που μας παραδίδεται με τη λάμψη ενός εντελώς σύγχρονου πίνακα
ΧΡΙΣΤΟΣ, ΚΥΡΚΙΝΤΑΝΟΣ, Το κρασί του Ντάρμου, ιστορικό μυθιστόρημα, εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 288
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΦΑΡΜΑΣΩΝΗ
Είδαμε την ιστορία γυμνή να τη χαϊδεύει ο διάβολος
(από το βιβλίο)
Πριν κάποια χρόνια, δύο άντρες πονεμένοι, ένας πρώην αντάρτης από δεξιά οικογένεια κι ένας διανοούμενος από αριστερή οικογένεια, συναντιούνται τα καλοκαίρια τους στη Βόρεια Κυνουρία και μιλάνε. Ο διανοούμενος θέλει να μάθει. Κι ο αντάρτης θέλει να διηγηθεί. Είναι συγχωριανοί, από τον Στόλο Κυνουρίας, γνωρίζουν κι ο ένας κι ο άλλος πρόσωπα και πράγματα. Ξέρουν απ’ έξω τις φαμίλιες, τα σόγια, τα τζάκια. Γνωρίζουν καλά τον τόπο και τα μονοπάτια του. Ξέρουν πώς ήταν όλα τότε. Πώς είναι σήμερα. Ο αντάρτης αφηγείται, ο διανοούμενος σημειώνει. Η ιστορία μαζεύεται και γίνεται βιβλίο. Κι εγώ, που μεγάλωσα σ’ένα χωριό με καμμένα σπίτια, που τα πλατάνια και οι συκιές φύτρωναν μες τους τέσσερις τοίχους κι έβγαναν τις γλώσσες τους μες απ’τις πόρτες και τα παράθυρα, θα σας μιλήσω γι’ αυτό το βιβλίο.
Το βιβλίο του Κυρκιντάνου δεν είναι απλά ένα ακόμα βιβλίο για τον εμφύλιο. Είναι μια λαϊκή αφήγηση ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού που βγήκε στο αντάρτικο και αφηγείται όσα έζησε στο βουνό κι όσα ήρθαν μετά. Μια αφήγηση που ο συγγραφέας τη σέβεται και -κρατώντας την αλώβητη- την περνάει, μέσα από τις τεχνικές του Photoshop, για να μας την παραδώσει με τη λάμψη ενός εντελώς σύγχρονου πίνακα.
Με τη δεξιοτεχνική χρήση του συνειρμού, ο συγγραφέας μπολιάζει την αφήγηση με απολύτως συγχωνευμένα intermezzo από τη δική του αντίστοιχη μυθολογία, που ανάγουν συχνά το ανάγνωσμα σε λογοτεχνία υψηλών απαιτήσεων. Αυτό συμβαίνει στις τρύπες ονείρων, που ανοίγει ο έφηβος για ν’ ανασάνει απ’ τη σκληρή ζωή του πολέμου. Τυπικό δείγμα αυτής της μεθόδου, η ιστορία με το κουδουνάκι. Συμβαίνει σε μια απ’ τις ατέλειωτες νυχτερινές πορείες των ανταρτών για τη μεταφορά υλικού με μουλάρια. Για να μη δίνουν στόχο στον εχθρό, πρέπει ο καθένας να πετάξει από το μουλάρι του ό,τι προκαλεί θόρυβο: «Λυπόμουνα να πετάξω τέτοιο κουδούνι, πιάνω και το βουλώνω με φτέρη. Γιατί, και στου δικού μας μουλαριού το λαιμό, τέτοιο κουδούνι χτυπούσε και πάλι. Αύγουστος ήτανε. Κουδούνιζε λίγο λίγο τη νύχτα, μασώντας το ζο το σανό στο παχνί του. Και κανοναρχούσε ο ασημένιος ήχος τον ύπνο της γειτονιάς. Μέσα στην κάμαρη, χαροπάλευε η γιαγιά η Κατερινίτσα. Την παραστέκαμε η φαμελιά μας και η ψυχή της δεν έβγαινε. Τη δεύτερη νύχτα έγειρε στο προσκέφαλό της η μάνα και αφουγκράστηκε: Από το κουδουνάκι πιάνεται η ψυχούλα της, είπε...» (σελ.77-78).
Διαβάζοντας, νόμισα πως ταξιδεύω στα «Όνειρα» του Κουροσάβα. Ένας ουμανιστικός πανθεϊστικός παγανισμός συνδέει τόσο οργανικά τον άνθρωπο με τα ζώα του και τα φυτά του. «Άνθρωπος και περιβάλλον». Μόλις πριν 60 χρόνια! Και μέσα σ’αυτή τη μυθολογία έρχεται ο Β΄ Παγκόσμιος. Έγινε η «Εποποιία», ήρθαν οι Γερμανοί, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος. Τώρα βρισκόμαστε στο 1948. Ο έφηβος της ιστορίας μας πάει παραγιός σ’ένα σέμπρο της οικογένειας, τον Δυσσέα. Αυτός τον αφήνει μέρες νηστικό και του φέρεται δεσποτικά. Τον στέλνει να του στεγνώσει τις βρεγμένες μπότες και ο νέος του χώνει πυρωμένα κάρβουνα στις πατούσες. Τρώει πολύ ξύλο από την οικογένεια. Ο μεγάλος αδελφός τον προστάζει να ζητήσει συγγνώμη: «Δεν είμαι νύφη να προσκυνήσω! Θύμωσε και μου άστραψε στο πρόσωπο μια ανάποδη... καλύτερα να με χτύπαγε μουλάρι. Αυτό το χτύπημα άνοιξε μπροστά μου μια πόρτα στενή για την άλλη ζωή» (σελ. 17). Έφυγε στο άγνωστο. Μόνος οδηγός οι διδαχές του κυνηγημένου δάσκαλου, του Ντάρμου, που ερχότανε κρυφά στο μαντρί και του μιλούσε για δικαιοσύνη.
Εκεί που πάει, είναι μικρός για να πολεμήσει. Του δίνουν διάφορες βοηθητικές δουλειές. Γουρλώνει τα μάτια με την αγριότητα του εμφυλίου. Αλλά αυτό δεν τον γλυτώνει απ’ τους τραυματισμούς, τις ταπεινώσεις, τους νέους, μεγαλύτερους ξυλοδαρμούς από αντιπάλους. Όμως ο δρόμος που τράβηξε είναι μονόδρομος και η επιστροφή προδοσία.
Συνεχίζει, όσο πιο συνειδητά μπορεί, τη θητεία του στο βουνό. Ο Πάρνωνας του γνωρίζει τη «ζωή εν αιθρία», αλλά και τη «ζωή εν χιόνει». Οι σύντροφοι του φέρονται μ’ όση επιείκεια επιτρέπουν οι συνθήκες. Στο βουνό κανείς δε μιλάει με κανέναν. Μόνο πορείες και μάχες. Αυτός διατηρεί το διάλογο με τον εαυτό του, κάνοντας τη ζωή του πιο δύσκολη. Με τον καιρό διαπιστώνει πως δεν μπορεί να σκοτώσει. Έτσι, κινδυνεύει ακόμα περισσότερο. Απ’ όλους. Τραυματίζεται στη μάχη της Σκούρας. Η απελπισμένη πορεία του, να ξαναβρεί τους οπισθοχωρημένους συντρόφους του μέσα από ρέματα και βουνά, θυμίζει την πορεία του τελευταίου εγκλωβισμένου λύκου της Πελοποννήσου.
Το αντάρτικο βρίσκεται στο τέλος του. Ανήκει στους νικημένους ο νέος μας. Κορυφαία σκηνή του μαρτυρίου η μεταφορά του, δεμένος χειροπόδαρα με καραβόσκοινο, από το Λεωνίδιο στο Ναύπλιο πίσω από ένα καράβι, μια κολασμένη νύχτα του χειμώνα του ‘49. Του παίρνει το νερό τα ρούχα και, μαζί μ’αυτά, τα θυμητάρια της αγάπης που ‘χε στις τσέπες του. Του μένει μονάχα -τελευταίος μανδύας- η μάλλινη φανέλα της μάνας του.
Τον βγάζουν πρώτο-πρώτο στην πλώρη, έτσι γυμνό και φωνάζουν: Ιδού ο Μεσσίας της χώρας μας! Ακολουθεί το στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Ποσειδωνία Κορίνθου. Εκεί έρχεται ο Σταύρος, ο αδερφός: «Ο Σταύρος. Αυτός που με βάρεσε και βγήκα στ’ αντάρτικο. Ήρθε το Πάσχα, ανήμερα, να με ιδεί. Ξαγνάντησε στο στρατόπεδο ιδρωμένος, μ’ ένα ψημένο κατσίκι στον ώμο. Τυλιγμένο με την εφημερίδα ‘Ακρόπολις’» (σελ.241). Μα ο Σταύρος φοβήθηκε τους φύλακες του στρατοπέδου, που, ερεθισμένοι από τη μυρωδιά του κρέατος, τον ανάγκασαν να πετάξει το κατσίκι στο χώμα και να φύγει.
Ύστερα όμως ήρθε στο στρατόπεδο ο άλλος αδερφός, ο Γληγόρης, που υπηρετούσε τη θητεία του στη Μακεδονία ως Λοκατζής. Αυτός «είχε την κορώνα του βασιλιά στο καπέλο του». Οι φύλακες αφήσανε τ’αδέρφια ν’αγκαλιαστούνε. Κι ύστερα ήρθε το στρατοδικείο στην Τρίπολη. Στα σκαλιά του Δικαστικού Μεγάρου βλέπει ένα γέροντα κλαμένο, με μια αρμαθιά τροκάνια κρεμασμένα στον ώμο του. Είν’ ο πατέρας του. Έχει πουλήσει τη μικρή στάνη της οικογένειας στο χασάπη. «Ταΐσε ο πατέρας ανθρώπους να σ’ απαλλάξουνε», του λέει ο Σταύρος. Το δικαστήριο καταδικάζει εις θάνατον εκείνη τη μέρα. «Αθώους» κι «ενόχους». Οι νικητές γράφουν την ιστορία των ηττημένων. Κι αυτός, ο αντιήρωας, από τρελή συγκυρία είναι τώρα πρωτομάρτυρας του αντάρτικου:
«Ο Λοκατζής που με είπε Βούλγαρο, υπάρχει εκείνος ο Λοκατζής. Έχει με τον κουνιάδο του ένα συνεταιρικό καφενεδάκι στο Άργος. Είχανε περάσει τα χρόνια, πήγα στο Άργος τ’ αμάξι, στο συνεργείο, και ήτανε η διπλανή πόρτα αυτό το καφενεδάκι. Κάθισα να ξαποστάσω και διέταξα καφέ. Με κοίταξε και κατάλαβα ότι με μισογνώρισε.
-Γνωριζόμαστε, πατριώτη; ρώτησε για ν’ανοίξει κουβέντα.
-Όχι, είμαι από άλλη πατρίδα εγώ, αποκρίθηκα.
-Από ποια πατρίδα; απόρησε.
-Από της Βουλγαριάς το μιλέτι.
Με κατάλαβε πια.
-Ανάθεμα τη αγραμματοσύνη μας, που σφαγήκαμε αναμεταξύ μας. Άλλοι μας βάλανε, είπε. Και δάκρυσε» (σελ.221-222).
Η ειλικρινής αφήγηση του Γιάννη Περδικάρη (αληθινό όνομα του Δήμου Σταυρόγιαννη) δίνει την ευκαιρία στον Χρίστο Κυρκιντάνο να χειριστεί με δικανική ευκρίνεια την εξέλιξη της τελευταίας «μεγάλης ιδέας» που δοκιμάστηκε επί ελληνικού εδάφους. Και φαίνεται ο συγγραφέας μας να πιστεύει λιγότερο στο σπαθί και περισσότερο στη πένα. Η τεράστια απόσταση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενον αναδεικνύεται επίμονα στο βιβλίο, κάνοντάς μας να ανατρέξουμε στις ιδιοφυείς καταθέσεις του Ν. Gogol (Ο Επιθεωρητής). Όπου η εμμονή στα σχήματα και όχι στην ουσία προξενεί γενικό κοινωνικό αλληλοεξευτελισμό. Το μνημειώδες παράδειγμα του παρωδιακού στρατοδικείου που δικάζει τον μικρό Γιάννη είναι πρότυπο χλευαστικού γκροτέσκ.
Ο Κυρκιντάνος διαθέτει εν πλήρη αναπτύξει το πλουσιότατο γλωσσικό οπλοστάσιο της κεντρικής Πελοποννήσου, που καταφέρνει να είναι και δωρικό και χυμώδες. Ζώντας, ακόμα, όπως φαίνεται, σε προτηλεοπτική εποχή, κατορθώνει να πλάθει αντίστοιχες φιγούρες, δηλαδή πρόσωπα που διακινούν τον ανθρώπινο μύθο. Το πλαίσιο είναι ο ελληνικός λαϊκός πολιτισμός, έτσι όπως κατατέθηκε από τα χρόνια του Ομήρου, λειάνθηκε από το δημοτικό τραγούδι και απογειώθηκε στην Ελληνική Επανάσταση. Η έγνοια του για την τήρηση των ταφικών μας εθίμων θυμίζει στίχους από τα έπη του γενάρχη μας. Ωστόσο, ο νούς του συγγραφέα, γυμνασμένος με ακροβατική δεξιότητα στη σχοινοβασία του διαλεκτικού λόγου, κατορθώνει με οξυδέρκεια να μας οδηγεί σε ένα σύγχρονο βιβλίο, με σφαιρική αντίληψη των ιστορικών και κοινωνικών φαινομένων. Η δραματουργία του είναι άκρως ερεθιστική, με τα δαιμονιώδη του flash back και τη φωτογραφική ματιά της καθημερινότητας, φωτιζόμενης πάντα από συγκρουόμενους μύθους ή συγκρουόμενες ανάγκες. Ακόμα και ο λυρισμός του έχει ιδεολογία. Κι ενώ η οικοδομή στέρεα χτίζεται με τα διαλεκτικά πετραδάκια, αφήνει χώρο στις ενώσεις για πολύ συγκίνηση και άφθονο καυστικό χιούμορ. Είναι ένα βιβλίο που ανασαίνει και σου επιβάλλει την ανάσα του μέχρις εσχάτων.
Ο Κώστας Ν. Φαρμασώνης είναι σκηνοθέτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου