ΤΗΣ ΑΡΓΥΡΩΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗ
ΜΑΡΙΑ ΜΕΝΕΓΑΚΗ, ΛΟΥΚΙΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ, Όταν οι γυναίκες της Γαλλίας αναζητούσαν το όνομα... ή, Γιατί η γλώσσα τις ήθελε αόρατες, εκδόσεις Λιβάνη, σελ. 224
Με το βιβλίο τους αυτό, οι δύο συγγραφείς αναλύουν τον τρόπο με τον οποίο η απόκτηση και απόδοση ταυτότητας φύλου δομείται και καταγράφεται μέσα από τη γλώσσα. Για την έρευνά τους στηρίχθηκαν σε πλούσιο corpus ποικίλης φύσεως (δοκίμια γραμματικής, λεξικά, σχολικά εγχειρίδια, ιστορικά κείμενα, φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές μελέτες, περιοδικό Τύπο και διοικητικά έγγραφα) και συχνά σε πρωτογενείς πηγές ανίχνευσής του. Η έννοια-κλειδί της μελέτης τους είναι η «έμφυλη διάκριση», και αντικείμενό της η γλωσσική της αποτύπωση. Για να πραγματοποιήσουν όμως τη μελέτη της γλώσσας, αναλύουν τις κοινωνικο-πολιτικές και πολιτισμικές δοξασίες και πρακτικές της κάθε εποχής που εξετάζουν (πρόκειται για διαχρονική έρευνα/μελέτη). Με δεδομένο ότι «η γλώσσα δεν είναι ουδέτερη» αλλά αποτελεί «σημειωτικό σύστημα διαρκώς εξελισσόμενο» (σ. 17), εξετάζεται ο ρόλος της ως παράγοντας διαιώνισης της ανδροκρατικής αντίληψης του κόσμου: «αρνείται να εφαρμόσει τους γραμματικούς κανόνες σχηματισμού του θηλυκού ή να δημιουργήσει νέες λέξεις ώστε να αποτυπωθεί στο λόγο η νέα έμφυλη πραγματικότητα» (σ. 15).
Το συγκεκριμένο πόνημα είναι διεπιστημονικό, δεδομένου ότι πρόκειται για «ζήτημα πολυδιάστατο: όχι απλώς γλωσσικό, αλλά πρωτίστως κοινωνικό και πολιτιστικό» (σ. 21). Άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο συνειδητά και συστηματικά, οι δύο συγγραφείς αναφέρονται σε θεωρίες και πορίσματα των κοινωνικών και γλωσσολογικών επιστημών («μελέτη της κοινωνικής παραμέτρου της γλώσσας»). Αποδίδονται, με τη μελέτη τους, θέσεις της Ψυχογλωσσολογίας καθώς και της Γνωστικής Ψυχολογίας της Γλώσσας (οι γλώσσες συνεισφέρουν στην κατηγοριοποίηση και την αντιληπτική διάκριση και οδηγούν τους ομιλητές να «φιλτράρουν» ορισμένες ιδιότητες των αντικειμένων και των περιστάσεων τις οποίες το γραμματικό υλικό τους επεξεργάζεται ως σημαντικές) και συγκεκριμένα του γλωσσολογικού σχετικισμού, ο οποίος αποδίδει σε κάθε γλωσσική κοινότητα μια θεώρηση του κόσμου αμετάκλητα ιδιαίτερη, εξηγώντας έτσι γιατί διαφορετικές γλώσσες μπορούν να οδηγήσουν τους ομιλητές αυτών των γλωσσών σε διαφορετικές συμπεριφορές απέναντι σε μια ίδια περίσταση: ο συντηρητισμός ενός μέρους της κοινής γνώμης εμπόδισε μια έλλογη μεταρρύθμιση της γαλλικής ορθογραφίας, ενώ ανάλογες μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν με επιτυχία σε άλλες γαλλόφωνες αλλά και γείτονες χώρες. Τέλος, μέσα από την ανάλυση της συμβολικότητας της ταυτοποίησης με βάση το κοινωνικό φύλο («genre») και των πολιτικών, κοινωνικών και ψυχολογικών της επιπτώσεων και τον εντοπισμό των διαφορών ιεραρχίας ανάμεσα στα δύο φύλα στις κοινωνίες, τους πολιτισμούς, τους θεσμούς, το λόγο και τα κείμενα, εμφανείς είναι οι σύγχρονες θέσεις της Κοινωνικής και της Εξελικτικής Ψυχολογίας: οι έμφυλες διαφορές δεν αντιστοιχούν απαραίτητα σε κάποιο εκ προοιμίου βιολογικό ντετερμινισμό, αλλά αντίθετα πρέπει να αναζητώνται στις προσωπικές προσαρμογές, στις προσκλήσεις/προκλήσεις και τους εξαναγκασμούς των διαφόρων περιβαλλόντων, των οποίων ο πρόσκαιρος χαρακτήρας έχει ήδη διαπιστωθεί και επισημανθεί μέσα από τη μελέτη των κοινωνικών αλλαγών. Για να φτάσουμε όμως στις αλλαγές αυτές, χρειάστηκαν αγώνες και φωτισμένα/ανοιχτά μυαλά, που με την επιμονή τους κατάφεραν να πείσουν συχνά για το αυτονόητο και που, ευτυχώς, δεν πρόκειται μόνον για γυναίκες, μολονότι συχνά πρωτοστατούν και μάλιστα με μεγάλο κόστος (η de Gouges καρατομήθηκε). Οι συγγραφείς αναφέρονται λοιπόν στους αγώνες ακτιβιστών, συγγραφέων, ερευνητών και επιστημόνων και βεβαίως πολιτικών, με στόχο την παρουσία των δύο φύλων στη χρήση της γλώσσας, υπογραμμίζοντας το «ιστορικό παράδοξο» του γαλλικού λαού που «σε διάστημα τεσσάρων ετών (1789-1793), ανέτρεψε ένα κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό καθεστώς αιώνων, στέλνοντας στην αγχόνη ένα βασιλιά, ‘εκπρόσωπο του Θεού επί της γης’, ενώ χρειάστηκε δύο και πλέον αιώνες για να ανατρέψει το ιδεολόγημα ενός γραμματοδιδάσκαλου, του Βωζλά, ο οποίος είχα αποφανθεί, το 1647, ότι το αρσενικό γένος πρέπει να υπερισχύει του θηλυκού διότι είναι το ευγενέστερο» (σ. 154).
Οι έμφυλες διακρίσεις μελετώνται επομένως ως προς την γλωσσική τους αποτύπωση η οποία
-παρέχει ενδείκτες εντοπισμού/ανάγνωσης τού σεξιστικού διαχωρισμού
-επιτρέπει τη μελέτη της διαφοροποίησης διακριτών ρόλων και αρμοδιοτήτων στο δημόσιο πολιτικό χώρο
-συνδράμει στην ιστορικοποίηση του φαινομένου
-εντοπίζει τους εν ενεργεία μηχανισμούς εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις των δύο φύλων.
Με την έννοια αυτή, οι δύο συγγραφείς αποσαφηνίζουν την ικανότητα της γλώσσας (μέσα από τη φιλοσοφία, την εκπαίδευση και κυρίως τον πολιτικό/δικανικό λόγο) να δημιουργεί/προκαλεί γνώση, και η γλωσσική ανάλυση την οποία επιχειρούν επικεντρώνεται στη λεξικογραφία, με σαφείς αναφορές στη μορφοσύνταξη. Βεβαίως, λόγω της έμφασης που αποδίδουν στη δυνατότητα απεικόνισης της πραγματικότητας μέσα από τη γλώσσα, η μελέτη τους επεκτείνεται και στην πραγματολογική διάσταση της λειτουργίας και χρήσης της γλώσσας.
Κάποια ερωτήματα του πιθανού/ενδεχόμενου αναγνώστη: Γιατί η Γαλλία; Επειδή, ως γνωστόν, η γαλλική επανάσταση λειτούργησε παραδειγματικά για έννοιες όπως «ελευθερία» και «ισότητα» (το ζητούμενο πραγματολογικά από τις δύο συγγραφείς είναι η ισότητα και η ίση μεταχείριση των δύο φύλων). Η προσπάθεια ισότιμης παρουσίας των δύο φύλων στο λόγο «εντάσσεται λοιπόν στα ζητήματα «κατάκτησης πλήρους ισότητας κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες».
Γιατί η γαλλική γλώσσα; «διότι ανήκει σε εκείνες που έχουν γραμματικά γένη, όπως είναι η γερμανική, η ελληνική κ.λπ. Είναι επίσης σημαντικό ότι υπήρξε όχημα ιδεολογικών ζυμώσεων που σημάδεψαν την κουλτούρα σε παγκόσμια κλίματα» (σ. 19)
Γιατί και πώς διαχρονική; Γιατί η εξέλιξη στους αγώνες κατά των έμφυλων διακρίσεων διακρίνεται από την πορεία στο χρόνο. Η δομή όμως του βιβλίου δεν υπακούει μόνο σε χρονικά κριτήρια αλλά διακρίνεται και ως προς το επίπεδο και είδος ανάλυσης. Έτσι, έχουμε:
-τις ιδεολογικοπολιτικές κινητοποιήσεις κατά των έμφυλων διακρίσεων και την αποτύπωσή /καταγραφή τους (από τη γαλλική επανάσταση και μετά)
-τις γλωσσολογικές παρεμβάσεις/τοποθετήσεις των ειδικών (ιδιαίτερα στις αρχές του 20ού)
-τις πρωτοβουλίες επίσημης γλωσσικής πολιτικής (δεκαετία του 1980).
Κατ’ αναλογία, η δομή του βιβλίου είναι η ακόλουθη:
-στο 1ο μέρος: επισήμανση του προβλήματος και σύνδεση με το πολιτικό γίγνεσθαι
-στο 2ο μέρος: απόψεις/τοποθετήσεις γλωσσολόγων σε θέματα γραμματικής που ανέκυψαν μετά την πρόσβαση των γυναικών σε επαγγέλματα κύρους
-στο 3ο μέρος: εμπλοκή της Πολιτείας στο σχεδιασμό γλωσσικής μεταρρύθμισης (έρευνα δράσεων και πρωτοβουλιών σε πολιτικό επίπεδο).
Ιδιαίτερα σημαντικό το τρίτο μέρος και αυτό για διαφορετικούς λόγους:
-Η έρευνά αφορά στη γενική πολιτική της Γαλλίας, εστιάζοντας ιδιαίτερα στην εκπαιδευτική και τη γλωσσική πολιτική
-Η έρευνα μελετά τη χρήση της γαλλικής γλώσσας όχι μόνο στη Γαλλία, η οποία, τελικά, εμφανίζεται με καθυστερημένη παρέμβαση και δράση στο ζήτημα αυτό, αλλά και στις γαλλόφωνες περιοχές/χώρες, που τελικά φαίνονται να πρωτοστατούν στην απεικόνιση της έμφυλης πραγματικότητας στη γλώσσα. Οι δύο συγγραφείς ενδιαφέρονται επίσης για τη διεπίδραση ανάμεσα στη Γαλλία και τις άλλες χώρες της Γαλλοφωνίας.
-Η έρευνά επεκτείνεται σε πρωτογενείς πηγές:
-Κυβερνητικές αποφάσεις και οδηγίες, εγκύκλιοι, αποσπάσματά τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πρακτικά συνεδριών
-Λεξικά: τα γαλλικά Petit Robert 2000, Petit Larousse 2000 και το γαλλοελληνικό Kauffmann 2004
-Σχολικά εγχειρίδια: ιστορίας στη Γαλλία, εγχειρίδια διδασκαλίας της γαλλικής ως ξένης γλώσσας, εν χρήσει στην Ελλάδα το 2004-05.
Επιγραμματικά, η προβληματική του βιβλίου αυτού θα μπορούσε να αποδοθεί με τη φράση του Lacan: «Η γλώσσα μοιράζει ρόλους».
Η Αργυρώ Πρόσκολλη διδάσκει Γαλλική γλώσσα και Γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου