ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ, Σ’ ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 150
Το βιβλίο είναι μία νουβέλα που ο Μένης Κουμανταρέας έγραψε κατά παραγγελία, ως συμβολή-οβολό στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό «Κάνε – Μια – Ευχή», για τα άρρωστα παιδιά. Γεγονός που, όπως φαίνεται, του επέτρεψε να παρεκκλίνει, υπό μορφήν «διαλείμματος», από τα κυρίαρχα, κατά την πεντηκονταετή πορεία του, σκηνογραφικά του δεδομένα (σύμφωνα με τα οποία οι ιστορίες του, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, «συμβαί-νουν» στην Αθήνα του χθες και του σήμερα), αυτά που συνέβαλλαν στον χαρακτηρισμό του ως σύγχρονου «αθηναιογράφου» ή, όπως έχει επισημανθεί από την κριτική, ως αστικού ηθογράφου. Εδώ η Αθήνα απουσιάζει∙ η ιστορία εξελίσσεται σε ένα στρατόπεδο, που βρίσκεται στην άκρη μιας μακρινής επαρχιακής πόλης, όπου δεν φτάνουν παρά μόνο ήχοι και απόηχοι της πραγματικής, καθημερινής ζωής. Γεγονός που συμβάλλει στη δυνατότητα δημιουργίας μιας ατμόσφαιρας μάλλον υπόκωφης, επίβουλης και επίφοβης, διεγερτικής της φαντασίας και της ονειρικής διάθεσης.
Ας δούμε πώς εξελίσσεται η ιστορία: Σε «ένα στρα-τόπεδο άκρη στην ερημιά», ένας στρατιώτης εντελώς ξεχωριστός, με αγγελικό πρόσωπο, με ιδιόμορφο χαρακτήρα και παράξενη συμπεριφορά, επιλέγεται από τη σύζυγο του διοικητή να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του τελευταίου, προκειμένου να απεικονιστεί, να παγιωθεί και να διαιωνιστεί η φιλαυτία, η ωραιοπάθεια, η ματαιοδοξία, η κενοδοξία και η ψευ-δαίσθηση της δύναμης που του δίνει το περίβλημα της πρόσκαιρης εξουσίας του – η στολή του και τα παράσημά του. Η οριστικοποίηση της επιλογής του ζωγράφου αποτελεί και την αφετηρία πολλών γεγονότων, ερμηνεύσιμων και ανερμήνευτων, καθώς και της δημιουργίας παράδοξων συμπτώσεων και καταστάσεων, υποσκαπτικών της έως τότε απρόσωπης, αδιάφορης και νωχελικής καθημερινότητας του στρατοπέδου. Τότε είναι που μια υπόγεια αίσθηση απειλής αρχίζει να υποβόσκει παντού, διαδραματίζοντας έναν ρόλο διαβρωτικό προσώπων και πραγμάτων, ανατρέποντας ιεραρχίες και βεβαιότητες, διασαλεύοντας τα όρια ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, το φυσικό και το υπερφυσικό, το αληθινό και το φανταστικό.
Τα παράδοξα της ιστορίας ξεκινούν από τον στρατιώτη-ζωγράφο, που τα δειλινά επέστρεφε στον θάλαμο «μ’ ένα περίεργο φως γύρω απ’ το κεφάλι του, σαν φωτοστέφανο, λες κι έσερνε τον ήλιο εμποδίζοντάς τον να δύσει»∙ που ήταν «ίδιος αρχάγγελος» και που ασκούσε μία ανεξήγητη γοητεία και επιβολή στους άλλους στρατιώτες. Συνεχίζονται, πληθαίνουν και αποκτούν υπέρογκες διαστάσεις όσο φιλοτεχνείται το πορτρέτο, καθώς αυτό συμπληρώνεται και διορθώνεται τις νύχτες από σκοτεινές και αόρατες δυνάμεις, την ύπαρξη των οποίων αρνείται κατηγορηματικά να παραδεχτεί ο διοικητής-μοντέλο∙ αδυνατεί, αυτός, ένας κλασικός εκπρόσωπος της ένστολης σοβαροφάνειας, να παραδεχτεί και να κατανοήσει τη δύναμη του παράδοξου και του ανεξήγητου, που χλευάζει και υποσκάπτει κάθε έννοια του αυτονόητου. Ακόμη, αρνείται πεισματικά να δεχτεί, θεωρώντας το μάλιστα υποτιμητικό, το -απολύτως συνυφασμένο με τον κόσμο που εκπροσωπεί- φόντο του πίνακα, με τα κελιά και τους φυλακισμένους και, βεβαίως, εξανίσταται στη θέα της εικόνας του στον πίνακα, αφού είναι η εικόνα που έχει δημι-ουργήσει-διαμορφώσει γι’ αυτόν ο «άλλος».
Αν σε αυτά προστεθεί και ένα πλήθος λεπτομερειών που, τεχνηέντως, επιτείνουν την, ούτως ή άλλως, πολύτροπα βεβαρυμένη ατμόσφαιρα της ιστορίας, όπως λ.χ. ο περίεργος, διαμεσολαβητικός, ρόλος που διαδραματίζει η σύζυγος του διοικητή, μία γυναίκα στερημένη συναισθηματικά και ερωτικά, που όμως η μοίρα την έριξε στο κέντρο ενός υφέρποντος, αναβράζοντος, ερωτισμού, υποχρεώνοντάς την να ζει ανάμεσα στα σφριγηλά νεανικά κορμιά των στρατιωτών του ερημικού στρατοπέδου. Όπως, ακόμα, η πολύ λεπτή, εύθραυστη και τρικλίζουσα ισορροπία της σχέσης της με τον νεαρό «ζωγράφο», οι υπαινιγμοί στα λεγόμενά τους, οι φευγαλέες ματιές, τα υπονοούμενα, τα τυχαία αγγίγματα, οι μόλις διακρινόμενες κρυφές προσδοκίες, όλ’ αυτά επιτείνουν μίαν ατμόσφαιρα, αν όχι ακριβώς μυστηρίου, αλλά, πάντως, μιαν ατμόσφαιρα χαμηλού βαρομετρικού, βρίθουσα από σύμβολα και αλληγορίες, πρόσφορες για την επίτευξη της πρόθεσης του αφηγητή να παρασύρει τον αναγνώστη της ιστορίας του έξω από τα στερεότυπα της καθημερινότητάς του. Να τον οδηγήσει σε τόπους, όπου οι αντικειμενικές διαστάσεις του χρόνου έχουν διαβρωθεί από την υγρή και αστάθμητη δύναμη του ονείρου, όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον συνθέτουν ένα αρραγές, πλην ημιφω-τισμένο, αφηγηματικό παρόν, όπου τα πρόσωπα, μολονότι αδρά σκιαγραφημένα ως φυσικές υπάρξεις, κινούνται και συμπεριφέρονται σε μιαν «άλλη» πραγματικότητα που «υπάρχει λες και ύστερα δεν υπάρχει», με απώτερο στόχο να αποδείξουν ότι κάποτε, στον χώρο της τέχνης, το ψέμα μπορεί να γίνει δυνατότερο από την αλήθεια.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου