει, οι δομές εξουσίας νοιάστηκαν για τις εγγυήσεις της επιστροφής από αυτήν την επίσκεψη.
Το βιβλίο του Σταυρίδη θέτει πολλά ερωτήματα που, ελπίζω, να απασχολήσουν κοινωνιολόγους, κοινωνικούς ανθρωπολόγους και, βεβαίως, αρχιτέκτονες. Θα προσπαθήσω να αναδείξω κάποια ερωτήματα που θέτει η προβληματική του ως προς την συγγραφή της ιστορίας των πόλεων. Ένα από τα ερωτήματα που τίθενται εμέσως μεν αλλά με σαφήνεια, είναι ως προς το είδος της ιστορίας που μπορούμε να γράψουμε. Και αν, εν τέλει, είναι δυνατό να γραφτεί μια ιστορία της πόλης, όπως αναδύεται και προσδιορίζεται από την ανάγνωση της πόλης που επιχειρείται μέσα από τον συγκεκριμένο τρόπο θέασης της πόλης.
Τι σημαίνει, όμως, γράφεται η ιστορία μιας πόλης; Ποιοι είναι οι αφηγηματικοί άξονες, ποια τεκμήρια θα πρέπει να ενεργοποιηθούν; Πώς αποτυπώνονται νοοτροπίες και υπάλληλες κουλτούρες στην αφήγηση για την ιστορία μιας πόλης; Ποιο, τελικά, είναι το διακύβευμα μιας τέτοιας ιστορίας, αφού πια όλοι μας έχουμε πειστεί πώς δεν υπάρχει μία αντικειμενική και ομοιογενής ιστορία του οτιδήποτε; Κατά πόσο η ανάδειξη των συσχετίσεων ανάμεσα στα αληθινά συμβάντα και η βαθμιαία μετατροπή τους σε ιστορικά γεγονότα είναι «κρυμμένα» μέσα στα τεκμήρια και έρχονται στην επιφάνεια μετά την εφαρμογή προκαθορισμένων διαδικασιών; Μήπως αυτές οι συσχετίσεις κατασκευάζονται από τους ιστορικούς, που επιλέγουν τα ανάλογα τεκμήρια, ώστε να αναδείξουν τις ερμηνείες που οι ίδιοι επιθυμούν;
Πολλοί ιστορικοί έχουν την πεποίθηση ότι το παρελθόν έχει μια ιδιόμορφη μοναδικότητα. Η διαπίστωση αυτή υπαγορεύεται από μια πραγματιστική διάθεση και δεν υπονοεί ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει αλλιώς. Έγιναν, όμως, όπως έγιναν, και αυτά καλούνται να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν οι ιστορικοί. Η μοναδικότητα της αλληλουχίας των γεγονότων του παρελθόντος δεν πηγάζει από κάποιο γενικό νόμο που ανάγκασε τα γεγονότα να είναι αυτά που είναι και, άρα, δεν αποτελούν εκφράσεις ενός καθολικού νόμου που καλούμαστε να ανακαλύψουμε. Απλά, το παρελθόν είναι μοναδικό σχεδόν εξ ορισμού. Δεν είναι μοναδικό επειδή καταφέραμε να έχουμε μια συγκεκριμένη αφήγησή του, μια αλληλουχία συμβάντων που έχει τη συναίνεση της κοινότητας των ιστορικών. Είναι μοναδικό ακόμη και αν αγνοούμε τα γεγονότα, ακόμη και αν δεν είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε μια συγκεκριμένη αφήγηση. Οι αποτιμήσεις αυτές στηρίζονται σε ένα και μόνο κριτήριο: τη δυνατότητα μας να γνωρίζουμε τι έγινε, τη συνειδητοποίηση, δηλαδή, των ιστορικών ότι όντως έγιναν όσα έγιναν. Το μέλλον, όμως, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί με τους ίδιους όρους.
Ο ισχυρισμός της ακραίας ασυμμετρίας ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, αυτή η σχεδόν αξιωματική θέση σχετικά με τη μοναδικότητα του παρελθόντος και την απροσδιοριστία του μέλλοντος, δεν απορρέει από τυχόν μεταφυσικά χαρακτηριστικά του παρελθόντος ή του μέλλοντος, ούτε και από την όποια φιλοσοφική ανάλυση της έννοιας του χρόνου. Αναφέρεται, ο ισχυρισμός αυτός, σε εκείνα τα χαρακτηριστικά του παρελθόντος και του μέλλοντος, και τα οποία εκφράζονται μέσα από την πρακτική των ιστορικών. Είναι, λοιπόν, το παρελθόν πλήρως ανακτήσιμο; Είναι δυνατό να καταλήξουμε σε μία ιστορία του παρελθόντος, ώστε να θεωρείται ότι κλείσαμε με το συγκεκριμένο θέμα;
Ο λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να ανακτηθεί πλήρως το παρελθόν έχει να κάνει, εκτός των άλλων, και με το γεγονός ότι η ανάκτησή του παρελθόντος πάντοτε εξαρτάται εν μέρει και από το παρόν. Ερμηνεύω το παρελθόν σημαίνει απευθύνω νέα ερωτήματα στο παρελθόν, επινοώ νέες μεθόδους απάντησής τους, «απαιτώντας» από το παρελθόν όλο και περισσότερα, όλο και πιο διαφορετικά πράγματα. Ωστόσο, όλα αυτά τα ερωτήματα, τα εργαλεία και οι απαιτήσεις δεν είναι ανεπηρέαστα από το παρόν και από τα διαφορετικά παρόντα στο μέλλον, δεν είναι ανεπηρέαστα από ιδεολογικές δεσμεύσεις, ακαδημαϊκές στοχεύσεις, προσωπικές ιδιοτέλειες, μεθοδολογικές προτεραιότητες και φιλοσοφικές προτιμήσεις των ίδιων των ιστορικών της επιστήμης. Αυτή η εξάρτηση της ερμηνείας του παρελθόντος από το παρόν οδηγεί στην αδυναμία πλήρους ανάκτησης του παρελθόντος. Αν ισχυριζόμασταν ότι είναι δυνατή η πλήρης ανάκτηση του παρελθόντος, τότε αυτό θα ισοδυναμούσε με την ταύτιση του παρόντος με όλα τα δυνατά παρόντα του μέλλοντος. Αν, δηλαδή, το παρόν επαναλαμβανόταν αέναα, αν το μέλλον έμοιαζε κάθε φορά με το παρόν, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι δεν θα αλλάζει η ερμηνεία του παρελθόντος, αφού θα είχαμε το ίδιο παρόν στο διηνεκές, και άρα θα είχαμε εξαντλήσει τις δυνατότητες που μας προσφέρει το εκάστοτε παρόν ως προς την ερμηνεία του παρελθόντος.
Οι μετέωροι χώροι της ετερότητας εντείνουν αυτήν την ασυμμετρία. Εντείνοντας αυτήν την ασυμμετρία, ξαναθέτουν, με τον δραματικότερο ίσως τρόπο, την αδυναμία να ανακτήσουμε πολλά από τα στοιχεία του παρελθόντος όταν γράφουμε την ιστορία μιας πόλης. Αυτό, όμως, δεν έχει σχέση με την διάσωση ή όχι των τεκμηρίων μαρτυρίας, ή των τρόπων ζωής. Αυτή η δυσκολία γεννιέται από τα εγγενή χαρακτηριστικά των θυλάκων ετερότητας και, κυρίως, από αυτό που επαναλαβάνει διαρκώς ο Σταυρίδης, ότι η σχέση με την ετερότητα παράγεται από τις δυνατότητες που γεννά η διάνοιξη των περασμάτων προς την ετερότητα, η επίσκεψη της ετερότητας.
Αυτή η εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία αφήγησης της ιστορίας μιας πόλης, ίσως υπογραμμίζεται από τον Σταυρίδη, όταν επιμένει ότι χρειάζεται να ξανασκεφτούμε πράγματι την κατοίκηση ως το σύνολο εκείνων των πρακτικών που διαχειρίζονται τις χωρικές σχέσεις, όχι για να οδηγούνται σε θέσεις ταυτότητες αλλά για να διασχίζουν περάσματα προς την ετερότητα. Η κατοίκηση δεν εξαντλείται στην αναπαραγωγή της συνήθειας αλλά διαρκώς κινητοποιείται από επινοήσεις, επινοήσεις που κατεργάζονται τη σχέση με ό,τι υπερβαίνει το ήδη γνωστό. Για τον Σταυρίδη, το μέλλον κρίνεται στη δυνατότητα η κατοίκηση να συμβαίνει όχι μόνο στους ασφαλείς χώρους του οικείου αλλά και στους μετέωρους χώρους του ετέρου. Όταν ο Σταυρίδης ισχυρίζεται ότι η σύγκριση ανάμεσα στο πριν και το μετά, το εδώ και το αλλού, είναι μια σύγκριση που διαρκεί όσο και ο μετεωρισμός, ουσιαστικά μας προτρέπει να ξανασκεφτούμε τους τρόπους γραφής της ιστορίας της πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: