ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Το βιβλίο Μετα-τοπίσεις. Φύλο, διαφορά και αστικός χώρος, το οποίο επιμελείται η Σάσα Λαδά, περιέχει άρθρα 12 αρχιτεκτόνων οι οποίες, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, αρθρώνουν έναν λόγο αποδόμησης -με την ευρεία έννοια του όρου- της θεωρίας και της πρακτικής της αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας. Επιγραμματικά, θα λέγαμε ότι η βασική θέση που διατρέχει τα κείμενα αυτού του συλλογικού τόμου είναι ότι ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός Λόγος δεν είναι ένας «ουδέτερος», «επιστημονικός» Λόγος αλλά αποτελεί μέρος των σχέσεων εξουσίας του φύλου. Η φεμινιστική αυτή προσέγγιση της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας ακολουθεί ή μάλλον συμπορεύεται με την ανάλυση του Μισέλ Φουκώ, στα έργα του οποίου ο χώρος κατέχει μια κεντρική θέση. Ειδικότερα, όσον αφορά την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, στην συνέντευξή του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Χώρος, γνώση και εξουσία», ο Φουκώ μιλάει για τον πολιτικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής, του αστικού σχεδιασμού και τα συμπεριλαμβάνει σε εκείνη τη γνώση που σχετίζεται με την εξουσία. Σύμφωνα με τον Φουκώ, η αρχιτεκτονική ήταν πάντα πολιτική, αλλά, από τον 18ο αιώνα και μετά, αναδεικνύεται ως μία από τις τεχνικές διακυβέρνησης των κοινωνιών. Οι ιδέες του Φουκώ θα επηρεάσουν μελετητές του χώρου, όπως ο ανθρωπολόγος Paul Rabinow, ο οποίος, στο βιβλίο του για τον γαλλικό πολεοδομικό λόγο, μελετά την ιδεολογική ιστορία των προσώπων που διαμόρφωσαν και εν μέρει εφάρμοσαν τη γαλλική πολεοδομική πολιτική στη μητρόπολη και κυρίως στις γαλλικές αποικίες στη Βόρεια Αφρική. Ο Rabinow περιγράφει τη μελέτη του ως μια εθνογραφία της παραγωγής του γαλλικού ηγεμονικού λόγου για τον αστικό σχεδιασμό και την αρχιτεκτονική.
Ωστόσο, τόσο από το έργο του Φουκώ όσο και από εκείνο του Rabinow απουσιάζει η έμφυλη διάσταση του αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού Λόγου. Η φεμινιστική προσέγγιση της διάστασης αυτής, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο Μετα-τοπίσεις. Φύλο, διαφορά και αστικός χώρος, έχει μια μακρόχρονη και πλούσια θεωρητική διαδρομή, μια διαδρομή μετατοπίσεων, από την ανάδειξη της γυναικείας οπτικής στα ζητήματα του χώρου έως τον έμφυλο χαρακτήρα, το φύλο της αρχιτεκτονικής. Ετσι, το εν λόγω βιβλίο αποτελεί έναν απολογισμό των φεμινιστικών θεωρήσεων για την αρχιτεκτονική και το χώρο, όπως αυτές αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα αλλά και στη Δυτική Ευρώπη και Αμερική τις τελευταίες τρείς δεκαετίες.
Από τις θεωρήσεις αυτές, πολύ ενδιαφέρουσα είναι η μέθοδος ανάλυσης της σχέσης μεταξύ φύλου και αρχιτεκτονικής που προτείνει η Jos Boys, η οποία συμμετέχει με κείμενο της στο συλλογικό τόμο. Αντλώντας από την ανάλυση του Pierre Bourdieu, για τη σχέση ανάμεσα στο γούστο, την αισθητική προτίμηση και την εξουσία, όπως αυτή παρουσιάζεται στο έργο του “La distinction», η Boys προτείνει και συνδέει μεταξύ τους τις έννοιες της θέσης (positionality) και του μηχανισμού μετάφρασης (mechanism of translation). Όπως επισημαίνει η Σ. Λαδά, σχετικά με την προσέγγιση της αγγλίδας αρχιτεκτόνισσας, η έννοια της θέσης σκοπεύει να κάνει ορατές τις διαφορετικές θέσεις των συμμετεχόντων στη διαδικασία του «κτίζειν», καθώς και της παραγωγής και κατανάλωσης της πόλης, και η έννοια των μηχανισμών μετάφρασης σημαίνει την ανάλυση των συγκεκριμένων διαδικασιών, μέσω των οποίων οι διαφορετικές «θέσεις» σε ειδικά συμφραζόμενα μετασχηματίζονται σε υλική μορφή. Η προσέγγιση αυτή υπερβαίνει και θέτει σε αμφισβήτηση ένα κλειστό-αυτοαναφορικό σύστημα σκέψης, σύμφωνα με το οποίο η αρχιτεκτονική προσλαμβάνεται ως ένας απλός χάρτης των κοινωνικών σχέσεων και ο αρχιτεκτονικός λόγος ως απλή μεταφορά των διαφορών φύλου.
Η απουσία ανάλυσης από την σκοπιά του φύλου, η οποία χαρακτηρίζει τις φουκωϊκές και μετα-φουκωϊκές προσεγγίσεις του αρχιτεκτονικού Λόγου, διακρίνει και τις προσεγγίσεις του χώρου, όπως αυτές αναπτύχθηκαν, ανάμεσα σε άλλες, στο σημαντικό έργο των γεωγράφων Edward Soja και David Harvey. Ωστόσο, ο χώρος γίνεται αντιληπτός με όρους, μεταφορές φύλου. Η Elizabeth Grosz, αντλώντας από την Luce Irigaray, δείχνει ότι στις κυρίαρχες δυτικές αντιλήψεις ο χώρος εννοιολογείται με τα ίδια χαρακτηριστικά που αποδίδονται στο γυναικείο και ιδιαίτερα στο θηλυκό-μητρικό σώμα: παθητικό, αδρανές, κενό, άμορφο, υλικό δοχείο/περιέχον. Όπως το διατυπώνει η Λαδά: «Ο ίδιος ο χώρος, ως έννοια, έχει γίνει κατανοητός ως θηλυκός και απαξιώθηκε σε σχέση με το αρσενικό ενεργό στοιχείο του χρόνου. Ακόμη και η επαναδιεκδίκηση της σημασίας του χώρου στις σπουδές της μετανεωτερικότητας δεν είχε σαν αποτέλεσμα την ανάκτηση της αξίας του θηλυκού. Αντίθετα, το θηλυκό συσχετίζεται με το χαοτικό και σε πλήρη αταξία χώρο, ενώ ο λογοκεντρικός χώρος παραμένει αρσενικός». Από την άλλη πλευρά, όπως παρατηρεί η Colette Guillaumin οι άνδρες ενεργούν, καταλαμβάνουν χώρο: στους δημόσιους χώρους της πόλης είναι οι άνδρες οι οποίοι επιβάλλουν την παρουσία τους, με την φωνή τους, τις σωματικές χειρονομίες τους. Με άλλα λόγια, οι γυναίκες είναι χώρος ενώ οι άνδρες καταλαμβάνουν χώρο. Η ταύτιση αυτή του γυναικείου σώματος και του χώρου με την παθητικότητα αντιστοιχεί και στο σχήμα του αρσενικού βλέμματος και του θηλυκού θεάματος. Όπως γράφει στο άρθρό της «Τόποι και τοπία της επιθυμίας», η Λαδά, αντλώντας κυρίως από τη λακανική ψυχανάλυση, “με το να είναι τα σώματά τους και μόνο, οι γυναίκες ταυτοποιούνται με αυτό που είναι ορατό, προς θέαση, ενώ οι άνδρες, μέσω της εγκατάλειψης των σωμάτων τους, ταυτίζονται με το βλέμμα.”
Οι συγγραφείς του συλλογικού τόμου θέτουν σε αμφισβήτηση τις ηγεμονικές αυτές αντιλήψεις και δείχνουν ότι οι γυναίκες συμμετέχουν ενεργά στην συγκρότηση της πόλης όπως παρατηρεί η Ρούλη Λυκογιάννη στο κείμενό της για τις αναλυτικές κατηγορίες «φύλο» και «γυναίκες» στις φεμινιστικές προσεγγίσεις της πόλης. Στο κείμενο της Ντίνας Βαΐου, «Ταυτότητες/ετερότητες γυναικών στην πόλη», γυναίκες αφηγούνται την ζωή τους σε διάφορες συνοικίες και προάστια της Αθήνας και του Πειραιά, και αποκαλύπτουν πλευρές της εμπλοκής τους με τη συγκρότηση και αλλαγή της πόλης. Έτσι, μια γυναίκα στο Πέραμα, αποκαλύπτει τη συμβολή της σκληρής και χειρωνακτικής οικιακής εργασίας των γυναικών στην αστικοποίηση μέσω αυθαίρετης δόμησης στην περιφέρεια της πόλης. Ενώ μια γυναίκα στην Ηλιούπολη αφηγείται τη ζωή της ως ομοφυλόφιλης σε ένα θεωρούμενο ως ετεροφυλοφιλικό, οικογενειακό αθηναϊκό προάστιο. Οι έμφυλες και σεξουαλικές διαστάσεις της συγκρότησης της πόλης αποσιωπώνται από την ανδροκεντρική και ετεροκανονική προσέγγιση του χώρου, «παραμένουν έξω από όσα συνήθως μαθαίνουμε για την αστική ανάπτυξη», όπως παρατηρεί η Βαΐου.
Στο κείμενο αυτό βασική μέθοδος ανάλυσης αποτελεί η βιωματική χωρική εμπειρία, γεγονός που φέρνει κοντά την αρχιτεκτονική προσέγγιση του χώρου με εκείνη της ανθρωπολογίας. Επιπλέον, στο άρθρό της για την κατοίκηση της αστικής περιφέρειας της Θεσσαλονίκης από μετανάστες/τριες και τσιγγάνους/ες, η Χάρις Χριστοδούλου θέτει ζητήματα επιστημολογικά ή θεωρίας έρευνας πεδίου, όπως της θέσης/ταυτότητας της ερευνήτριας και διϋποκειμενικότητας, σχέσεων εξουσίας με τις συνομιλήτριές της. Τα ζητήματα αυτά αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης της φεμινιστικής έρευνας αλλά και της ανθρωπολογίας και ιδιαίτερα της αναστοχαστικής ανθρωπολογίας. Από την άλλη μεριά, τα παραπάνω ζητήματα, αλλά και γενικότερα το ζήτημα του φύλου της αρχιτεκτονικής, βρίσκονται «έξω» από την «κλασσική», «παραδοσιακή» προβληματική και μεθοδολογία της αρχιτεκτονικής/πολεοδομίας. Όπως δείχνει στο άρθρό της η Δήμητρα Χατζησάββα, ακόμη και σε σύγχρονα πρωτοποριακά αρχιτεκτονικά ρεύματα λανθάνει η αντίληψη μιας «αντικειμενικής» και «επιστημονικής» διαχείρισης των μεθόδων και εργαλείων της σχεδιαστικής διαδικασίας.
Η μετάβαση, η μετα-τόπιση αυτή των συγγραφέων του τόμου αυτού, από το «εσωτερικό» της «κλασσικής», «παραδοσιακής» επιστήμης της αρχιτεκτονικής σε μια αρχιτεκτονική από τα «έξω», δηλαδή σε μια αρχιτεκτονική από τη σκοπιά άλλων επιστημών ή θεωρήσεων προσφέρει, όπως λέει η Elizabeth Grosz, τη σπάνια και απροσδόκητη χαρά να δει κανείς αυτό που δεν μπορεί να δει σχετικά με το χώρο από το εσωτερικό τής «αρχιτεκτονικής». Η διάσχιση αυτή των ορίων δεν αφορά μόνο την αρχιτεκτονική αλλά και τις άλλες κοινωνικές/ανθρωπιστικές επιστήμες. Σύμφωνα με την Grosz, η διεπιστημονικότητα αυτή αποσκοπεί στην αναζήτηση ενός άλλου χώρου, όπου οι διάφορες επιστήμες συνδιαλέγονται, αλληλοδρούν χωρίς ιεραρχία, μιας θέσης έξω/πέρα από τις συγκεκριμένες επιστήμες, ενός χώρου που δεν υπάρχει ακόμη. Στην αναζήτηση αυτού του νέου, δυνητικού (virtual) χώρου, αυτής της ου-τοπίας, οι συγγράφουσες αυτού του τόμου συμβάλλουν αποφασιστικά, με όχημα τη μελέτη του φύλου και την φεμινιστική θεωρία.
Ο Kώστας Γιαννακόπουλος διδάσκει Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου