26/6/10

Πάντα αδιάλλαχτοι, σαν έφηβοι

Τα ματωμένα ποιήματα του Μανώλη Φουρτούνη

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΑ

ΜΑΝΩΛΗΣ ΦΟΥΡΤΟΥΝΗΣ, Διαδρομές, συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 156

Η απόσταση ανάμεσα στην εποχή ονείρων, δράσης, ελπίδας και στα σημερινά χρόνια της παρακμής δεν είναι τόσο μεγάλη όσο απόμακρη φαντάζει. Κι είναι ένα ερώτημα το πώς καταλήξαμε στους «τακτοποιημένους αριθμούς/ με τα τακτοποιημένα ονόματα [δίχως] καθόλου φαντασία» της σύγχρονης ηθικής, ιδεολογικής και πολιτικής απαξίωσης, μιας κοινωνίας που λίγο πριν διαδήλωνε και διεκδικούσε μια άλλη ζωή: Τι μπέρδεμα κι αυτό/ με τις λέξεις/ ποιο το θύμα/ ποιος ο θύτης/ ποιος ο ήρωας/ ποιος ο προδομένος./ Θα το γράψει η ιστορία/ των εκάστοτε κρατούντων.
Για τη δική μου γενιά ηχούσαν, ακόμα, ηρωικά (μολονότι τελικώς πένθιμα) τα γεγονότα της αντίστασης και τα όσα επακολούθησαν: χρόνια μ’ αγώνες/ πολλούς αγώνες. με νίκες και με ήττες/ χρόνια των πεινασμένων, των ανέργων/ των συνωμοτών, των κατατρεγμένων/ χρόνια με φυλακές, με εξορίες... Κι είναι να απορείς πώς τα καλοκάγαθα ποιήματα, οι διστακτικές νοσταλγικές/ρομαντικές λέξεις, τα χέρια «που ετοιμάζονται να ψηλαφήσουν τον κόσμο», οι ευγενικές και τρυφερές φράσεις τού Μανώλη Φουρτούνη υποκρύπτουν, ή γιατί όχι διαλαλούν, την πορεία, τη σιωπή, το πείσμα, την απόφαση. Ίσως είναι η πρώτη φορά που διαβάζω τόσο φιλεύσπλαχνα, ματωμένα και ταυτοχρόνως δικαιωμένα ποιήματα: Οι αλφαμίτες κορδωμένοι, κάπου κάπου χαμογελάνε σαν άνθρωποι Δεν θέλω αύριο/ να περπατήσουμε στον ίδιο δρόμο,/ δεν θέλω να μπούμε στο ίδιο μαγαζί./ Δεν θέλω να κοιτάξουμε τον ίδιο ουρανό. Και αλλού: δυο χέρια που ξέρουν/ να κρατάνε το πείσμα./ Κανένα σημάδι απ’ τους ορίζοντες/ ο ήλιος σκοντάφτοντας στα ντουβάρια.
Καθαρή η εκφορά των ρημάτων που αξιοποιεί. (Κυρίαρχος, βασιλιάς,/ ο ενεστώς) χρόνος του που μας υποβάλλει στα ρήματα: «κρυώνω», «ανήκω», «απλώνω τα χέρια», «ψάχνω», «στεγνώνω». Συγκεκριμένα στην απόλυτη σαφήνεια τους ουσιαστικά: «ο φόβος», «οι χαφιέδες», «οι δεσμοφύλακες», «κουράγιο», «αφοσίωση», «υπόσχεση», «τα γράμματα στην κωλότσεπη», «οι κουβέντες με τη μάνα, με τον μικρότερο αδερφό», ένα τσιγάρο – τι να ξέρουν άραγε από αυτό, το ένα τσιγάρο, οι ξενέρωτοι γραφειοκράτες των Βρυξελλών; Λιτά πλην περιεκτικά (και όχι καλλωπιστικά στην καθημερινότητά τους) τα επίθετα που αξιοποιεί: (Ένα επίθετο,/ για να χαρακτηρίσουμε/ τη στιγμή,/ μόλις γεννήθηκε/ και πέθανε/ στον επόμενο τόνο): «η κλεισμένη βαριά πόρτα», «η τρύπια σκηνή», «οι τρύπιες κάλτσες», «το λερωμένο κολάρο πουκαμίσου».
Στα ποιήματά του αποδίδεται με τον πιο διάφανο τρόπο η απειροελάχιστη στιγμή «ανάμεσα στις χειροπέδες και την ελευθερία», το εμφανώς τυχαίο που καθορίζει ζωές και γενιές, που σε περνά από τη μια ή την άλλη πλευρά, που άλλοτε σε κάνει ήρωα και κάποτε υποτελή, που κάποιους αναγορεύει σε ανθρώπους και άλλους υποβιβάζει σε κτήνη: Μια στιγμή να κρατήσω μια τούφα/ απ’ τα μαλλιά μου, ένα κομμάτι/ απ’ το παντελόνι μου, ένα κομμάτι/ απ’ τη σάρκα μου. Δεν έχω,/ δεν θέλω να φορέσω άλλο παντελόνι,/ δεν θέλω να φορέσω άλλη σάρκα. Όταν τελικά επιτυγχάνεται η εξαΰλωση/υπέρβαση των συμβατών (και συμβατικών) πραγμάτων, τότε η ζωή αποκτά τη δική της διάσταση στο δικό του χώρο και στις δικές του συντεταγμένες. Τα αιτήματα διατυπώνονται σε δεύτερο πρόσωπο, όχι από φόβο ή συστολή αλλά από μια ωριμότητα που σε αναγκάζει να αποδραματοποιείς τις συνθήκες, να απομυθοποιείς την εξουσία, να σέβεσαι την καθημερινότητα, να δίνεις οντότητα και υπόσταση στα απλά και ταυτοχρόνως μεγάλα: κίτρινα φύλλα,/ μόλις τα έκοψε ο άνεμος, βράδυ, ένα κύμα, μια καλημέρα/ μια νύχτα χωρίς κανονισμό/ να ξαπλώσεις σε μια πολυθρόνα/ και να διαβάζεις στίχους ή οικονομία, αδιάφορο/ να ’σαι άρρωστος και να ’χεις ένα προσκέφαλο...
Γεννημένος στο χωριό Κέφαλος της Κω (3 Οκτωβρίου του 1926), που, όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, τελούσε υπό ιταλική κατοχή, ο Φουρτούνης διδάχτηκε ιταλικά, που τ’ αξιοποίησε στη συνέχεια μεταφράζοντας για βιοπορισμό και, το κυριότερο, για λογαριασμό της Επιθεώρησης Τέχνης. (Εδώ εστιάζεται και η δεύτερη τυχαία στιγμή της ζωής: η γνωριμία του με τον Δημήτρη Ραυτόπουλο στους τόπους εξορίας. Η Σιωπή –σημαδιακός και ταιριαστός ο τίτλος του διηγήματος του Γκράνιν– που έμελε να αποκαλύψει, χωρίς να διδάξει ωστόσο, τους εμπνευστές γραφειοκράτες της κομματικής τους δίκης. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά, με τις συνέπειές τους να βαραίνουν στο κέλυφος της σημερινής αμήχανης και πολιτικά/πολιτισμικά περιθωριακής αριστεράς.
Μολονότι τα ποιήματα του Φουρτούνη αναπνέουν/αποπνέουν τόπους εξορίας: Άη Στράτης, Μακρόνησος, Γυάρος, Παρθένι, Ωρωπός, ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό, παραμένουν ποιήματα ζωής και ανοικτού χώρου/ορίζοντα. Εξωστρεφείς εκμυστηρεύσεις από καρδιάς, γι’ αυτούς που έχουν τους καθαρούς κώδικες επικοινωνίας, δηλαδή τους ανθρώπους. Ένας γλάρος πάνω στην πέτρα, ένας ήλιος ζεστός στην αγκαλιά μας, μια παρέα με αγόρια και κορίτσια/ να χαμογελάς λίγο ηλίθια, λίγο καταφρονεμένα/ και να κρατάς το χέρι της, είναι οι εικόνες που συμπυκνώνονται και συμπυκνώνουν μια ποίηση δίχως τερτίπια, φιοριτούρες, ξεπερασμένους άνευρους εξυπνακισμούς, ρηχές κοινοτοπίες που αν μη τι άλλο δείχνουν την αμηχανία αλλά και το ελλιπές του συναισθήματος.
Δεν πιστεύω πως η ποίηση του Μανώλη Φουρτούνη είναι μια νοσταλγική –με την έννοια της θρηνητικής– ποίησης (κι ας μην μας παρασύρει το καταληκτικό επίθετο στο ποίημά του υπ’ αριθμ 70, σελ. 58. Άλλωστε εγώ έκανα απλώς λόγο, πιο πάνω, για «νοσταλγικές λέξεις»). Δεν πιστεύω ότι τα ποιήματά του βρίσκονται κολλημένα στο χθες, συνομιλώντας στατικά και αποκλειστικά με το παρελθόν τους. Ακόμα κι όταν ομνύει σε αγαπημένους, η φωνή του δεν έχει απόχρωση θλίψης για τους νεκρούς, αλλά τη σταθερότητα της συναίσθησης των τετελεσμένων, όπως τα ζήσανε και τα διαμόρφωσαν παρότι «ηττημένοι». (βλ. το ποίημα 44 σελ. 150, ό.π.). Η συλλογή του περικλείει τη διαδρομή της σύγχρονης ελληνικής αριστεράς, δίχως μεμψιμοιρίες, πονετικά λόγια, ή λυγμούς για τα όποια χαμένα. Είναι μια συνειδητή πράξη συνέπειας, μια καθαρή θέση υπεροχής έναντι των εφησυχασμένων και των άνευρων. Μια δικαίωση της ομορφιάς και του κόσμου, που μπορούν να χαίρονται όσοι διακινδύνευσαν, όχι υπαίτια, να τον χάσουν: Κάνω το σταυρό μου/ και σκύβω το κεφάλι/ να προσκυνήσω/ τόση ομορφιά. Ίσως είναι μια ακόμα απόδειξη της υπεροχής του ανθρώπου, όταν επιμένει ενεργητικά να συνομιλεί με λέξεις καθαρές, απλές, καθημερινές, που φτιάχνει και εκστομίζει ο ίδιος, αντί να θεάται παθητικά τα σερβιρισμένα κλισέ που τρίτοι κατασκευάζουν για λογαριασμό του: Οι λέξεις δεν φτιάχνουν/ τον κόσμο/ είναι βέβαιο/ επίσης βέβαιο είναι/ χωρίς τις λέξεις/ δεν θα υπήρχε ο κόσμος/ μόνο ένα κουβάρι ερπετά. Ο καθένας τελικά μπορεί ελεύθερα να διαλέξει το ρόλο που του ταιριάζει.

Ο Κώστας Κρεμμύδας είναι ποιητής και εκδότης του περιοδικού Μανδραγόρας

Δεν υπάρχουν σχόλια: