10/7/10

Η αναγραφή της πίστης και η λατρεία της αναγραφής

ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΑΠΟΓΑ

Εννέα μόλις χρόνια μετά την οριστική δικαστική επίλυσή του, το ζήτημα των ταυτοτήτων φαίνεται να αναβιώνει σε νέες περιπέτειες. Τα απολυτήρια λυκείου, τα σχολικά μητρώα όπου καταχωρίζονται οι αιτήσεις απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, τα έντυπα ενόρκων καταθέσεων, οι στρατολογικές καταστάσεις, τα δημοτολόγια, οι δηλώσεις αποτέφρωσης, ατέλειωτη αλληλουχία πινάκων και πιστοποιητικών όπου το θρήσκευμα διεκδικεί τον πατροπαράδοτο χώρο του. Διστακτική και δεσμευμένη, η πολιτεία δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στις έγκαιρες υποδείξεις της αρμόδιας αρχής που η ίδια είχε ιδρύσει, και να που τώρα καταφθάνουν τα ευρωπαϊκά δικαστήρια.
Σε δύο κυρίως πεδία εκτυλίσσονται μάχες οπισθοφυλακής, εκεί δηλαδή όπου κατ’ εξοχήν υλοποιείται η συνάρθρωση πολιτείας και εκκλησίας: στην εκπαίδευση και τη δικαιοσύνη. Εκεί ακριβώς, μετά τα χαρτιά, περιμένουν τη σειρά τους τα επιτοίχια σύμβολα: δικαιούμαι να μην ερωτώμαι καν για τις πεποιθήσεις μου, δικαιούμαι όμως και να μην προσπαθήσει κανείς να μου υποβάλει μεταβολή τους, καταχρώμενος σχέσεις εξουσίασης, καθώς και να μη φοβάμαι μήπως τυχόν εξ αιτίας των πεποιθήσεων αυτών βρεθώ σε δυσμενή θέση. Με άλλα λόγια, δικαιούμαι να διδάσκομαι απροκατάληπτα και να δικάζομαι αμερόληπτα.
Δεν εκπλήσσουν αυτά τα νεύματα της ευρωπαϊκής δικαιοσύνης, καθώς απορρέουν από κοινούς τόπους του νομικού μας πολιτισμού. Ομοίως, δεν εκπλήσσουν οι αντιδράσεις των εκκλησιών και των φιλικών προς αυτές τμημάτων της κοινωνίας, απολύτως κατανοητές σαν έκφραση ενός αδιαμφισβήτητου δικαιώματος στο δογματισμό. Οι αντιδράσεις αυτές δεν πηγάζουν τόσο από ορθολογική αποτίμηση οφέλους ή κινδύνων σε σχέση με την αναγραφή της πίστης, όσο από μεταφυσική λατρεία της αναγραφής, ως μιας πανηγυρικής ομολογίας και αυτοδέσμευσης. Εκπλήσσουν όμως δυσάρεστα οι αντιρρήσεις των πολιτειακών μηχανισμών, εδώ και αλλού, καθώς δεν ανάγονται τόσο σε εδραίες ιδεολογικές επιλογές, όσο σε ευτελή μικροπολιτική κοστολόγηση. Τί ώθησε δέκα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να παρελάσουν αυτόκλητα ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά την επανεκδίκαση της υπόθεσης «Lautsi κατά Ιταλίας» ; Ποιός έσυρε το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας σε αναδίπλωση για το ζήτημα της αναγραφής θρησκεύματος στους τίτλους σπουδών; Πώς ματαιώθηκε η επιχείρηση κάθαρσης του παραδικαστικού-παρεκκλησιαστικού κυκλώματος, που τόσο θορυβωδώς είχε κάνει προ ετών αισθητή την παρουσία του; Μήπως όλα αυτά οφείλονται σε κάποιαν ειλικρινή έγνοια για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των επομένων γενεών ή για την αποτροπή του αποχριστιανισμού της κοινωνίας;
Μα ούτε η κοινωνία έχει ανάγκη από τεχνητές εισπνοές θρησκευτικής συνείδησης, ούτε οι εκκλησίες από θεσμικά υποστυλώματα. Η ισχύς των θρησκειών δεν στηρίζεται στην πολιτειακή τάξη προβαδίσματος, παρά μόνο στην παράδοση και την κοινωνική επιρροή. Η θρησκευτική παράδοση παραμένει ισχυρή μόνον εφόσον είναι ζωντανή, και η κοινωνική επιρροή των εκκλησιών παραμένει αποτελεσματική μόνον εφόσον ανταποκρίνεται σε υπαρκτές ανάγκες κατά τρόπο πειστικό. Τα εξουσιαστικά υποκατάστατα μόνο ζημιά μπορούν να κάνουν και έχουν ήδη κάνει αρκετή. Καθήλωσαν την πολιτεία σε χρόνιες νομοθετικές αγκυλώσεις, για σειρά πεδίων που θα έπρεπε ν’ ανήκουν στη δική της αποκλειστική αρμοδιότητα (οικογενειακό δίκαιο, εκπαίδευση, ελευθερία θρησκευτικών μειονοτήτων), καθήλωσαν και την εκκλησία σε απόκλιση από τους δικούς της κανόνες για σειρά θεμάτων που ανάγονται στην εσωτερική της οργάνωση. Και όμως, η λύση του θεσμικού αυτού κόμπου θα αποδειχθεί πολύ πιο κοντινή και ανώδυνη απ’ όσο θα φανταζόταν κανείς πριν από λίγες δεκαετίες.

Ο Μιχάλης Τσαπόγας είναι δικηγόρος και μέλος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Δεν υπάρχουν σχόλια: