Οι εκθέσεις «Σχέδιο Σωτηρία», στο νοσοκομείο Σωτηρία, επί της οδού Μεσογείων 152 (18 Ιουνίου - 3 Οκτωβρίου), και «Εξορίες», στο Σπίτι της Κύπρου, επί της Ηρακλείτου 10 στο Κολωνάκι (17 Ιουνίου - 17 Ιουλίου)
ΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
ΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Οι εικόνες της εξορίας -οι εικόνες της βίαιης εκτόπισης και του βάναυσου εγκλεισμού ανθρώπων, αγωνιστών της αντίστασης ενάντια στο φασισμό, στο ναζισμό και στη χούντα των συνταγματαρχών, από τον τόπο διαμονής τους στις φυλακές και στα ξερονήσια της χώρας- έχουν σημαδέψει το σώμα της νεοελληνικής κοινωνίας.
Οι αυτουργοί τους, οι κρατούντες δικτάτορες του μεσοπολέμου και, κυρίως, οι νικητές του εμφυλίου, επιχείρησαν να εξορίσουν τα ίχνη τους από το δημόσιο χώρο και την κοινή θέα, μέσω της αντιπαροχής των αξιών και των συλλογικών οραμάτων των αντιφρονούντων με το ίδιον συμφέρον του μικρονοϊκού αστού.
Τα τραύματα του παρελθόντος δεν εξαλείφονται. Είναι πληγές χρόνιες που ανοίγουν μόλις τις ξύσουμε, κενά της μνήμης του σώματος, που δεν ξεχνά, και φυσικά δεν μπόρεσαν να κλείσουν οι πρόχειροι επίδεσμοι του ευδαιμονισμού της στομφώδους πασοκικής, εθνικής συμφιλίωσης. Μοιάζουν με τις οπές από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών, που προβάλλουν ξαφνικά, όταν περπατούμε την ισοπεδωμένη Αθήνα, στις λιγοστές, εναπομείνασες πολυκατοικίες εκείνων των καιρών.
Αυτές οι εικόνες της εξορίας αποτελούν το περιεχόμενο δύο ομαδικών εκθέσεων που εγκαινιάστηκαν την περασμένη εβδομάδα στην Αθήνα, 61 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου.
«Μνήμη και ασθένεια στον εικαστικό λόγο»
«Σχέδιο Σωτηρία» λέγεται η έκθεση που επιμελείται ο θεωρητικός της τέχνης Παναγιώτης Παπαδόπουλος. Διαδραματίζεται σ’ έναν κατ’ εξοχήν χώρο μόνωσης, στο Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος «Σωτηρία». Στα κτήριά του οδηγούνταν και εγκλείονταν κατά κύριο λόγο οι φυματικοί, πολιτικοί κρατούμενοι ή μη. Στη μάντρα του οδηγούνταν και εκτελούνταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο αριστεροί. Ένας εξ αυτών υπήρξε και ο Νίκος Μπελογιάννης.
Η έκθεση φέρει τον υπότιτλο «Μνήμη και ασθένεια στον εικαστικό λόγο». Δεν περιλαμβάνει έργα ασθενών, όπως ίσως θα υπέθετε κάποιος με βάση προηγούμενα κινήματα του μοντερνισμού, τον σουρεαλισμό ή την αρτ μπρουτ ή την λεγόμενη τέχνη του περιθωρίου. Προϋποθέτει μια ανασύνθεση του κοινού, από νοσηλευόμενους, νοσηλευτές και επισκέπτες.
Συντελεστές της είναι πρώην και νυν διδάσκοντες και φοιτητές της ΑΣΚΤ της Αθήνας και άλλοι εικαστικοί, μουσικοί, εκφραστές της υποκριτικής τέχνης.
Ο θεατής που διασχίζει την τεράστια πευκόφυτη έκταση διαισθάνεται παντού την παρουσία του επερχόμενου θανάτου των εξοστρακισμένων και την απουσία των μορφών τους μέσα στη σιωπή που κυριαρχεί. Αντιλαμβάνεται την προσπάθεια των νέων καλλιτεχνών να διεισδύσουν στο κρυμμένο παρελθόν και να το φέρουν στο φως.
Τη βλέπει στις εγκαταστάσεις με τα λεκιασμένα και κεντημένα με ονόματα μαξιλάρια, πάνω στα οποία έχουν εναποτεθεί παλιές φωτογραφίες, που κρέμονται από τα πεύκα σαν άδειες, λευκές κούνιες. Αλλά και στα αιωρούμενα, βαμμένα κόκκινα, σαν μικροσκοπικά παιγνίδια ή λαμπιόνια, κρεβατάκια ασθενών. Στο πλαίσιο του παραθύρου, όπου έχουν στοιβαχτεί τα γύψινα, ρεαλιστικά αποτυπωμένα κεφάλια, όπως σε ένα ομαδικό τάφο.
Στην πράξη της κάλυψης με χώμα κάποιων προσωπικών αντικειμένων, ή στο δρώμενο-σφουγγάρισμα των σκαλιών με ένα μεγάλο άσπρο πανί, που μας οδηγούν στον κυρίως εκθεσιακό χώρο, πρώην νοσηλευτήριο και αποθήκη, στο Σπηλοπούλειο.
Στα έργα που ιχνηλατούν το παρελθόν, περιστοιχισμένα από ρεαλιστικές, οδυνηρές, καρτερικές, κωμικοτραγικές αποτυπώσεις του ανθρώπου, που φεύγει, βασανίζεται, υπομένει, των παλαιότερων. Όπως αυτές των Ζαχαρία Αρβανίτη, Γιάννη Βαλαβανίδη, Κλεοπάτρας Δίγκα, Κυριάκου Κατζουράκη, Χρόνη Μπότσογλου, Μάριου Σπηλιόπουλου.
Στη γραμμένη με κόκκινο μαλλί λέξη της ματαιότητας «τίποτα», που ως μια παχιά κόκκινη κλωστή καταλήγει, με τη βοήθεια μιας σκάλας, στο ακουμπισμένο στο δάπεδο κουβάρι.
Στα εξπρεσιονιστικά γλυπτά που κρέμονται από το ταβάνι, σαν δέρματα ζώων.
Στα σεντόνια με τη σφραγίδα του νοσοκομείου, πίσω από τα οποία διαφαίνονται τα αποκόμματα των εφημερίδων για τους εκτελεσθέντες στην περιοχή πολιτικούς κρατούμενους.
Στα αποσπάσματα των γραμμάτων, που μιλούν για την επιβεβλημένη αποσιώπηση των συνθηκών κράτησης.
«Μνήμες από το παρόν»
Η έκθεση «εξορίες» συμβαίνει σε έναν διαφορετικό, καθαρά εκθεσιακό χώρο, στο Σπίτι της Κύπρου, κατειλημμένος όμως και αυτός με εικόνες της βίαιης εκδίωξης ανθρώπων από τον τόπο διαμονής τους. Διοργανωτής της, σε συνεργασία με το Μουσείο Πολιτικών Εξορίστων Άη Στράτη, είναι ο ζωγράφος και δάσκαλος του Ζ’ Εργαστηρίου Ζωγραφικής της ΑΣΚΤ της Αθήνας, Γιάννης Ψυχοπαίδης. Δημιουργοί της είναι οι φοιτητές του εργαστηρίου.
Ο υπότιτλος της έκθεσης, «Μνήμες από το παρόν», δηλώνει μια προσέγγιση της εξορίας, από το παρόν της εξορισμένης μνήμης και της σύγχρονης ξενότητας, στο παρελθόν της.
Οι νεαροί καλλιτέχνες χρησιμοποιούν, και αυτοί, την ποικιλότητα των μορφών της έκφρασης, για να συγκροτήσουν τα έργα τους με απορριφθέντα, θαμμένα, ξεχασμένα θραύσματα των τεκμηρίων του παρελθόντος.
Βαδίζουμε, από την αναπαράσταση ενός στρατοπέδου «αναμόρφωσης» των πολιτικών κρατουμένων, φτιαγμένο με μικρογραφίες λευκών κλουβιών κουνελιών, στην πλασμένη με εξπρεσιονιστικές ασπρόμαυρες πινελιές φιγούρα μιας ξαπλωμένης γυναίκας, εγκλωβισμένης μέσα στα σφαλισμένα χαρακτηριστικά και τις χειρονομίες της. Επικολλημένη πάνω σε δυσανάγνωστες σημειώσεις, που θυμίζουν, με την κανονικότητα των στοιχείων τους, παρτιτούρες.
Η μισάνοιχτη βαλίτσα, από την οποία προβάλλει ένα συρματόπλεγμα, συνδέει με ευτελή υλικά την εκτόπιση με τον εγκλεισμό.
Οι φωτογραφίες των πολιτικών κρατουμένων, πάνω στις οποίες έχουν μονταριστεί κρεμάμενα σφάγια χοίρων, με τη σφραγίδα «εγχώριο», μας παραπέμπουν στις εκτελέσεις αθώων, που οδηγούνται σ’ αυτές ως «πρόβατα επί σφαγή».
Στο γλυπτό, το φτιαγμένο με ένα φθαρμένο κεφαλάκι, τα χέρια κούκλας και μια θρυμματισμένη μπαλκονόπορτα, αναγνωρίζουμε μια ντανταϊστική απεικόνιση της κακοποίησης.
Τα φιμωμένα με κολλητική ταινία συσκευασίας μέλη ενός σώματος φέρνουν στο νου τα αιωρούμενα μέλη του «Δολοφόνου γυναικών», του γερμανού εκφραστή της Νέας Αντικειμενικότητας, Τζορτς Γκρος.
***
«Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που ορίζει το είναι αλλά αντίθετα το κοινωνικό τους είναι αυτό που ορίζει τη συνείδηση», γράφει ο Μάρξ στον πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας.
Οι δύο ομαδικές εκθέσεις που παρουσιάζουμε εδώ, διαβάζονται διαφορετικά και σε διαφορετικούς χώρους.
Διαρρηγνύουν όμως αμφότερες τα τσιμεντένια τείχη της λήθης, και προβάλλουν το δημόσιο και συλλογικό χαρακτήρα της τέχνης.
Ανασυνθέτουν και πλάθουν τις σβησμένες εικόνες της μνήμης, χρησιμοποιώντας τα τεκμήρια της ιστορίας, δημιουργώντας «τόπους έκθεσης της αλήθειας» και νέους δρόμους αυτογνωσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου