15/5/10

Το ποίημα του λησμονημένου οικείου

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΘΗΝΑΚΗ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΡΕΜΝΙΩΤΗΣ, Εφηβεία του μπλε, εκδόσεις Οδός Πανός, σελ. 72

Δεύτερο βιβλίο για τον Χρίστο Κρεμνιώτη (γεν. 1983) και το σκοτάδι μοιάζει να καλύπτει κάθε χρώμα που ο τίτλος της συλλογής του μπορεί να υπονοεί. Το μπλε είναι το ένα – και το σαφές. Σκούρο χρώμα, συνδηλωτικό μιας κάποιας θλίψης. Η εφηβεία ασφαλώς μπορεί να ενέχει πολλά και διαφορετικά χρώματα. Με την Εφηβεία του μπλε όμως, ο ποιητής μάς πάει πίσω, στην απαρχή της παροντικής σκοτεινιάς, η οποία συνίσταται από ένα «εσύ» μάλλον υπαίτιο. Βέβαια, το «εσύ» στο οποίο απευθύνεται ο ποιητής δεν είναι μόνον ένας άλλος• είναι επιπλέον η εκφορά του λόγου προς τον ίδιο του τον εαυτό. Το αφηγηματικό πρώτο πρόσωπο εντούτοις προγραμματικά αποφεύγεται στις περισσότερες περιπτώσεις.
Η συλλογή κινείται στα όρια του τραγικού, με ισχυρό το στοιχείο του σκοτεινού, αλλά και της αγωνιώδους προσπάθειας ν’ αποφευχθεί κάθε φορά ένας θάνατος. Ο ποιητής μοιάζει να παλεύει να κρατήσει ζωντανές όλες του τις λέξεις, αφού σε τέτοιες έχει μετατρέψει οποιοδήποτε βίωμα – επώδυνο τις περισσότερες φορές. Τα ποιήματα χωρίζονται σε ενότητες, που ενώνονται με ενδιάμεσες συνθέσεις με τον τίτλο «περάσματα». Υπάρχουν δεκατέσσερα σ’ ολόκληρη τη συλλογή και αποτελούν γέφυρες όλων εκείνων των, ετερόκλητων ή όχι, κομματιών που απαρτίζουν την εφηβεία (του μπλε). Ένα βασικό σημαίνον αποτελεί η εναντίωση σ’ ό,τι κατατρύχει τον ποιητή: ο έρωτας, η πόλη, η γενιά, η απώλεια, ο ίδιος ο λόγος. Υπάρχει κάπου ένας φόβος κρυμμένος για μιαν επερχόμενη καταστροφή• αλλά ο αφηγητής είναι έτοιμος να την αντιμετωπίσει, ακόμη κι αν δεν καταφέρει να εντοπίσει την προέλευσή της.
Η γλώσσα, ως αναντίρρητα ζωντανός οργανισμός και βασικό μέλημα του Κρεμνιώτη, επεξεργασμένη και απόλυτα παραστατική, σε κάποια σημεία καθίσταται ανάχωμα στην εικονοποιία των συμβόλων και των νοημάτων του, αφού κάποτε εμφανίζεται κατάφορτη από, ας πούμε δίκην συμβάσεων, επιλογές χάριν εντυπώσεων. Ολοκληρώνοντας όμως μένει μια ξεκάθαρη αίσθηση: η αποφασιστικότητα του ποιητή να παλέψει με τον λόγο και να τον μετατρέψει στο κομμάτι που λείπει για την πλήρη επανασυγκόλληση των ψηφίδων της εποχής των κατακερματισμένων νοημάτων. Και φαίνεται να διαθέτει όλα τα φόντα για να συνεχίσει προς μιαν ανάλογη κατεύθυνση, όπως αποδεικνύεται απ’ τη δεύτερη αυτή συλλογή του.


ΣΥΜΕΩΝ ΤΣΑΚΙΡΗΣ, Τα χαρτοικίδια, εκδόσεις Εντευκτηρίου, σελ. 65

Στην εποχή μας, αυτήν του σκεπτικισμού που συνοδεύεται από μια λυτρωτική «ελαφρότητα», ο ποιητικός λόγος δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος, σε όποιον βαθμό κι αν συμβαίνει αυτό. Ο Συμεών Τσακίρης (γεν. 1976) είναι πεπεισμένος, στο πρώτο του βιβλίο, ν’ ακολουθήσει αυτούς τους ρυθμούς, και στα δύο προαναφερθέντα επίπεδα, με απώτερο σκοπό, κατά τα φαινόμενα, την απόδοση της σύγχρονης αγωνίας με τόνο σαρκαστικό αλλά και επώδυνο.
Οι συνεχείς εναλλαγές ολιγόστιχων ποιημάτων και σύντομων πεζών εντάσσονται στο ίδιο παιχνίδι μεταξύ των δύο αυτών επιπέδων που προαναφέρθηκαν. Κρύβεται όμως και μια ισορροπία: είτε στο πεζό τμήμα του βιβλίου είτε στο ποιητικό, ο γράφων παραμένει ανήσυχος παρατηρητής, ακόμη και του ίδιου του εαυτού του. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει κι όταν αποφασίζει να καταδείξει, απολύτως σαρκαστικά, την επώδυνη φάση που διέρχεται το σήμερα, το αμέτρητο βάθος του πηγαδιού όπου συνυπάρχει η ζωή και ο φόβος γι’ αυτήν.
Επιπλέον, ο Τσακίρης δεν εμμένει στο σήμερα ως τρέχουσα εξέλιξη• κάνει ένα επαναλαμβανόμενο πισωγύρισμα σε αναμνήσεις από ένα παρελθόν ανεπίστροφο, δίχως ν’ απελευθερώνει την επιρροή του στη θέαση του σήμερα. Μοιάζει λοιπόν ο δημιουργός να επαναφέρει στο προσκήνιο τις παλιές καλές μέρες ως ένα σχήμα αντίθεσης με τις χαμένες στιγμές του παρόντος. Η πλήρης αποκοπή απ’ τις ρίζες, τουλάχιστον στο σημείο που ως βάρος φέρονται τώρα, δεν επέρχεται ποτέ. Η ενιαία γραμμή που τηρείται σε όλη τη συλλογή είναι ακριβώς αυτό το βάρος – όπως επίσης και η εναγώνια πάλη να εξηγηθεί η παροντική του παρουσία.
Ο τίτλος «χαρτοικίδια», μια επινοημένη λέξη (εμφανώς, «χαρτί» και «κατοικίδια»), παραπέμπει ευθέως στις λέξεις που αποτυπώνονται σ’ ένα χαρτί, οι οποίες βέβαια συγκατοικούν με τον γράφοντα, και όλους εμάς, σ’ ένα αδιάκοπο παιχνίδι (τρομακτικό κάποτε) ζωής και δημιουργίας. Μπλέκονται όλα αυτά μ’ έναν ανήσυχο τρόπο, φορές φορές ασταθή αναφορικά με το τι παρατίθεται, έτσι ώστε ο αναγνώστης έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με το καθημερινό και το απλό, στο οποίο ο Τσακίρης δίνει μιαν ένταση υπερβολική προκειμένου να το φωτίσει.
Η απλότητα της γλώσσας και το υπερρεαλιστικό στοιχείο ταυτίζονται κατά το μάλλον ή ήττον με αυτό που παρατέθηκε στην αρχή, σχετικά με τους συγκαιρινούς μας ρυθμούς. Ο δημιουργός δεν αποκόπτεται ποτέ απ’ το οικείο (του), το καταγράφει με κοφτερή και ακαριαία διάθεση, αφήνοντας την αίσθηση πως η γραφή διατηρεί πάντοτε το στοιχείο της διακεκριμένης στιγμής, ως αυτόνομου κομματιού ενός παζλ που, δυστυχώς ή ευτυχώς, θ’ αργήσει να ενωθεί – όπως τουλάχιστον αφήνει να εννοηθεί ο Τσακίρης ώς το τέλος της συλλογής του. Αποκεί και πέρα, μένει μόνο ο επαναπροσδιορισμός του παρόντος ως συνόλου των απαραίτητων κομματιών. Ο δημιουργός στέκεται και πάλι παρατηρητής. Χαμογελώντας ακόμη και για τη δική του ανάλογη προσπάθεια.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Το σωσίβιο, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 43

Στα ποιήματα του Παναγιώτη Ιωαννίδη (γεν. 1967) χωρά μια ολόκληρη ιστορία, που, σχεδόν σε κάθε στροφή, κάποιο κομμάτι της εστιάζεται ιδιαίτερα. Αυτό που αποτελεί το χαρακτηριστικό αυτής της πρώτης του συλλογής είναι η ανυποχώρητη εμμονή με λεπτομέρειες χαρακτήρων που εξ όψεως μοιάζουν ήρωες από ένα παραμύθι. Η φιληδονία που επικρατεί σε όλη τη συλλογή, πλάι με το άγγιγμα του σώματος, μας οδηγεί σ’ ένα ποιητικό ταξίδι όπου τα πάντα εδράζονται στην επαφή με τον Άλλον, έστω κι αν αυτό λαμβάνει χώρα στη νοητική σφαίρα. Το τελευταίο μοιάζει να μην απασχολεί τον Ιωαννίδη, πράγμα που προσδίδει έναν υποφώσκοντα ενθουσιασμό για την καταγραφή του στιγμιαίου και του αληθινού, τουλάχιστον όπως αυτό συμβαίνει στο τμήμα του κόσμου που έχει αποφασίσει να βάλει στο μικροσκόπιό του.
Οι λεπτομερείς ποιητικές καταγραφές κρύβουν μέσα τους, κατά τα φαινόμενα, κάποια αγωνιώδη επιθυμία να σταματήσει ο χρόνος στο γεγονός που οι, απογυμνωμένες απ’ οποιαδήποτε καλολογία, λέξεις του αφηγούνται κάθε φορά. Η επιμονή του ποιητή να διαπεράσει το στάδιο της συγκίνησης και να οδηγηθεί σ’ αυτό της αθανασίας των στιγμών δικαιολογεί, από μιαν άποψη, και τον τίτλο της συλλογής. Σωσίβιο λοιπόν για να επιπλεύσουν, και να επιβιώσουν επομένως, οι μικρές στιγμές σε αντιδιαστολή με το κοινωνικό πλαίσιο που για να αφυπνιστεί χρειάζεται την υπερβολή και το δήθεν μεγαλειώδες, στα όρια του κιτς.
Ο Ιωαννίδης προχωρά και λίγο παρακάτω. Ενώ, αφενός, από πλευράς περιεχομένου της αφήγησης, προτάσσει την αισθητηριακή πρόσληψη, εμμένει δηλαδή στο σωματικό επίπεδο, αφετέρου φαίνεται πως αυτόν ακριβώς τον μηχανισμό ανάγει ως την πεμπτουσία της ολοκλήρωσης της απόλαυσης. Αυτό λειτουργεί αντιστικτικά με τον κύριο κορμό της δομής των ποιημάτων του, τα οποία διαπνέονται από μιαν επεξεργασία σχεδόν εγκεφαλική, που προδίδει μια δυσκολία στο να εμπιστευτεί ο ποιητής την αυθόρμητη ή την ακαριαία γλώσσα.
Η επιφυλακτική εξομολογητική διάθεση του ποιητή ταυτίζεται πολλάκις με τις τύψεις έναντι του οικείου –το οποίο φτάνει να μη μας γίνεται αντιληπτό λόγω επανάληψης–, που φέρει, συχνά είναι η αλήθεια, ο κάθε δημιουργός. Επιβεβαιώνεται τελικά ότι αυτό είναι το απώτερο στάδιο, μετά τη συγκίνηση, στο οποίο ο Ιωαννίδης αποβλέπει: η συγκράτηση στο διηνεκές στοιχείων, γεγονότων κι αισθημάτων που ο χρόνος εξαϋλώνει, όχι μόνο με τη μακρά του πάροδο, αλλά και με τον ταχύτατο ρυθμό που πνέει. Ο ποιητής, κυρίως στο εξόδιο ποίημα, αποκαλύπτεται: να μη μείνει τίποτα στα χαρτιά – ας επιστρέψουμε στην πηγή όλων των ποιημάτων, στην αιτία και την αφορμή κάθε δημιουργίας.

Ο Δημήτρης Αθηνάκης είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: