19/6/10

Μια εφιαλτική εικόνα της μικροαστικής ζωής

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ, Αστοχία υλικού, μυθιστόρημα, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 219

«Απολογητικό υπόμνημα», θα μπορούσε να είναι ο τίτλος αυτού του μυθιστορήματος, αν και η αρχική πρόθεση του συντάκτη του να απολογηθεί στην, κατ’ αρχάς, θεωρούμενη εξαφανισμένη σύζυγο και συνάδελφό του και, μέσω αυτής, στον εαυτό του, ασυναισθήτως μετατρέπεται σε πράξη απολογιστική της ζωής του, από τα παιδικά του χρόνια ως το παρόν της γραφής. «Απολογητικό υπόμνημα», εξάλλου, είναι και ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου∙ απουσιάζουν, ωστόσο, τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να τον δικαιολογήσουν: η μεταμέλεια για κάποιες από τις πράξεις, τις παραλήψεις και τις συμπεριφορές του γράφοντος και η συνακόλουθη ενοχή∙ η, έστω εκ των υστέρων, οδυνηρή κατανόηση και παραδοχή, αν μη τι άλλο, ενός μέρους των προσωπικών ευθυνών που, από τα όσα ο ίδιος -απολογούμενος- «αφηγείται», φαίνεται να τον βαραίνουν.
Μεγαλωμένος στην επαρχία, ταπεινής καταγωγής, άλλο μέλημα δεν φαίνεται να έχει, πάρεξ την επαγγελματική του εξέλιξη, την κοινωνική του καταξίωση και, πάνω απ’ όλα, την αναγνώριση των ικανοτήτων του από τους άλλους. Δύο γεγονότα που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του ψυχισμού του και του χαρακτήρα του (η έκρηξη του Τσέρνομπιλ που συμβαίνει το 1986, αναταράζοντας την αμεριμνησία των παιδικών του χρόνων και, κυρίως, ο οφειλόμενος σε δική του αμέλεια θάνατος του νεανικού του έρωτα, της συγχωριανής του Μαρίας, η οποία σκοτώθηκε εξ αιτίας της πτώσης, σε χαράδρα, ενός δίκυκλου που αυτός οδηγούσε) δεν φαίνεται να τον προβλημάτισαν και να τον δίδαξαν στο απαιτούμενο και αναμενόμενο βάθος. Από το συμβάν του Τσέρνομπιλ στη μνήμη δεν αχνοφέγγει παρά η σωρευτική προμήθεια ειδών διατροφής, το κλειδαμπάρωμα της οικογένειας στο σπίτι, το ραδιενεργό σύννεφο και η τοξική βροχή, ενώ από τον θάνατο της Μαρίας οι μνήμες είναι σαφώς περισσότερες, εντονότερες, κάποτε τραυματικές και διεκδικητικές, διάσπαρτες σε πολλά σημεία του παρελθόντος και του παρόντος του∙ ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο τις ανακαλεί, προδίδει και μια προσπάθεια να κρατηθεί σε απόσταση ασφαλείας από ό,τι θα μπορούσε να τον εμπλέξει συναισθηματικά, από ό,τι θα μπορούσε να τον καθηλώσει σε δυσάρεστες καταστάσεις, ανασταλτικές της αναρριχητικής κοι-νωνικής του πορείας.
Γνήσιο τέκνο της εποχής του και χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της γενιάς του∙ της χαμένης γενιάς της μεταπολίτευσης (της γενιάς που -κατά την παραδοχή της περισσότερο υποψιασμένης και κοινωνικά-ιδεολογικά προβληματισμένης, «εξαφανισμένης» γυναίκας του- αποδείχτηκε «πιο προδοτικής απ’ όλες. Που νόμισε αλλά δεν πίστεψε. Αντέδρασε αλλά δεν αγωνίστηκε»), απεχθάνεται τις ιδεολογικές συγχύσεις και περιπλοκές. Εγωκεντρικός, ανασφαλής, ματαιόδοξος, μισαλλόδοξος, πειθήνιος και υποτακτικός στους ανωτέρους του, λάτρης των τύπων και της τάξης, έχοντας συστηματικά απεμπολήσει τις όποιες υγιείς καταβολές του από το επαρχιακό περιβάλλον όπου μεγάλωσε, με μνήμη άκρως επιλεκτική, με αναπτυγμένο στο έπακρο έναν επιβιωτικό μηχανισμό εκλογίκευσης, εθελοτυφλώντας μπροστά σε ό,τι θα μπορούσε να διαταράξει την εφησυχασμένη συνείδησή του και να τον εκτροχιάσει από την ανοδική επαγγελματική του πορεία, εξιδανικεύει τα κακώς κείμενα. Έτσι, η μνήμη του Τσέρνομπιλ παρακάμπτεται και δεν στέκεται εμπόδιο στη φιλοδοξία του να αναρριχηθεί σε μια από τις υψηλότερες ιεραρχικά θέσεις της εταιρείας στην οποία εργάζεται∙ μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας, με αντικείμενο τη γενετική μηχανική και, πιο συγκεκριμένα, την εκμετάλλευση των βιογενετικών εξελίξεων και την παραγωγή γενετικά τροποποιημένων τροφίμων (χαρακτηριστικό δείγμα η δημιουργία ενός είδους κερασιάς, που τα κεράσια της είναι εντυπωσιακά στην όψη, πλην όμως είναι άνοστα και, το σημαντικότερο, δεν έχουν κουκούτσια∙ είναι στέρφα, προϊόντα καταληκτικά μιας ασυλλόγιστης μεταλλακτικής διαδικασίας και συμβολικά της δίχως βιολογικό-ηθικό έρμα ζωής των εγκλωβισμένων στα γρανάζια αυτής της διαδικασίας προσώπων).
Αλλά η «μεταλλακτική» δραστηριότητα της εταιρείας δεν περιορίζεται στα προϊόντα που παράγει και εκμεταλλεύεται∙ δεν περιορίζεται στο γενετικό υλικό των φυτικών και ζωικών ειδών, θέτοντας σε κίνδυνο την οικολογική ισορροπία. Επεκτείνεται παρεμβατικά και στις ζωές και, κατά κύριο λόγο, στις ψυχές και στις συνειδήσεις των υπαλλήλων της, προκειμένου να τους έχει πειθήνια όργανα στην απρόσκοπτη ευόδωση των, αμετακίνητα, κερδοσκοπικών στόχων της, διατηρώντας κι αυτούς μεταλλαγμένους, «ως εξελιγμένο είδος μιας ψυχικής, ηθικής και πνευματικής διαφοροποίησης». Ώστε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όχι απλώς να υποτάσσονται αδιαμαρτύρητα στις άκαμπτες κανονιστικές διατάξεις της εργοδοσίας, αλλά και, εκλογικεύοντας τις όποιες αδυναμίες και ανεπάρ-κειές τους, την ηθική τους μειονεξία και τη θρασυδειλία τους, να θεωρούν εαυτούς υποδείγματα επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στυλοβάτες της κοινωνικής ευταξίας και να εκλαμβάνουν ως αδυναμία και ανικανότητα την αντίσταση που κάποιοι -ο καθένας στο μέτρο των αναγκών του και των δυνατοτήτων του- τόλμησαν να προβάλουν στους ισοπεδωτικούς μηχανισμούς του κεφαλαίου.
Στην κατηγορία των «υποταγμένων» εντάσσεται και ο «απολογούμενος» στην εξαφανισμένη σύζυγό του και στον εαυτό του ήρωας, ο οποίος δεν θέλει να παραδεχτεί ότι η επαγγελματική -και, κατ’ επέκταση, η κοινωνική- του αναρρίχηση οφείλεται στην, εκ μέρους του, σταδιακή απεμπόληση βασικών ηθικών αρχών και δεδομένων απαραίτητων για την ενεργοποίηση του μηχανισμού της αυτογνωσίας. Ακόμα και τώρα, που, κάτω από την επήρεια ηρεμιστικών φαρμάκων, με χαμένη την αίσθηση του χρόνου (η μία εβδομάδα που, στην πραγματικότητα, έχει διανυθεί από το χρονικό σημείο της «εξαφάνισης» της γυναίκας του -που αποτέλεσε, σε συνδυασμό με την επιβραβευτική της υποτέλειάς του προαγωγή του- το έναυσμα αυτής του της «απο-λογιστικής» απολογίας, γι’ αυτόν έχει συρρικνωθεί σε μία νύχτα) γράφει με πρόθεση να καταθέσει την αλήθεια της ζωής του, να ρίξει φως στις σημαντικότερες περιόδους της, δεν είναι απελευθερωμένος από την τάση, που έχει γίνει δεύτερη φύση του: να αισθάνεται δικαιωμένος στα μάτια των άλλων και, ιδίως, των πάνω απ’ αυτόν ιστάμενων στο στενότερο επαγγελματικό και στο ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον. Ό,τι, πρωτίστως, ακόμα και τώρα, φαίνεται ότι τον ενδιαφέρει, είναι η αναρρίχησή του στα ανώτερα ιεραρχικά στρώματα της εταιρείας και το κράτημα μιας απόστασης ασφαλείας από γεγονότα και καταστάσεις που θα μπορούσαν να αφυπνίσουν τη συνείδησή του και να μετριάσουν τη χαρά του για τη μόλις πριν από λίγο τοποθέτησή του στη θέση του διευθυντή του τμήματος της εταιρείας στην οποία εργάζεται. Από μνήμες που θα μπορούσαν να αμαυρώσουν τη στιγμή του προσωπικού του θριάμβου, του βασισμένου στην ψευδαίσθηση ότι, επιτέλους, ανταμείφθηκε για την ψοφοδεή στάση και υποταγή του στη βούληση και στις επιταγές των ισχυρών, περνώντας από την κατηγορία των αδύναμων και δίχως δικό τους πρόσωπο ανθρώπων στην κατηγορία αυτών που περιβάλλονται από την ισχύ ενός ατομικού «εγώ»∙ από την κατηγορία των κατά σύμβαση αρσενικών, στην κατηγορία των πραγματικών ανδρών.
Ακόμα και τώρα, τη στιγμή της κορύφωσης της πραγ-ματικής ή, έστω, νομιζόμενης υπαρξιακής του κρίσης, που, κανονικά, θα έπρεπε όλα να τίθενται εν αμφιβόλω, ο συντάκτης του απολογητικού υπομνήματος -και ήρωας του περί ου ο λόγος μυθιστορήματος- υπεκφεύγει∙ αρνείται να αντιμετωπίσει την αλήθεια κατά πρόσωπο, εξωραΐζοντας και εξιδανικεύοντας γεγονότα, ρόλους και καταστάσεις. Στον περιορισμό της θέας του προς την αλήθεια, τον βοηθούν και τα ηρεμιστικά φάρμακα που του χορηγήθηκαν για να αντιμετωπίσει κάτι που δεν είναι σε θέση να θυμηθεί και να αξιολογήσει, οπότε ανακαλεί και ανασκευάζει περιστατικά της ζωής του με ανεσταλμένες τις νοητικές του δυνατότητες, με την κρίση και τη βούλησή του «σε κατάσταση ελεγχόμενης και μηχανικής υπολειτουργίας», κρατώντας πάντα τις απαραίτητες αποστάσεις ασφαλείας από την εξωτερική και την εσωτερική πραγματικότητα. Αυτήν ακριβώς την ψυχική και πνευματική μετάλλαξη ενός ανθρώπου που επιλέγει τον δρόμο της δικαίωσης στα μάτια των άλλων από τον επίφοβο, επίβουλο και κακοτράχαλο δρόμο της δικαίωσης στα δικά του μάτια, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης την καταγράφει, τη σκηνογραφεί και τη σκηνοθετεί, κινούμενος με χαρακτηριστική άνεση ανάμεσα στην ψυχογραφία και την ηθογραφία, τον ρεαλισμό και την αλληγορία. Η συχνά παρατηρούμενη υπέρβαση κάποιων περιγραφικών ορίων, οι πλατειασμοί, οι κάποτε περιττές επαναλήψεις, εν τη ρύμη της μνήμης, σκηνών του παρελθόντος, οι, σαν από υπερβάλλοντα ζήλο, εμμονές του να πολιορκήσει από παντού το, εν τέλει, αυτονόητο, μπορεί να μειώνουν, σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν αναιρούν το απο-τέλεσμα του εγχειρήματός του. Το κυριότερο, ακόμα κι όταν περισπούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δεν παύουν να τον κρατούν σε αναγνωστική εγρήγορση.

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής κι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: