ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
ΜΟΝΙΚΑ ΣΑΒΟΥΛΕΣΚΟΥ-ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Πατέρα, είμαστε υπνοβάτες, εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, σελ. 207
Συνήθως τα αφηγηματικά βιβλία που είναι γραμμένα με την μορφή του διαλόγου, ανάμεσα στον συγγραφέα και σε κάποιο οικείο γι’ αυτόν πρόσωπο, είναι βιβλία επιμνημόσυνα. Προέρχονται από την ανάγκη μιας νοερής “συζήτησης” με τον αγαπημένο απόντα, κι αυτή η μονολογική κουβέντα μοιραία μεταλλάσσεται σ’ ένα είδος ανεπίδοτης επιστολής. Στο βιβλίο της, Πατέρα, είμαστε υπνοβάτες, η Μόνικα Βουδούρη, σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση που τελικός αποδέκτης είναι ο ίδιος της ο εαυτός, χρησιμοποιεί μονίμως το “εσύ”, γνωρίζοντας ότι και το δεύτερο ενικό είναι εξίσου αυτοαναφορικό με το πρώτο. Αλλά το “εσύ” τη βοηθά να δημιουργήσει μια απόσταση, να είναι στα πράγματα ως άλλος εαυτός, ως άλλη περσόνα, και, κυρίως, να αποφύγει τον υψηλό συναισθηματικό τόνο του “εγώ”. Απευθύνεται έτσι στο γιατρό πατέρα της, την ώρα που ο τελευταίος επιστρέφει στη Ρουμανία, τη χώρα καταγωγής της, μετά από μια σύντομη επίσκεψή του στην Ολλανδία, όπου η κόρη του ζει από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, καθώς δεν άντεξε άλλο το καθεστώς Τσαουσέσκου. Να θυμίσουμε τη χρονική στιγμή. Η επίσκεψη από τον ήδη άρρωστο πατέρα, όπως και η γραφή αυτής της ανεπίδοτης επιστολής, γίνονται στην αρχή του 1989, λίγους μήνες προτού καταρρεύσει ολοσχερώς ένας ολόκληρος κόσμος, της άλλοτε “σοσιαλιστικής” Ευρώπης. Η συγγραφέας έχει εγκαταλείψει πριν λίγα χρόνια τη Ρουμανία και ζει ως μετανάστρια μαζί με το παιδί της την κατάσταση της υπερορίας, του να ανήκει πια σε διαφορετικούς τόπους, μια κατάσταση που τη γνωρίζουμε κι εμείς καλά, καθώς προήλθε από τα αλλεπάλληλα κύματα των μεταναστών της Ανατολής προς τη Δύση. Του κόσμου της ένδειας προς τον κόσμο τής υποτιθέμενης και επιμερισμένης ευμάρειας.
Το αφήγημα της Βουδούρη, με λαχανιασμένο ρυθμό, με συνειρμική δομή, που μερικές φορές του δίνει τη μορφή του παραληρήματος, γεμάτο εσωτερική ένταση και βουβή θλίψη, φαίνεται περισσότερο σαν κατάθεση ενός προσωπικού χρέους. Ό,τι δεν ειπώθηκε τόσα χρόνια ανάμεσα στην κόρη και στον πατέρα, ό,τι το σκέπασε η σιωπή, ακόμα και ό,τι έμεινε κρυμμένο σ’ αυτή τη σύντομη διαμονή του στην υποθαλάσσια Ολλανδία, μοιάζει να στριμώχνεται τώρα στη σκέψη της συγγραφέως. Και εκείνη βιάζεται να το αφήσει να ενεργοποιήσει τη φαντασία της, καθώς στο βιβλίο επιλέγει τη σύμβαση ότι όλα πρέπει να ειπωθούν στο χρονικό διάστημα το οποίο αναλογεί στην πτήση επιστροφής του πατέρα προς το Βουκουρέστι! “Είμαι μπερδεμένη πατέρα και χάνω τον ειρμό μου, όμως θέλω να κουβεντιάσω μαζί σου, να πούμε ό,τι δεν προλάβαμε να πούμε, νοερά, αφού δεν γίνεται αλλιώς”, έτσι ξεκινάει το πρώτο κεφάλαιο. Έχει μπροστά της περίπου τέσσερεις και κάτι ώρες και σ’ αυτές θα πρέπει να χωρέσουν και να βγουν όλα, τα ουσιαστικότερα. Για τούτο και ο βιαστικός ρυθμός της αφήγησης, το ότι η μια φράση κολλάει στην άλλη. Ο χρόνος βιάζει, όχι βέβαια ο πραγματικός αλλά ο συναισθηματικός. “Η πραγματική μας φυλακή δεν είναι ο χώρος, αλλά ο χρόνος”, λέει αρχίζοντας αυτό το προσωπικό χρονικό η Βουδούρη, και πράγματι έτσι είναι, γιατί η αφήγησή της πηγαίνει μπρος-πίσω, στο “πριν” και στο “τώρα”, δείχνοντας ότι τίποτε στη ζωή δεν έχει το δικό του αποκλειστικά χρόνο. Όλα είναι ρευστά, όπως ακριβώς ρευστή είναι η κατάσταση συνεχούς υπερορίας του σύγχρονου ανθρώπου. Όλο και πιο πολύ, ως νεο-νομάδες, ανήκουμε σε διαφορετικές πατρίδες, γλώσσες και πολιτισμικές ταυτότητες, έχουμε διαφορετικές ιθαγένειες, όπως και νοοτροπίες. Την εικόνα αυτή μας τη δίνουν παραστατικά στο βιβλίο οι περιγραφές των σιδηροδρομικών σταθμών, αλλά κάπου κάπου και το ξέσπασμα στη ροή της αναμνημόνευσης: “Πατέρα, δεν κατάλαβες ότι η θέση μου δεν είναι πουθενά, αλλά είναι παντού” (σ.201) ή “Πολίτις του κόσμου, πάει να πει εντελώς ελεύθερη απ’ όσα επιβάλλει το περιβάλλον μου [..] Όποιος έχει συνείδηση δεν είναι ποτέ εντελώς ελεύθερος. Είναι δούλος της συνείδησής του” ( σ. 75).
Το Πατέρα, είμαστε υπνοβάτες όπως λέει στο επίμετρο η συγγραφέας, αφιερώνεται στους “φεγγαροχτυπημένους” [ίσως κάτι τέτοιο είναι πλησιέστερο στο νόημα του ρουμανικού “lunatici”], στους απανταχού της γης ονειροπόλους, που δεν έπαψαν να ελπίζουν, ακόμα και μετά τις οδυνηρότατες διαψεύσεις που τους γνώρισαν από τη σύγχρονη ιστορία. Όπου και να απευθύνεται, πάντως, δεν είναι ένα ημερολογιακό απομνημόνευμα. Δεν αποδελτιώνει και δε νοιάζεται ιδιαίτερα για την αληθειακή τεκμηρίωση των όσων ανασύρει η μνήμη από μια εκτατεταμένη χρονική περίοδο του μεταπολέμου. Ο χρονικός ορίζοντας είναι περίπου το διάστημα 1945-1989, αλλά με αρκετές αναδρομές στα παλαιότερα χρόνια, στην οικογενειακή γενεαλογία της Βουδούρη, στον παππού της, στα μεσοπολεμικά, ταραγμένα και αεικίνητα Βαλκάνια, ή στα νεανικά χρόνια του πατέρα της. Εκεί η τεκμηρίωση είναι ακόμα πιο ασθενική, καθώς η ανιστόρηση προστρέχει όπως είναι φυσικό στη φαντασία, σε διηγήσεις άλλων, ακόμα και σε μύθους ή τοπικούς θρύλους, ώστε να συμπληρωθούν τα κενά. Μάλιστα δεν το κρύβω ότι οι πιο γοητευτικές σελίδες αυτού του αυτοαναφορικού χρονικού, που ξαναφέρνει στη μνήμη με υποκειμενικό τρόπο ακόμα και τα ζητήματα με ευρύτερο, συλλογικό νόημα, είναι οι σελίδες όπου η συγγραφέας αντί να περιγράψει εξ αντικειμένου τα όσα συμβαίνουν, προσπαθεί να τα ξαναζήσει σαν ένα κομμάτι του συναισθηματικού, βιωματικού της κόσμου. Λόγου χάριν, η γενική συνέλευση του πανεπιστημίου που οδήγησε στη διαπαντός αποβολή ενός κατά τα άλλα χαρισματικού για τις ικανότητές του συμφοιτητή της, λόγω της απόκλισής του από τις κομματικές αρχές, μια συνέλευση που η δραματική της ατμόσφαιρα κλόνισε για πρώτη φορά τις πολιτικές της βεβαιότητες, μας δίνεται μέσα από τις μικρές αλληλένδετες μεταξύ τους εικόνες των προσώπων της κατάμεστης αίθουσας. Το βλέμμα της προσηλώνεται στις λεπτομέρειες, η ένταση της συγκέντρωσης φτάνει ως εμάς μέσα από τις συσπάσεις και την έκφραση των χαρακτηριστικών τους, μέσα από το φοβισμένο ή οργισμένο βλέμμα τους.
Αν λοιπόν θα έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σ’ αυτές τις σελίδες ή τις σελίδες όπου αναμνημονεύονται περιστατικά της παιδικής ηλικίας της, και στις σελίδες όπου η ίδια ή κάποιοι άλλοι, συμφοιτητές και φίλοι της, αναπτύσσουν τις πολιτικές τους απόψεις, σίγουρα θα προτιμούσα τις πρώτες. Οι άλλες, γραμμένες μ’ έναν ελαφρώς δασκαλίστικο τόπο είναι γεμάτες κοινοτοπίες, ενώ οι πρώτες έχουν μια ζωντάνια βγαλμένη από την αμεσότητά τους. Ο ελεγειακός τρόπος με τον οποίο μας μιλά η Βουδούρη για την άσκηση κομματικής τρομοκρατίας αμέσως μετά τον πόλεμο, οι εικόνες μνήμης από τον ταλαιπωρημένο από τις συνεχείς ανακρίσεις πατέρα, η νυκτερινή σκηνή στον κήπο, κάτω από το ψυχρό φεγγαρίσιο φως, με τη μητέρα και τη γιαγιά γονατισμένες να προσεύχονται για εκείνον, μας κάνουν αυθόρμητα, και χωρίς τη βοήθεια κανενός καταγγελτικού ή ιδεολογικού λόγου, να συναισθανθούμε τη μοίρα των ανθρώπων και το στίγμα της εποχής. Ό,τι το σπουδαιότερο για τη λογοτεχνία. Όπως και σε άλλα βιβλία συγγραφέων που διάλεξαν την προσφυγική υπερορία, έτσι και στο Πατέρα, είμαστε υπνοβάτες είναι εντυπωσιακή η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην ακινησία ή την ακαμψία που κυριαρχούν στο επίπεδο των θεσμών, και στη δυνητική αταξία και τη σφύζουσα κινητικότητα που έχει η “αθέατη” στα ολοκληρωτικά κράτη καθημερινή ζωή. Ακόμα και αν αυτή η καθημερινότητα, γνωστή και σε μας, κατά περιόδους, βουλιάζει μέσα στη φτώχεια, στην εξαθλίωση, στην εξοικείωση με το φόβο και στην εξοικείωση με τον κυνισμό και τον αμοραλισμό. Άλλωστε, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η συγγραφική ικανότητα της Βουδούρη να ανασυστήνει έναν κόσμο, εκεί βρίσκεται, στο ότι κατορθώνει, αν όχι πάντα, τουλάχιστον σ’ ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου, και “δικαιώνει” λογοτεχνικά τις κοσμοθεωρητικές της επιλογές.
Σε μια ωραία αποστροφή, όπου αναφέρεται στη διαφορά μεταξύ του ανθρώπινου πόνου και των ιδεών, απογοητευμένη από την ανεπάρκεια των διανοουμένων να δουν καθαρά, λέει ότι “στην είσοδο του κάθε νοσοκομείου η πολιτική μένει απ’ έξω σαν ανόητος ζητιάνος. Ζητιανεύει από όσους δίνουν πραγματικά μάχη”(σ.128). Άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με θλίψη, και πάντως με συναισθηματική θερμότητα, εστιάζεται περισσότερο από το κάθε τι στις ποικίλες στάσεις ζωής, οι οποίες εν τέλει προσδιορίζουν και την ουσιαστική αξία του καθενός. Το πόσο εύκολα προσαρμόζονται κάποιοι για να επιβιώσουν, ή, από την άλλη πλευρά, το πόσο άλλοι αντιδρούν παθιασμένα στην απειλή της ισοπέδωσης, κι αυτοί για να επιβιώσουν. Αν και η μια επιβίωση διαφέρει από την άλλη ριζικά! Τι είναι λοιπόν αυτό που διακρίνει τους μεν από τους δε; Τι είναι αυτό που άλλους τους αξιώνει και άλλους τους ευτελίζει η απουσία του; Αν δούμε τα πρόσωπα στη μνήμη των οποίων η Μόνικα Βουδούρη έρχεται και επανέρχεται, εκτός βέβαια από την κεντρική μορφή του πατέρα που η σκιά του πέφτει σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, ό,τι τα ξεχωρίζει από την τυφλή ανάγκη επιβίωσης των γύρω τους, είναι μόνο η εντιμότητα. Ο παππούς, ο νεαρός λόγιος, ο Βασάρι, ο επίσης νεαρός, ο σκηνοθέτης Ράντου, ο Σίλε Σταν, όλοι τους ζουν, χάνονται, σκοτώνονται ή αυτοκτονούν, προσπαθώντας να γλιτώσουν την ευτέλεια. Αυτό ακριβώς που θέλησε και η ίδια, φεύγοντας από μια ολοκληρωτική Ρουμανία που αρνήθηκε μεν τον Στάλιν αλλά όχι και το σταλινισμό.
Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου