ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΚΟΣΜΑΣ ΧΑΡΠΑΝΤΙΔΗΣ, Μανία Πόλεως, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 109
Η «λογοτεχνική πόλη» εμφανίζεται στο σώμα της λογοτεχνίας από την στιγμή που η πραγματική πόλη κυριεύει και κανοναρχεί όλες τις εκφάνσεις της ζωής των κατοίκων της. Το φαινόμενο ξεκινά με τη δημιουργία και άνοδο της νέας τάξης των εμπόρων, αυτής που σταδιακά με το πέρασμα των αιώνων, από την Αναγέννηση έως την πλήρη επικράτησή της, θα ονομαστεί όχι τυχαία, «αστική». Αυτής που σε αντίθεση με τις αγροτικές κοινωνίες έχει ανάγκη από τον χώρο του άστεως για να εξαπλωθεί, να κυριαρχήσει. Η λογοτεχνική πόλη εμφανίζεται στο μεσουράνημα της πραγματικής πόλης, στο μεσουράνημα της τάξης που την έχει δημιουργήσει, δηλαδή στον αιώνα της βιομηχανικής επανάστασης, τότε ακριβώς που μεσουρανεί και το μεγάλο κλασικό πια αστικό μυθιστόρημα. Τον 19ο αιώνα, ο Μπαλζάκ, ο Ουγκώ, ο Μπωντλαίρ και ο Ζολά τριγυρνάνε στο Παρίσι, ο Ντίκενς και ο Πόε στο Λονδίνο, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ο Τζόυς απογειώνει τη λογοτεχνική πόλη με τον Οδυσσέα, για να μην ξεχάσουμε τον Κ.Π. Καβάφη, τον Λώρενς Ντάρελ και τον Στρατή Τσίρκα με την Αλεξάνδρειά τους. Απλά και λιγοστά παραδείγματα, που πληθαίνουν καθώς η πόλη αναμφισβήτητα μετατρέπεται σε θέατρο της ατομικής και συλλογικής ζωής, της μικρής και της μεγάλης Ιστορίας, και συνακόλουθα της ατομικής και συλλογικής μνήμης.
Στα καθ’ ημάς, η πόλη που συγκεντρώνει τα πρώτα λογοτεχνικά βλέμματα, η πόλη που θα διασταυρώσει τα λογοτεχνικά της ξίφη με την ύπαιθρο είναι, ως αναμενόμενο, η νέα πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, η Αθήνα. Μια αρβανιτοκρατούμενη πολίχνη των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα, μ’ ένα πάμφωτο ιστορικά όνομα, ικανό να προκαλέσει τις χίλιες μύριες φαντασιώσεις πολιτιστικού, και όχι μόνον, μεγαλείου στο δυτικό κόσμο και τους εκπροσώπους του. Στα τέλη του 19ου αιώνα έχει μεταμορφωθεί σε πόλη με όλα τα αστικά χαρακτηριστικά, άρα και τις λογοτεχνικές της αναπαραστάσεις. Οι εν Αθήνησι συγγραφείς ανοίγουν και το δικό μας κεφάλαιο της «λογοτεχνικής πόλης», ενσωματώνοντάς το στο μεγαλύτερο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Με την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο νεοελληνικό κράτος, η πολυπολιτισμική, πολυεθνική και, αδιαλείπτως ιστορικά, παλαιότατη αυτή πόλη διεκδικεί με τη σειρά της τη θέση της στο κεφάλαιο της νεοελληνικής «λογοτεχνικής πόλης», μέσω ισχυρών λογοτεχνικών φωνών. Μια πρόσφατη όμως λογοτεχνική σειρά έδειξε –και σαφώς ανέδειξε- πως μερίδιο στην πόλη ως «λογοτεχνικό γένος», σύμφωνα με τον Μισέλ Μπυτόρ, έχουν και πολλές άλλες ελληνικές πόλεις και όχι μόνον οι δύο μεγαλύτερες, Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η Καβάλα είναι αναμφισβήτητα μια πόλη που πολύ γρήγορα αναμετρήθηκε λογοτεχνικά, και μέσα από τις εντόπιες φωνές της αλλά και μέσα από το βλέμμα του μελετητή, με τις δύο κυρίαρχες πόλεις και περισσότερο με την Θεσσαλονίκη, με την οποία παρουσιάζει κοινές ιστορικές πορείες και παρακαταθήκες, μεταπολεμικά όμως λειτούργησε ως δορυφόρος της, όπως και οι άλλες βορειοελλαδικές πόλεις. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι γνωστοί συγγραφείς με γενέτειρα την Καβάλα επέλεξαν να εμφανιστούν κατ’ αρχήν στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στην Αθήνα [π.χ. Βασιλικός, Χειμωνάς] ή να παραμείνουν στη Θεσσαλονίκη [π.χ. Μάρκογλου, Παπαδημητρίου, Γ.Ξ. Στογιαννίδης].
Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης δεν είναι μεν γέννημα της Καβάλας –γεννήθηκε στο Κάτω Νευροκόπι Δράμας- είναι όμως θρέμμα της, επέλεξε μάλιστα να παραμείνει και να θεμελιώσει τον μέχρι σήμερα βίο του σ’ αυτήν, παρόλο που ως φοιτητής πέρασε και από την μητροπολιτική Θεσσαλονίκη. Συγκαταλέγεται λοιπόν, δικαίως, στους Καβαλιώτες συγγραφείς, σύμφωνα και με την ανθολογία των Ε. Γαραντούδη-Μαίρης Μικέ (Παλίμψηστο Καβάλας, εκδόσεις Καστανιώτη).
Από το 1993 που ο Χαρπαντίδης εμφανίζεται για πρώτη φορά στα γράμματα εκδίδονται τρία βιβλία του με αφηγήματα και διηγήματα κι ένα μυθιστόρημα. Το βιβλίο του Μανία Πόλεως (Κέδρος, 2009) αποτελεί δεύτερη ανανεωμένη έκδοση. Πρόκειται για μια συλλογή αφηγημάτων που στην πρώτη της μορφή είχε σηκώσει τη συγγραφική αυλαία για τον εκ Καβάλας συγγραφέα∙ θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι κατέθετε και το συγγραφικό του στίγμα. Γιατί, σε όλα τα μέχρι σήμερα βιβλία του, η Καβάλα, όσο και ο ευρύτερος ανθρωπογεωγραφικός χώρος της Ανατολικής Μακεδονίας αλλά και της γείτονος Βουλγαρίας, διεκδικούν ένα ρόλο πρωταγωνιστικό τις περισσότερες φορές, όπου η μνήμη συναντά την Ιστορία και το παρόν συνομιλεί με το παρελθόν. Στα αφηγήματα που συγκροτούν την ανανεωμένη έκδοση Μανία Πόλεως η σύζευξη των παραπάνω στοιχείων είναι οι κυρίαρχοι άξονες γύρω από τους οποίους δομείται το αφηγηματικό υλικό. Με κυρίαρχη πρωταγωνίστρια όμως την πόλη της Καβάλας, ή μάλλον για να ακριβολογούμε την πόλη του αφηγητή, όπως αυτή φιλτράρεται μέσα από την μνήμη του, όπως ανασυγκροτείται μέσα από το βλέμμα του και όπως αναπαριστάται μέσω της γραφίδας του. Εξάλλου, από τον τίτλο ακόμη ο συγγραφέας/αφηγητής καταθέτει τη συναισθηματική του φόρτιση/σχέση με την πόλη στην οποία στις επόμενες σελίδες θα περιπλανηθεί. Ο ίδιος ο συγγραφέας/αφηγητής δηλώνει ότι πάσχει από τη μανία, ότι έχει καταληφθεί από αυτήν και ότι το ίδιο του το σώμα μετατρέπεται σε οθόνη, όπου πάνω της/ πάνω του προβάλλονται, επώδυνα τις περισσότερες φορές, εικόνες της πόλης. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ταύτιση της πόλης με το σώμα του συγγραφέα/αφηγητή παραπέμπει απευθείας στον Γιώργο Ιωάννου και στο πεζογράφημά του «Με τα σημάδια της απάνω μου», με τη διαφορά ότι η «σωματικότητα» στον Θεσσαλονικέα συγγραφέα έχει μια έντονη υλικότητα, έτσι που η μεταφορική ταύτιση να προσλαμβάνεται ως σχεδόν ...αληθοφανής. Αντίθετα, στον Καβαλιώτη συγγραφέα η κατασκευή της μεταφορικής αυτής ταύτισης είναι πρόδηλη, χωρίς βεβαίως αυτό να είναι παράταιρο ή μη αξιόλογο λογοτεχνικά. Στην οθόνη-σώμα πάντως του συγγραφέα/αφηγητή «προβάλλονται» εικόνες της πόλης και της ανθρωπογεωγραφίας της, που βασίζονται στο τρίπτυχο Μύθος, Ιστορία, Μνήμη. Έτσι από την Καβάλα της ευμάρειας, που σημαίνει αστοί, καπνέμποροι και καπνομεσίτες -το «Ελντοράντο» του 19ου αιώνα- φωτισμένα αρχοντικά, σονατίνες που παίζουν στο πιάνο νεαρές πιανίστριες με κεντητούς γιακάδες, και καλογυαλισμένα παρκέ της μεγάλης λέσχης, όπου μπορείς να χορέψεις βαλς, περνάμε στην προσφυγική Καβάλα με τους ανώνυμους καπνεργάτες, προχωράμε «στα κομμούνια» που στέλνονταν καραβιές για τα νησιά, από το λιμάνι που είχαν με τα χέρια τους χτίσει, για να επιστρέψουν αργότερα χωρίς φωνή και ν’ αποτελέσουν τη σιωπηλή Καβάλα, και να τελειώσουμε με την πόλη της αντιπαροχής και της παρακμής. Θραυσματικές και αποσπασματικές είναι οι εικόνες της πόλης που διασώζει το βλέμμα του αφηγητή μέσα από τη δική του μνήμη, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ή μέσα από μικρές ιστορίες σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Προφανείς είναι οι αντιθέσεις: παλιά/νέα πόλη, αστοί/καπνεργάτες, πρόσφυγες/εντόπιοι. Ακόμη και το φωτογραφικό υλικό που υπάρχει στο βιβλίο είναι εν πολλοίς δεμένο με την αφήγηση. Περιπλανώμενος πάντως στο χρόνο και το χώρο της Καβάλας ο συγγραφέας/αφηγητής ενσταλάζει εντέλει στον αναγνώστη το γλυκόπικρο συναίσθημα της φθοράς και της παρακμής, μιας πόλης άλλοτε πλούσιας, κοσμοπολίτισσας και περήφανης.
Η Έλενα Χουζούρη είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου