ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ
Αφετηρία της προβληματικής των συγγραφέων του βιβλίου Μετα-τοπίσεις. Φύλο, διαφορά και αστικός χώρος είναι η επίγνωση ότι το πού είμαστε και το ποιες/οι είμαστε, πρώτον, συνδέονται μεταξύ τους και, δεύτερον, δεν συνιστούν δεδομένες και σταθερές διαστάσεις της ύπαρξής μας, αλλά φτιάχνονται και ξεφτιάχνονται. Η συμμετοχή στην παραγωγή του χώρου, αλλά και η αναγνώριση της συμμετοχής αυτής εξαρτάται από το φύλο. Αντίστροφα, το φύλο ορίζεται, συγκροτείται ή επιτελείται μεταξύ άλλων και ως προς τη συμμετοχή των υποκειμένων στην παραγωγή του χώρου.
Αφετηρία της δικής μου παρέμβασης είναι η ιδέα ότι η σημασία του και που συνδέει το «φύλο» και το «χώρο» δεν είναι αυτονόητη. Με βάση το βιβλίο, θα έλεγα ότι οι έννοιες αυτές μπορούν να συσχετιστούν με τρεις τρόπους. Ο ένας δεν αποκλείει τους άλλους. Και οι τρεις αναδεικνύουν ενδιαφέροντα ερωτήματα, τα οποία ωστόσο διαφέρουν μεταξύ τους.
1) Ενδεχόμενο πρώτο: Η σχέση μεταξύ του φύλου και του χώρου μπορεί να ερμηνευτεί ως σχέση αναγωγής ή αλλιώς σχέση υποκειμένου και αντικειμένου. Μπορούμε να σκεφτούμε ότι ο χώρος είναι το αποτύπωμα των πρακτικών, ταυτοτήτων, σχέσεων, επιτελέσεων, βιωμάτων, δραστηριοτήτων ή οποιονδήποτε διαδικασιών και καταστάσεων συνοψίζει η λέξη «φύλο». Αντίστροφα, ο «χώρος» μπορεί να θεωρηθεί το καλούπι που δίνει στο «φύλο» σχήμα και μορφή. Μια τέτοια ερμηνεία συνδέει το φύλο με το χώρο μέσω σχέσεων κυριαρχίας ή επιβολής. Όπως προκύπτει και από το βιβλίο, η απάντηση στο ερώτημα του αν ο χώρος παίρνει το σχήμα και τη μορφή του φύλου ή το φύλο κόβεται στα μέτρα του χώρου εξαρτάται από τις περιστάσεις. Κάτω από ποιες συνθήκες ο «χώρος» ή το «φύλο» αποκτά καθοριστικό ρόλο, και για ποιες κατηγορίες υποκειμένων; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των υποκειμένων που έχουν ή θεωρούν ότι έχουν τη δυνατότητα να μετασχηματίσουν τους χώρους στους οποίους βρίσκονται, εγγράφοντας ή αποτυπώνοντας σ’ αυτούς τις σχέσεις και τις συνήθειές τους; Αντίστροφα, ποιες κατηγορίες μοιάζουν να βρίσκονται «αιχμάλωτες» χώρων οι οποίοι τα περιορίζουν; Σε ποιων τα μάτια φαίνονται φυλακισμένες; Τα παραπάνω, πολύ ενδιαφέροντα κατά τη γνώμη μου ερωτήματα αναδεικνύουν την κυριαρχία ή την ενεργή στάση ως προς το χώρο ως συστατικό μιας έμφυλης υποκειμενικότητας.
2) Ενδεχόμενο δεύτερο: Το φύλο και ο χώρος μπορούν να προσεγγιστούν ως δυο διαστάσεις της ύπαρξης, οι οποίες συνυπάρχουν και ενδεχομένως αλληλο-καθρεφτίζονται, χωρίς αναγκαστικά να ανάγονται η μία στην άλλη. Μπορούμε να φανταστούμε τις διαστάσεις αυτές σαν οπτικές γωνίες οι οποίες αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικές, αλλά αμοιβαία ορατές επικράτειες ή «γνωστικά αντικείμενα», το καθένα από τα οποία όμως μπορεί να γίνει αντικείμενο, αλλά και μεταφορά του άλλου. Στο σενάριο αυτό άλλωστε εντάσσεται και η ιδέα ότι η διάκριση μεταξύ του «δημόσιου» και του «ιδιωτικού» χώρου είναι ομόλογη εκείνης μεταξύ του «αρσενικού» και «θηλυκού» φύλου. Η αναλογία αυτή εξακολουθεί κατά τη γνώμη μου να παρουσιάζει ενδιαφέρον, δηλαδή να έχει νόημα και να βγάζει νόημα, ακόμα και όταν ή μάλλον κυρίως όταν θεωρούμε ότι την έχουμε ξεπεράσει. Παρότι οι συγγραφείς του βιβλίου θεωρούν τη διάκριση δημόσιου–ιδιωτικού παρωχημένη ως αναλυτική κατηγορία, κατά τη γνώμη μου πολύ σωστά υπενθυμίζουν ότι στον κόσμο όπου ζούμε η διάκριση αυτή είναι ισχυρή, ιδίως μάλιστα όταν κατασκευάζεται από μπετόν. Η διάκριση μεταξύ αρσενικού–θηλυκού είναι επίσης ισχυρή.
Ένα από τα πράγματα για τα οποία θα ήθελα να ευχαριστήσω τις συγγραφείς πάντως, ήταν η ευκαιρία που μου έδωσαν να καταλάβω κάτι που οι ίδιες ως αρχιτεκτόνισσες μάλλον θεωρούν στοιχειώδες, δηλαδή ότι οι φεμινιστικές διεκδικήσεις, που επικεντρώνονται στην ατομική αυτονομία από τη μια και στη συλλογικότητα από την άλλη, δημιουργούν διαφορετικούς χωρικούς συνειρμούς. Συνειδητοποίησα λοιπόν ότι όταν ταυτίζομαι με το ζητούμενο της γυναικείας αυτονομίας και του αυτοπροσδιορισμού φαντάζομαι μια σειρά από τακτοποιημένα και ελεγχόμενα «rooms of one’s own», ένα από τα οποία μου ανήκει. Όταν πάλι γοητεύομαι από το όραμα μιας κοινότητας ή μιας παρέας, τα μέλη της οποίας δεν είναι ή δεν προσπαθούν να γίνουν οπωσδήποτε ίσα μεταξύ τους, για διάφορους λόγους, στους οποίους μπορεί να περιλαμβάνεται η αυξημένη ανάγκη που έχουν κάποια απ’ αυτά για τη φροντίδα των άλλων, έρχονται στο νου μου χώροι ακατάστατοι, όπου γίνονται ταυτόχρονα πολλά πράγματα από ανθρώπους που δεν τα ερμηνεύουν πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Τελευταία, το όραμα μιας τέτοιας συνύπαρξης με συγκινεί όλο και περισσότερο. Ταυτόχρονα, η δυσανεξία μου προς την ακαταστασία μεγαλώνει και μαζί της επίσης η επίγνωση ότι οι συνθήκες στις οποίες έχω μάθει να ζω είναι περίπου θερμοκηπίου. Δεν αστειεύομαι: αν σκεφτούμε σε τι είδους χώρους επιθυμούμε ή αντέχουμε να μπούμε ή από ποιους να βγούμε, ίσως να αποκτήσουμε κάποια πιο ρεαλιστική αυτογνωσία, ως προς το είδος της αυτονομίας, της ισότητας με άλλους/ες ή της συλλογικότητας που επιθυμούμε ή αντέχουμε. Ίσως η σκέψη μας προσγειωθεί, γίνει λιγότερο αφηρημένη και μεγαλεπίβολη.
3) Ενδεχόμενο τρίτο: Στις σελίδες του βιβλίου, το φύλο και ο χώρος, εκτός από υποκείμενο ή αντικείμενο και καθρέφτης αλλήλων, φυτρώνουν εκεί που δεν τα σπέρνουν, δηλαδή το ένα στα χωράφια του άλλου. Με άλλα λόγια, ο χώρος εμφανίζεται να είναι έμφυλος και το φύλο ή το σώμα χωρικό, δηλαδή ο χώρος και το φύλο συνδέονται μεταξύ τους με σχέσεις συνεκδοχής. Για παράδειγμα: προσωποποιούμε μεταφορικά τους τόπους στους οποίους βρισκόμαστε ή μεταξύ των οποίων κυκλοφορούμε, καθώς και τα αντικείμενα με τα οποία συνυπάρχουμε και δεχόμαστε τις επιδράσεις τους. Μια προσέγγιση που δεν θα θεωρούσε δεδομένη τη διάκριση μεταξύ ανθρώπινων έμφυλων οντοτήτων από μη ανθρώπινες οντότητες, θα συνέβαλλε ίσως στη δυνατότητα να σκεφτούμε ότι η εξιδανίκευση της αυτενέργειας και η απαξίωση της υπαγωγής στη δράση των άλλων ενδεχομένως έχει ορισμένες συνέπειες οι οποίες αφορούν το χώρο, αλλά και οτιδήποτε άλλο μοιραζόμαστε μεταξύ μας, εκούσια ή ακούσια. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις συνέπειες αυτές «οικολογικές», με την ευρεία έννοια.
Οι προσεγγίσεις στις οποίες αναφέρθηκα μας ωθούν να σκεφτούμε για το χώρο με τους όρους του φύλου και αντίστροφα. Ας προσθέσω όμως ότι ανάλογες προσεγγίσεις ισχύουν επίσης και ως προς τη σχέση μεταξύ των επιμέρους συνιστωσών του φύλου: Το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο μπορούν να αναχθούν το ένα στο άλλο, να θεωρηθούν ότι αντιστοιχούν σε διακριτές διαστάσεις της ύπαρξης ή τέλος να ανακαλυφθούν ή να κρυφτούν το ένα μέσα στο άλλο. Το ίδιο νομίζω ισχύει ως προς τη σχέση μεταξύ του χώρου και του τόπου, αλλά και πολλών άλλων εννοιών στις οποίες θα περιλάμβανα το δημόσιο και το ιδιωτικό και το αρσενικό και το θηλυκό.
Οι τρόποι λοιπόν που σκεφτόμαστε για το φύλο μοιάζουν με εκείνους με τους οποίους σκεφτόμαστε για το χώρο, αλλά και για ένα σωρό άλλα πράγματα και καταστάσεις τα οποία που συνδέουμε με ένα αινιγματικό και. Καλό είναι πάντως να έχουμε κατά νου ότι παρότι χρησιμοποιούμε το φύλο και το χώρο ως αναλυτικές και συγκριτικές έννοιες, τα νοήματα που τους δίνουμε είναι πάντοτε τοπικά, δηλαδή ιθαγενή, στο μέτρο που αντιστοιχούν σε μια κοσμοθεωρία –νεωτερική ή μετανεωτερική– η οποία πάντως δεν είναι οικουμενική. Με άλλα λόγια, οι σκέψεις μας για το φύλο ή για το χώρο δεν έχουν αναγκαστικά νόημα από τη σκοπιά άλλων πολιτισμών, και συνεπώς, ακόμα και αν μπορούν να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε αυτούς τους άλλους πολιτισμούς, δεν μπορούν να μας κάνουν να τους καταλάβουμε με τους δικούς τους όρους.
Στο πλαίσιο της οικείας κοσμοθεωρίας, πάντως, η «θεωρία» και η «πράξη» ή η «εφαρμογή» φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους με τρόπους που μοιάζουν σε εκείνους που ισχύουν ως προς το φύλο και τον τόπο και με τις άλλες έννοιες στις οποίες αναφέρθηκα. Συνεπώς, το γεγονός ότι η «θεωρία» άλλοτε εξιδανικεύεται ως μήτρα της «πράξης» και άλλοτε λοιδορείται ως αέρας κοπανιστός, ενώ αντίστροφα, η πράξη άλλοτε υποβαθμίζεται ως «απλή χειροναξία» και άλλοτε εξαίρεται ως στοχευμένη δράση η οποία παράγει θεωρία, δεν είναι αξιοπερίεργο.
Οι διαδικασίες παραγωγής, στις οποίες κατά τις συγγραφείς υπόκεινται τόσο ο χώρος όσο και το φύλο, συνίστανται σε μεγάλο βαθμό στην υλοποίηση, εφαρμογή, επιτέλεση ή εγγραφή νοητικών προτύπων και σχημάτων. Η πρωτοκαθεδρία λοιπόν ανήκει στη θεωρία και στο σχεδιασμό. Η πρωτεύουσα σημασία που δίνουν οι συγγραφείς στην όραση, την οπτική και την οπτικότητα είναι νομίζω εύλογη, γιατί στον κόσμο μας η αίσθηση με την οποία κατεξοχήν συνδέεται ο νους, αλλά και η ιδιότητα του υποκειμένου, είναι εκείνη του ματιού. Αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου στο γιαπί, το οποίο έτσι έμμεσα αναδεικνύεται σε πεδίο απλής εφαρμογής ή εκτέλεσης σχεδίων που κατασκευάζονται κάπου αλλού, δηλαδή σε κάποιο γραφείο. Σκέφτηκα ότι η έμφαση στη «θεωρία» οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι απευθύνονται σε μη ειδικούς οι οποίες, καληώρα, δεν θα καταλάβαιναν τις «τεχνικές» όψεις της δουλειάς τους. Παρά την έμφαση στη «θεωρία» πάντως, έμεινα με την αίσθηση ότι τα «τεχνικά» ζητήματα δεν αφορούν ποτέ μόνον «απλώς» την «υλοποίηση» ενός σχεδίου, αλλά διαδικασίες μετασχηματισμού οι οποίες ενέχουν αβεβαιότητες και εκπλήξεις. Ίσως λοιπόν η έμφαση στο σχεδιασμό και τη θεωρία δεν αναδεικνύει τον έλεγχο στον οποίο υπόκειται ο χώρος, αλλά τις αταξίες και τις ανατροπές που ενδέχεται να παρουσιαστούν κατά την άσκησή του ελέγχου αυτού, και οι οποίες σίγουρα εξαρτώνται εν μέρει και από το φύλο των εμπλεκόμενων. Παράλληλα όμως με την έμφαση στο σχεδιασμό και τη θεωρία, οι συγγραφείς εκφράζουν μια αγωνία την οποία ακούω συχνά τελευταία και από ανθρώπους οι οποίοι δεν χτίζουν αναγκαστικά κυριολεκτικά: «μήπως υποπέσουμε σε ολιστικά αφηγήματα, μήπως εφησυχάσουμε, μήπως δεν αποδομούμε αρκετά γρήγορα τις θεωρίες με τις οποίες πορευόμαστε κλπ.». Ίσως η αναγωγή του θεωρητικού εφησυχασμού σε αίτιο ενοχής και πειρασμό προς αποφυγή εμποδίζει την επίγνωση ότι η αναγωγή της διαρκούς αναζήτησης της καινοτομίας σε αυτονόητο ζητούμενο είναι ίσως σύμπτωμα μιας δυσφορίας, η οποία δεν είναι αποτέλεσμα επιλογής.
Η Αλεξάνδρα Μπακαλάκη είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου