ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΡΣΕΝΙΟΥ, Η ρητορική της Ουτοπίας. Μελέτες για τη μετάβαση στη νέα πρωτοπορία, Αθήνα, ύψιλον/βιβλία, σελ. 133
Στην πραγματικότητα, το συμβάν που η Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ονομάζει «ελληνικός μοντερνισμός», είναι αποκλειστικά υπόθεση τριών ορθοδόξων υπερρεαλιστών ποιητών, του Νικόλα Κάλλα, του Ανδρέα Εμπειρίκου και του Νικόλαου Εγγονόπουλου, των οποίων οι εντόπιες ρίζες φτάνουν, μέσω του Καρυωτάκη, μέχρι τους αισθητιστές ποιητές και πεζογράφους των τελευταίων ετών του 19ου αιώνα (Επισκοπόπουλος, Προεστόπουλος, Παπαρηγόπουλος...)
Ο φερόμενος ως «πρωτομάστορας» του ελληνικού μοντερνισμού, Γιώργος Σεφέρης, όσο γοητευτικός και αν είναι ο ποιητικός λόγος του, υπήρξε οπωσδήποτε ετερόφωτος. Η ποιητική του είναι απομίμηση της ποιητικής του T. S. Eliot και η στάση του απέναντι στην παράδοση αντιγραφή των θεολογικών απόψεων του Άγγλου συντηρητικού ποιητή. Ο σεφερικός μοντερνισμός δεν υπήρξε καθόλου μοντέρνος. Μοντέρνος υπήρξε μόνον ο Σεφέρης. Στην περίπτωσή του, έχουμε το ίδιο φαινόμενο που απέδωσε ο καθηγητής Βασίλης Λαμπρόπουλος στον Γιάννη Τσαρούχη. Όπως ο ζωγράφος, έτσι και ο ποιητής κατασκεύασαν το δημόσιο πρόσωπό τους και εγκιβώτισαν εκεί το αναντίστοιχο προς τη φήμη του έργο τους.
Ο θεσμικά κυρωμένος ελληνικός μοντερνισμός έριξε άσφαιρα πυρά και, κατά κάποιον τρόπο, δεν άφησε τίποτα μοντέρνο στην ελληνική ποίηση. Αντίθετα, οι υπερρεαλιστές προκάλεσαν το καίριο μοντερνιστικό συμβάν, που διέσπασε το συνεχές του ποιητικής παράδοσης. Καίτοι οι συνέπειές του δεν οργανώθηκαν σε έναν νέο ποιητικό κόσμο -αν εξαιρέσουμε τις προσπάθειες της Avant-garde του ’60, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν ως «underground» από την κουρασμένη και εγκλωβισμένη στο γραμματειακό καθεστώς ποιητική συνείδηση- τα ίχνη του χαράχτηκαν βαθιά στο ελληνικό ποιητικό λέγειν.
Ωστόσο, ορισμένες από τις συνέπειες του υπερρεαλιστικού συμβάντος, συνεισέφεραν στην οργάνωση του βιο-πολιτικού λόγου της μη δογματικής Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένων των αναρχικών. Ο λόγος των τριών Ελλήνων υπερρεαλιστών -όπως και του Καρυωτάκη, άλλωστε- συγκρότησε την πολιτισμική πλευρά της αμφισβήτησης, καθώς χαρακτηριζόταν από την κάθετη απόρριψη του θεσμικά κυρωμένου υπάρχοντος και κυρίως από τον παραδειγματικό οραματισμό.
Έτσι, σήμερα μπορούμε να πούμε πως ο κόσμος της ποίησης έχει πολωθεί, μάλλον χωρίς να υπάρχουν σημεία επαφής και βάσεις ανάταξης αυτής της συμβαντικής πόλωσης. Ο ένας πόλος καταλαμβάνεται από τον παραδοσιακό πλέον ρητορικό μοντερνισμό, που χρωματίζει η ιδεολογία του μετα-αποικιακού κοσμοπολιτισμού και της ελεύθερης πολιτισμικής «αγοράς». Δεδομένου ότι τα προτάγματα του μοντερνισμού δεν τον αφορούν και ο κοσμοπολιτισμός του ρέπει προς τη λατρεία μιας εισαγόμενης μορφής της οικείας παράδοσης, μετεωρίζεται δημιουργικά και είναι κάθε στιγμή έτοιμος να εξοκείλει προς τον αγοραίο μεταμοντερνισμό, προκειμένου να διατηρήσει την νόμιμη θέση του στα πνευματικά δρώμενα. Ο άλλος πόλος καταλαμβάνεται από έναν λόγο που συνδέει το μοντέρνο με την ιστορική ρήξη. Από τη σχέση του με την παράδοση απουσιάζει κάθε θεολογικό στοιχείο, με αποτέλεσμα να αντλεί και να επεξεργάζεται, λίγο έως πολύ επιτυχώς, τα ρηξιγενή στοιχεία της. Ο διεθνισμός της -αναμφίβολα συγκριτικός και συμμετοχικός- αντιτίθεται στον αναμφίβολα αξιολογικό και ιεραρχικό αστικο-δημοκρατικό κοσμοπολιτισμό.
Είτε μπορούμε να το δούμε είτε όχι, ο κόσμος της ποίησης -όπως κάθε ιστορικός κόσμος- χαρακτηρίζεται από συνεχή ιδεολογική πάλη. Και, δεδομένου ότι η δημοκρατία του καπιταλισμού έχει αποφασίσει να διαμοιράσει τα ιμάτια της τέχνης και να τα πουλήσει για αποκριάτικες αμφιέσεις, ο κάθε ποιητικός λόγος οφείλει, σήμερα ιδίως, να επιλέξει το είδωλό του στον καθρέφτη τής πρωτογενούς ιστορικότητας. Είναι ζήτημα επιβίωσης. Σημειωτέον, πως η μέθοδος υγειονομικής ταφής των απορριμμάτων δεν ισχύει στην περίπτωση της Ιστορίας.
Το μελέτημα της Ελισάβετ Αρσενίου με τον εμβληματικό τίτλο Η ρητορική της ουτοπίας και τον προγραμματικό υπότιτλο «Μελέτες για τη μετάβαση στη νέα πρωτοπορία», αν και έχει συνταχθεί υποδειγματικά ως ακαδημαϊκή εργασία, ανήκει στην τάξη του παρεμβατικού λόγου με σαφείς θέσεις, οι οποίες κάθε άλλο παρά χαρακτηρίζονται από την ψευδο-επιστημονική αντικειμενικότητα, η οποία μαστίζει τον χώρο των λογοτεχνικών μελετών.
Ο στόχος της Αρσενίου είναι διατυπωμένος με σαφήνεια. Μελετώντας το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου, εντός των ποιητικών συμβάντων του ελληνικού και του ευρωπαϊκού υπερρεαλισμού, αναζητά στοιχεία για να θεμελιώσει το -πολιτικό κατ’ ουσίαν- πρόταγμα: «Επανερχόμαστε στον υπερρεαλισμό όχι τόσο γιατί ζητούμε καταφύγιο, αλλά γιατί επιδιώκουμε την επανερμηνεία της θέσης μας στη φύση και στην ιστορία» (σ. 12). Την επανεκκίνηση, δηλαδή, των συνεπειών του συμβάντος, που αποσοβήθηκε από το καθεστωτικό βάρος του επίσημου ελληνικού μοντερνισμού. Και τη θεμελίωση του εν λόγω προτάγματος τη μεθοδεύει με φιλοσοφική ακρίβεια.
Στο πρώτο κεφάλαιο (σσ. 13-36), εντοπίζει τη συμμετρικότητα των μοντερνιστικών ουτοπιών με το μοναδικό -αν εξαιρέσει κανείς την ουτοπία «Locus Solus» του Raymond Roussel- στον παγκόσμιο υπερρεαλισμό φαινόμενο της δημιουργίας ουτοπιών από τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο. Έπειτα, διακρίνει την ολιστική πολιτική ουτοπία του μοντερνισμού από την ανοιχτή στην ιστορία ποιητική ουτοπία, το πρόταγμα της οποίας μπορεί να επανενεργοποιείται διαρκώς. Στο σημείο αυτό, εγκαταλείπει το έδαφος της ρητορικής, αλλά όχι δίχως το ποιητικό έργο του Εμπειρίκου, και εισέρχεται στην περιοχή της φαινομενολογίας του χώρου και του χρόνου. Η κίνηση αυτή είναι ασφαλώς ένα πέρασμα την Ιστορία.
Στα επόμενα δύο κεφάλαια (σσ. 37-82), θα περιγράψει την απαρτίωση του ιστορικού χρόνου ως τοπικότητας, επί της οποίας θεμελιώνεται η ανοιχτότητα μιας ποιητικής ουτοπίας. Στη συνέχεια, θα προβάλει στο συνεχές του ποιητικού κόσμου μας -από το παλαμικό καθεστώς και εντεύθεν- την καθοριστική για την ποίηση του μοντερνισμού αντιπαράθεση συμβόλου και αλληγορίας, εντοπίζοντας τον συμβαντικό χρόνο και χώρο στην πάλη του Καρυωτάκη με το συμβολικό. Το νέο ποιητικό σώμα που συνέταξε ο Εμπειρίκος, παρουσιάζεται ως ενεργοποίηση του ίχνους που άφησε το συμβάν της ποίησης του Καρυωτάκη στον ποιητικό κόσμο του μεσοπολέμου.
Στο προτελευταίο κεφάλαιο (σσ.95-110), η Αρσενίου επιστρέφει στον τόπο της ρητορικής, αλλά ο τόπος αυτός είναι πια ο τόπος της πολιτικής διάνοιξης προς το μέλλον. Η εν λόγω μεταμόρφωση -επαλληλία, στην πραγματικότητα- είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο χειρίστηκε ο Εμπειρίκος το καρυωτακικό πρόταγμα: την αμφισβήτηση της επάρκειας των συμβόλων για την περιγραφή του υπάρχοντος. Η ουτοπική σύσταση του μέλλοντος δεν αναδύεται από το ποίημα ως ολιστικό συμβολικό σύστημα, αλλά ως αλληγορική πρόσκτηση των «τυφλών» σημείων του περάσματος από το πραγματικό στο φαντασιακό: ως λόγος του ασυνειδήτου. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε πως η παραπάνω θέση αποτέλεσε την ιδεολογική αιχμή του Μάη του 1968 και των πνευματικών συνεπειών του.
Πριν κλείσει με την ερμηνεία χαρακτηριστικών κειμένων του Ανδρέα Εμπειρίκου, η Αρσενίου καταδεικνύει αρκετούς νευρώνες του υπερρεαλιστικού συμβάντος που παραμένουν χωρίς επισυνάψεις στο σύγχρονο ποιητικό και κοινωνικο-ιστορικό σώμα.
Το μελέτημα της Ελισάβετ Αρσενίου, λόγος μάχιμου κριτικού, είναι ένα συμβάν, απέναντι στο οποίο θα πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Ποίηση γράφτηκε γράφεται και θα γράφεται πολλή. Από την στιγμή όμως που θα αρθρωθεί ο συμβαντικός λόγος, κανείς δεν μπορεί να προσποιηθεί πως δεν τον άκουσε.
Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου