ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Φωνές, έκδοση εκτός εμπορίου, τεύχος τέταρτο, Αθήνα 2010, σελ. 32
"Όταν πια βρεθείτε πέντε μαζί, τότε θα πρέπει να πεθάνει ένας έκτος", έγραφε ο Νίτσε στον "Ζαρατούστρα" του. Ο αριθμός πέντε είναι δραματικά αυθαίρετος. Το βέβαιο είναι ότι μετά τη συνάθροιση, κάποιος, εκτός συναθροίσεως, θα πεθάνει. Στις «Φωνές» του Κώστα Βούλγαρη συναθροίζονται παλιά κύρια ονόματα ανθρώπων, τόπων και θεών, κατά τρόπο μάλιστα που η γενεαολογία των ονομάτων δημιουργεί έναν ευρύτατο χώρο αυθαιρεσίας και/ή παρωδίας, παρ' όλο που τα ονόματα είναι πράγματι παθήματα της γλώσσας ή τα παθήματα της γλώσσας εκχωρούν την τραγικότητά τους στα ονόματα. Αρχικά η βιβλική επίφαση των ονομάτων και στη συνέχεια η ελληνοχριστιανική επίφασή τους φαίνεται να προσθέτουν στην αλληγορία και προδήλως να εκτρέφουν την παρωδία με "πολυήχους γόους", καθώς τα ονόματα συναθροίζουν επίσης την ασάφεια της αφηγηματικής τους γλώσσας, διατρέχοντας την κειμενική τους ιστορία ως "φθορά και αδηλία και επονομασίες και προσαγορεύσεις και νοήματα". Έτσι, κατά παράδοξο αφηγηματικό τρόπο, η ύφανση της γλώσσας υπαγορεύει τη συσσώρευση και τον συνωστισμό των ονομάτων και προσδίδει στις «Φωνές» τον δραστικό τους χαρακτήρα, ενώ θα περίμενε κανείς τα κύρια ονόματα να προβαίνουν γραμμικά, προκειμένου να "πουν κάτι", να "δηλώσουν κάτι" ή, εν πάση περιπτώσει, να συμβάλουν στην "πλοκή" της αφήγησης.
Αν μέσα στις "Φωνές" του Βούλγαρη αναζητήσουμε έναν σταθερό αφηγηματικό άξονα, έναν πυρήνα ο οποίος πρωτογενώς υποκινεί την αφήγηση και των ονομάτων τη συσσώρευση, αν δηλαδή αναζητήσουμε, πίσω από την "αδηλία", μια δήλωση που συγκροτεί και την ύφανση της γλώσσας και τα παθήματά της, ασφαλώς η ιστορία των ονομάτων θα αναδειχθεί ως ο αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής του εγχειρήματος: "Ιστορία δε, καθ' αυτή, των πόνων παραμυθία πρόσκαιρος, όπου έκαστος σιτίζεται, κατά την εικόνα αυτού και κατά την ιδέα αυτού, πάππους και επιπάππους αναγορεύων και μητέρες αναγνωρίζων και γεννήσεις και παιδοτροφίες και δικαίου αντίληψη, ότι ουχί με άρτο μόνο ζήσεται άνθρωπος, αλλά διά παντοειδών ρημάτων, από στομάτων ιστορίας εκπορευομένων".
Έχω την εντύπωση ότι ο ροΐδιος λόγος που συνθέτει εδώ τη δήλωση διόλου δεν είναι επινόηση αφηγηματική ή έκφραση διακειμενικότητας, τουλάχιστον ως προς το ύφος και το ήθος του, αλλά είναι ουσιώδης έμφαση μιας δηλωτικής εμμονής του συγγραφέα στα "παντοειδή ρήματα", εντός των οποίων η αφήγησή του ξετυλίγεται, αναπαριστώντας την τραγική αυτονομία των ρημάτων αυτών, καθώς και την άρνησή τους να συγκροτήσουν ιστορία ή αφήγηση, παρά την απόλυτη επιβολή τους πάνω στην αφήγηση και πάνω στην ιστορία: "Και οι Έλληνες, μόνο με λόγους και οξύτητα γλώσσας φιλοσοφούντες, ουχί με έργα, πλέον των πάντων εξώκειλαν".
Πάντως, μοναχική αλλά όχι αποκομμένη από την αφήγηση και την ιστορία, η ύφανση της γλώσσας των "Φωνών" σίγουρα δεν είναι χωρίς ελπίδα, και σίγουρα, δηλώνοντας την "αδηλία" της, παραμένει, αμφιταλαντευόμενη, εντός των ορίων της αντίθεσής της προς τα "είδωλα" της νεοτερικότητας, η οποία φαίνεται να έχει εξαντλήσει όλους τους παρελθοντικούς ρηματικούς ήρωές της. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ο συνδετικός ιστός της, μέσα στην αντιπαράθεση, υφαίνοντας ασύμμετρα και ακατάστατα μιαν ιστορία ρημάτων, από την οποία "έκαστος σιτίζεται, κατά την εικόνα αυτού και κατά την ιδέα αυτού". Θα μπορούσα, χωρίς διάθεση υπερβολής, σε σχέση με τη νεοτερική εξάντληση των παρελθοντικών ρηματικών τύπων και ηρώων, να επαναλάβω μια διατύπωση που αφορά αλλότρια κείμενα και διαφορετικές παραμυθίες πόνων: "Το βέβαιο είναι ότι εδώ δεν είναι ποτέ η ίδια η γλώσσα, η γλώσσα τω όντι στο έργο, αλλά πάντα ένα Εγώ που μιλάει από μια συγκεκριμένη προσωπική οπτική γωνία της ύπαρξής του, που οριοθετεί και προσανατολίζει". Πράγματι, οι "Φωνές" του Βούλγαρη μιλούν από τη συγκεκριμένη προσωπική οπτική γωνία του συγγραφέα τους, μια οπτική που υποστηρίζει την ιδιωτικότητά της, έστω και διαπορευόμενη μέσω των αφηγηματικών της επιφάσεων. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η οπτική αυτή οριοθετεί τον δικό της κανόνα (αφηγηματικό, ιστορικό, κοινωνικό), και μέσα από την οριοθέτηση προσανατολίζει τα ρήματα και τα ονόματα, τους προσδίδει την ασυμμετρία τους, τα παραθέτει κατά τρόπο ώστε η γραμμική τους εμφάνιση να είναι μια ψευδαίσθηση, παρωδώντας τη γραμμικότητα, με την ελπίδα ότι η παρωδία είναι σε θέση να φανερώσει την εξάντληση του είδους εκείνου της κειμενικότητας που εμμένει σε παρελθοντικούς ρηματικούς τύπους.
"Χωρίς με προσωπείο την πιθανή ασχήμια να συγκαλύπτει, τον Οδυσσέα πρωταγωνιστή της ομωνύμου βίβλου καθιστά, και τα μεγάλα δεινά παρακολουθεί, εις τα οποία ο πολύς εκείνος περιέπεσε. Και αν επίπεδος και άχρους φαίνεται ο λόγος του σε μερικούς, έτι δε και αβαθής, ούτε απλώς εκ της ιστορίας ούτε μόνο εκ της άλλης ποιητικής εξουσίας προσήλθε στην υπόθεση": Το προσωπείο της νεοτερικότητας και των παρελθοντικών ρηματικών ηρώων της κεντρώθηκε στην persona του Οδυσσέα, επιχειρώντας να υπερβεί το αδιέξοδο με τον ακραίο μοντερνισμό της (Pound, Eliot, Joyce, μεταξύ άλλων). Το αδιέξοδο παρέμεινε, μολονότι εξαιτίας του η ποιητική αφήγηση αναδύθηκε στο υψηλό ύφος που της είχε κληροδοτήσει ο ρομαντικός της τόπος και η αποσπασματικότητα των ηχοεικόνων του, οσάκις οι λέξεις διεκδικούσαν την αυτόνομη φανέρωσή τους και τα ονόματα συστοιχούσαν με την παρελθοντική τους βοή. Ένα πανίσχυρο "ήδη-πάλι", για να χρησιμοποιήσω μιαν αλληγορία του Paul Celan, επισωρεύθηκε στους ώμους της persona του Οδυσσέα, αφήνοντας τον ακραίο μοντερνισμό να τα βγάλει πέρα μαζί του, "περιμένοντας το τέλος". Αυτό το προσωπείο επέλεξαν και οι "Φωνές" του Βούλγαρη, για να βγουν μέσα από τον λαβύρινθο της συνάθροισης των παρελθοντικών ρημάτων και τύπων που επέβαλαν στο αφηγηματικό γεγονός. Ωστόσο, και εδώ ο λόγος του Νίτσε επιβεβαιώνεται σε αλλότριο πεδίο. Κάποιος, εκτός συναθροίσεως, θα πεθάνει. Εξ άλλου, το Δαντικό και το Ελιοτικό πεπρωμένο της persona του Οδυσσέα ήταν ο θάνατος, αλλά όχι ο θάνατος του ονόματος. Οι "Φωνές" μένουν διστακτικές, στο μεταίχμιο των παρελθοντικών ρηματικών τύπων και μιας ψευδαίσθησης "αναγορεύουσας" το πεπρωμένο του ονόματος της persona. Το "ήδη-πάλι" του μοντερνικού Οδυσσέα φαίνεται να αμφιταλαντεύεται στις "Φωνές" και στην ύφανση της ασύμμετρης συνάθροισης που επιχειρούν: "Προσώρας, την μορφή του μόνο γνωρίζω, αυτή δε ασύμμετρος και ατελεύτητος και αυτοέλικτος, ως των κυμάτων ο φλοίσβος, και δυσπρόσιτος και λιποφεγγής και υπερφίαλος, ως της ανταρσίας τα κινήματα, και πολύαρχος και πολύγονος και πολύφωνος, ως της ζωής τα καθέκαστα".
Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου