ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Τι σχέση μπορεί να έχει η τέχνη με τη δομική κρίση του οικονομικού συστήματος; Για να απαντήσουμε σ’ αυτό θα έπρεπε να διευκρινίσουμε τι εννοούμε τέχνη και σε τι συνίσταται η δομική κρίση. Αν ξεκινήσουμε από την τέχνη, συναντούμε μεγάλες δυσκολίες γιατί δεν υπάρχει συμφωνία σχετικά με τον ορισμό της. Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να υπερπηδήσουμε το πρρόβλημα και να περιοριστούμε σε δύο γενικά γνωρίσματά της. Πρώτο, ότι αναφέρεται σε κοινωνικές αξίες, ως προς το περιεχόμενο, και δεύτερο, ότι προσλαμβάνεται με τελεστικούς όρους, ως προς τη λειτουργία της.
Σχετικά με τη δομική κρίση, έχουμε ανάλογες δυσκολίες. Επιπλέον, προστίθεται και ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Αμφισβητείται, τόσο από την επίσημη άποψη όσο και από την κοινή γνώμη, το ενδεχόμενο να απειλούμαστε από μια τέτοια κρίση. Αντίθετα, υποστηρίζεται ότι πρόκειται για μια ακόμα επανάληψη των γνωστών περιοδικών κρίσεων του καπιταλισμού, οι οποίες κατέληγαν πάντα σε αναδιάρθρωσή του με βάση τις χαρακτηριστικές τάσεις της επέκτασης και, ταυτόχρονα, της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου.
Η αμφισβήτηση αυτή μεταφέρει το πρόβλημα στη σφαίρα του αξιοπερίεργου. Όχι τόσο εξαιτίας της ιδέας ότι φτάσαμε στο «τέλος της ιστορίας» και ότι θα ζούμε με συνεχείς περιοδικές κρίσεις στον αιώνα τον άπαντα. Ούτε εξαιτίας της συνακόλουθης ιδέας ότι η ζωή μας προσδιορίζεται από την κουλτούρα, άρα και από την τέχνη, και εντελώς άσχετα από τους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες που, γι’ αυτό, δεν τους συζητάμε. Αλλά εξαιτίας των παρακάτω γεγονότων, που θα θιγούν πολύ συνοπτικά, επειδή το θέμα της κρίσης είναι εξαιρετικά πολύπλοκο.
Στα 1972 γνωστοποιείται στους ηγέτες των βιομηχανικών χωρών το αποτέλεσμα της μελέτης μιας ομάδας ειδικών καθηγητών, σύμφωνα με το οποίο υπάρχει η απειλή παγκόσμιας κρίσης και επείγει να ληφθούν ορισμένα μέτρα. Δεν θορυβήθηκε κανείς, αλλά το 1973, όταν εκδηλώθηκε η πετρελαϊκή κρίση, οι ηγέτες της Δύσης έδωσαν σημασία στη μελέτη και ανέθεσαν σε άλλη, μεγαλύτερου επιστημονικού κύρους, ομάδα να την επαναλάβει. Η νέα μελέτη επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα της προηγούμενης, οπότε, με πρωτοβουλία του Κίσινγκερ, η ηγεσία της Δύσης επιδίωξε να λάβει ορισμένα μέτρα. Στα 1978, λόγω ανησυχιών για την οικονομία της Αγγλίας, τα μέτρα εγκαταλείπονται και το 1980 υιοθετείται το μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού που πρότεινε ο Φρίντμαν. Αναγνωρίζεται, πλέον, ότι η κρίση είναι χρονία.
Τα παραπάνω μέτρα είναι γνωστά και οι μελέτες έχουν δημοσιευθεί, καθώς και άλλες οκτώ, ακόμα πιο εκτεταμένες, που όλες επιβεβαίωναν την επερχόμενη κρίση, με τελευταία τη μελέτη του 1992, σύμφωνα με την οποία «...το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, όπως είναι δομημένο, ...έχει υπερακοντίσει τα όριά του και οδεύει προς την κατάρρευση, άρα θα πρέπει να υποστεί αναδόμηση».
Η στροφή στο νεοφιλελευθερισμό επιτάχυνε τις διαδικασίες που οδηγούν στην κρίση, ώστε οι τελευταίες εκθέσεις υπολόγισαν την εκδήλωσή της για το 2010 και, όταν μπήκαμε στον 21ο αιώνα, για το 2008. Παράλληλα, πολλοί οικονομολόγοι –Γκαλμπράϊτ, Σόρος κ.ά.- έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου. Τελικά, μετά τη συνάντησή τους, τον Αύγουστο του 2008, οι G7 απεφάσισαν να ανακοινώσουν ότι επέρχεται ύφεση, όχι όμως δομική. Παρόλο που ζούμε στην εποχή της ακμής της επικοινωνίας και της πληροφόρησης, και παρά τη δυσοίωνη τροπή που έχει πάρει το ζήτημα της κρίσης, σε όλες τις επίσημες ή μη ανακοινώσεις που γίνονται γι’ αυτήν αποκρύπτονται συστηματικά οι μελέτες που την προέβλεψαν, οι διαδικασίες για την αντιμετώπισή της επί 40 χρόνια, από το 1973, και ότι ο χαρακτήρας της είναι δομικός.
Θα φανεί τολμηρό εγχείρημα να αναζητήσουμε μια απλουστευτική εικόνα του οικονομικο-πολιτικού συστήματος για να διευκρινιστεί ο χαρακτήρας της κρίσης. Μπορούμε, όμως, να στηριχτούμε σε ορισμένα στοιχεία που είναι σε όλους κατανοητά. Είναι αναντίρρητο ότι η βιομηχανική παραγωγή πλεονεκτεί ριζικά ως προς τη γεωργική. Επειδή βασίζεται στις μηχανές και όχι στη γη, έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει, μέσα σε ένα χρόνο, πολλούς κύκλους παραγωγής, αντί του ενός κύκλου στον οποίο περιορίζεται η γεωργική, και αυτό χωρίς τις ανασφάλειες που προκαλούν στην τελευταία οι κλιματικές συνθήκες. Επιπλέον, το κέρδος κάθε κύκλου μπορεί να επενδύεται απεριόριστα στον επόμενο και να επαυξάνεται συνεχώς, πράγμα δύσκολο στη γεωργική παραγωγή, γιατί η γη δεν είναι απεριόριστη. Επομένως, η αύξηση του κέρδους συνιστά το βασικό μηχανισμό κίνησης, στα πλαίσια του ατομικού ανταγωνισμού, αλλά και την κυρίαρχη αξία της βιομηχανικής κοινωνίας, που απορροφά όλες τις άλλες αξίες. Η συνεχής αύξηση του ετήσιου ρυθμού παραγωγής γίνεται όρος ύπαρξης του συστήματος και συνδέεται άμεσα με τις δύο κύριες τάσεις του κεφαλαίου, την επέκταση και τη συγκεντροποίηση.
Δομική κρίση ενός δυναμικού συστήματος, όπως το οικονομικό, σημαίνει ότι έχει ξεπεράσει τα όρια της λειτουργίας του, τόσο τα εξωτερικά, όσο και τα εσωτερικά. Εξωτερικά όρια είναι οι φυσικές πηγές και η εργατική δύναμη στην είσοδο και η καταναλωτική στάθμη στην έξοδό του. Διαλύοντας τον ανιμισμό, η νεωτερικότητα καταργούσε, ταυτόχρονα, και το σεβασμό που έτρεφε ο άνθρωπος για τη φύση, επιτρέποντας στη βιομηχανική παραγωγή να την αντιμετωπίσει σαν πεδίο ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης. Αφότου εμφανίστηκε η οικολογική καταστροφή, πράγμα που εντοπίστηκε από το 1972, είναι προφανές ότι το σύστημα ξεπέρασε τα όρια λειτουργίας στην είσοδο–εξάντληση των φυσικών πόρων και μόλυνση του περιβάλλοντος.
Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις είναι ορθολογικές στο εσωτερικό τους και στηρίζονται στην επιστήμη, ενώ εξαιτίας του ελεύθερου ανταγωνισμού είναι ανορθολογικές στο σύνολό τους και στηρίζονται στο τυχαίο της αγοράς. Με άλλα λόγια, η πίεση για αύξηση του κέρδους δεν ενδιαφέρεται για τις συνέπειες της δραστηριότητάς τους στην κοινωνία. Σε σχέση με τις άλλες κοινωνίες, η βιομηχανική παρουσιάζει το μικρότερο βαθμό ομοιοστασίας, δηλαδή, ανεπαρκείς ρυθμίσεις προστασίας των μελών της, οι οποίες μάλιστα με την είσοδο του νεοφιλελευθερισμού εξανεμίζονται. Πρέπει να σημειωθεί ότι η λύση του κρατικού παρεμβατισμού που ρυθμίζει τις αποκλίσεις, αν και συζητήθηκε κάποιες φορές, τελικά απορρίφθηκε. Προφανώς, η γοητεία-αξία του κέρδους ήταν καταλυτική γιατί συνιστά ακραία έκφραση της δύναμης για εξουσία, άρα ασκεί ισχυρή ψυχολογική επιρροή. Έτσι, από τη μετα-αποικιοκρατική περίοδο, χάρη στην επεκτατική δύναμη του κεφαλαίου, η ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση εξαπλώθηκε σε όλο τον πλανήτη, προκαλώντας και την αποδιοργάνωση σε πολλές χώρες. Πρόκειται για το γνωστό «άνοιγμα της ψαλίδας» μεταξύ βιομηχανικών και αναπτυσσόμενων κρατών. Αποτέλεσμα της εξαθλίωσης του Τρίτου κόσμου ήταν η μείωση του καταναλωτικού κοινού διεθνώς και η μαζική μετανάστευση ανέργων.
Επομένως, το σύστημα ξεπέρασε τα όρια λειτουργίας και στην έξοδό του, στη εκροή αγαθών, δηλαδή έπεσε το ύψος της κατανάλωσης. Συνέπεια ήταν να εμφανιστεί το εξής παράδοξο: όταν μεγαλώνει ο τζίρος πέρα από ένα ορισμένο όριο, να μειώνεται το κέρδος. Μαζί με την κατανάλωση και το κέρδος, έπεσε και η συνεχής αύξηση του ρυθμού παραγωγής, που ήταν όρος ύπαρξης του συστήματος. Τα κεφάλαια περιόρισαν τις επενδύσεις τους στη βιομηχανική παραγωγή, έγιναν «λιμνάζοντα κεφάλαια» και αναζήτησαν την τύχη τους στις υπηρεσίες, στις εξαγορές και συγχωνεύσεις, στους δανεισμούς-τοκογλυφία και στη σπέκουλα. Το σύστημα πέρασε σε απόκλιση και εσωστρέφεια ενώ, ταυτόχρονα, άλλαξε και η ορολογία. «Αγορά» δεν λέγεται πλέον η διακίνηση αγαθών αλλά η διακίνηση κεφαλαίων. Αντιθέσεις και εξάντληση των ορίων παρουσιάζονται και στις εσωτερικές λειτουργίες του συστήματος, όπως είναι π.χ. η αναίρεση του ανταγωνισμού από τη συγκεντροποίηση σε μονοπώλια. Η σοβαρότερη αντίφαση αφορά το μηχανισμό παραγωγής του κέρδους. Όπως είναι γνωστό, το κεφάλαιο αποτελείται από δύο μέρη: το σταθερό, που είναι οι μηχανές και οι εγκαταστάσεις, και το μεταβλητό, που είναι οι άνθρωποι της μισθωτής εργασίας. Είναι γνωστό επίσης ότι το κέρδος παράγεται από το μεταβλητό κεφάλαιο. Ξέρουμε επίσης ότι ένας όρος της βιομηχανικής παραγωγής, συνδεόμενος με την ανταγωνιστικότητα, είναι και η συνεχής βελτίωση του σταθερού κεφαλαίου. Με την είσοδο του αυτοματισμού, αυτό οδηγεί σε έντονη αύξηση του σταθερού κεφαλαίου και μείωση του μεταβλητού, δηλαδή σε απολύσεις. Αλλά μείωση του εργατικού δυναμικού συνεπάγεται μείωση του κέρδους και, σε συνέχεια, αποβιομηχανοποίηση. Το αδιέξοδο αυτό δεν υπάρχει τρόπος να αναιρεθεί. Αποτελεί άλλη μία, πολύ σοβαρή, δομική εκτροπή του συστήματος. Ταυτόχρονα, η αύξηση της ανεργείας μειώνει με τη σειρά της το ύψος της κατανάλωσης. Η αποδόμηση παρουσιάζει και αυτή συσσωρευτική μορφή. Δοκιμάστηκαν, φυσικά, πολλές άλλες διέξοδοι, όπως η επένδυση στην πολεμική βιομηχανία και στον πόλεμο, αλλά έφτασαν και αυτές στα όριά τους.
Η παραπάνω οικονομική ανάλυση αφορά το ένα σκέλος της παγκόσμιας κρίσης. Σ’ αυτό πρέπει να συνυπολογίσουμε τον πολιτικό παράγοντα, που κάνει ακόμα πιο περίπλοκη την κατάσταση και εντείνει τις αντιφάσεις της: π.χ. η εξάρτηση από την κυριαρχία των ΗΠΑ, οι ιδιότυπες σχέσεις εξουσίας μεταξύ κράτους και τραπεζών (ο Κίσινγκερ και πρόσφατα ο Μπλερ διετέλεσαν οικονομικοί σύμβουλοι, ο πρόεδρος της Γερμανίας υπήρξε και πρόεδρος του ΔΝΤ, ενώ από την άλλη, η Κομισιόν συγκρούεται με τους οίκους αξιολόγησης) κ.ά. Η τελική πορεία που ακολούθησε το οικονομικο-πολιτικό σύστημα είναι: πρόγραμμα λιτότητας (συμπίεση του μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή της εργασίας), εκσυγχρονισμός (ιδιωτικοποιήσεις και άλωση των κοινωνικών υπηρεσιών, άρα μείωση της ομοιοστασίας), αύξηση των κατασταλτικών μέτρων για την πρόληψη των λαϊκών αντιδράσεων (αντιτρομοκρατικοί νόμοι), υποθήκευση του μέλλοντος των πολιτών με την ευρεία χορήγηση δανείων από τα λιμνάζοντα κεφάλαια των τραπεζών. Η αποδόμηση δεν μπόρεσε να ανασταλεί από την πορεία αυτή και οι τράπεζες άρχισαν να καταρρέουν. Τα κράτη ενίσχυσαν τις τράπεζες για να τις διασώσουν και, ταυτόχρονα, ενέτειναν τα μέτρα καταστολής (Οκτώβριος του 2008). Ενισχύοντας τις τράπεζες, τα κράτη αύξησαν το δανεισμό και βρέθηκαν αντιμέτωπα με τη χρεωκοπία. Πρόκειται για αδιέξοδο.
Δεν μπορούμε να αρνηθούμε το ενδεχόμενο να διαιωνιστεί η χρονία αυτή κρίση με αύξηση της βίας και άλλων δεινών. Αλλά δεν μπορούμε επίσης να αρνηθούμε ότι η κοινωνική αντίσταση συνέβαλε σημαντικά στην εκδήλωσή της με πολλούς τρόπους: αγωνιστικές διεκδικήσεις, μείωση της συναίνεσης κ.ά. Το πρόβλημα είναι σε ποιο βαθμό θα μπορέσει η κοινωνική αντίσταση να μειώσει τα δεινά που θα προκαλέσει η διαδικασία της αναδόμησης.
Στη σφαίρα της τέχνης η επεκτατική πίεση του κεφαλαίου άρχισε να γίνεται αισθητή από τον 19ο αιώνα. Η ανακάλυψη της φωτογραφίας περιόρισε τη ζωγραφική και σε συνέχεια ο κινηματογράφος περιόρισε το θέατρο. Το αποτέλεσμα ήταν η σύγκρουση των καλλιτεχνών με τους «προμηθευτές», η υπαλληλοποίησή τους, η εμπορευματοποίηση της ίδιας της τέχνης και, παράλληλα, η ριζική διάστασή της από το κοινό. Τυπικό παράδειγμα της κυριαρχίας των προμηθευτών είναι το Χόλιγουντ και οι δισκογραφικές εταιρείες. Στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης, η κατάσταση επιδεινώθηκε με επέκταση του κεφαλαίου στις υπηρεσίες και στην παραγωγή-διανομή των έργων. Άλλαξε όλο το σκηνικό της τέχνης. Το θέατρο περιορίστηκε, η 7η τέχνη εμφανίζει παρόμοιες τάσεις και η ποίηση χάθηκε. Από την άλλη πλευρά, το σύστημα διατηρεί το συμβολικό κεφάλαιο της τέχνης σαν βιτρίνα, μαζί και το είδωλο των δημιουργών, ενώ παράλληλα κερδοσκοπεί σε βάρος τους (χρηματιστήριο πινάκων κ.ά.). Η κοινωνιογενής καλλιτεχνική δημιουργία, αυτή που δεν παράγεται από τους προμηθευτές, εκδηλώνεται στους θύλακες της αντίστασης και των κινημάτων.
Εάν η τέχνη χαρακτηρίζει την ψυχική διάσταση της κοινωνικής δυναμικής, το όραμα της δυνατότητας ενός νέου κόσμου που κινητοποιεί την κοινωνική πρακτική, τότε ο ρόλος της είναι ιδιαίτερα σημαντικός στις περιόδους των κοινωνικών μετασχηματισμών. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πραξικοπήματα είναι γυμνά από καλλιτεχνική δραστηριότητα, ενώ η γαλλική και η ρωσική επανάσταση συνοδεύονταν από την τέχνη και το καρναβάλι. Στο μέτρο που η Αριστερά μάχεται για ένα νέο, πιο εφικτό και ανθρώπινο κόσμο, πρέπει να στραφεί αποφασιστικά στην ψυχική διάσταση της κοινωνικής δυναμικής. Η αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης δεν είναι ζήτημα απλής στρατηγικής, σαν μια παρτίδα σκάκι.
Σε μεγάλο βαθμό, για τα αριστερά κόμματα στο στενό πλαίσιο της πολιτικής επικαιρότητας, όπως ακριβώς και για τα αστικά κόμματα, η κουλτούρα και η κοινωνική δομή είναι δεδομένες και δεν θίγονται από τα προβλήματα της επικαιρότητας. Δεν έχουμε αντιληφθεί σοβαρά ότι βρισκόμαστε σε δομική κρίση και ότι το πρόβλημα είναι εκείνο που είχε πάντα κεντρικό στόχο η Αριστερά: ο μετασχηματισμός της κουλτούρας. Αυτό σημαίνει έμφαση στην καλλιτεχνική δημιουργία, για τη διαμόρφωση του οράματος της νέας κουλτούρας και για την κινητοποίηση των κοινωνικών δυνάμεων που θα το υλοποιήσουν. Σημαίνει επίσης έμφαση στην ηθική διάσταση, στο μεγάλο αυτό κεφάλαιο της Αριστεράς, που κρύβει μεγάλα αποθέματα δύναμης χάρη στις αξίες του κοινοτισμού και της αλληλεγγύης, της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας, του σεβασμού στον άνθρωπο και στις δυνατότητές του. Δεν νοείται όραμα για ένα πιο ανθρώπινο κόσμο χωρίς το όραμα μιας νέας ηθικής και την εμψύχωση από την τέχνη. Δεν νοείται αγώνας για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, χωρίς την κινητοποίηση όλων των πλευρών του πολιτισμού.
Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ανθρωπολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου