8/5/10

Κατακτώντας τον κόσμο και τον εαυτό μας

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ, Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος, διηγήματα, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 286

Ακόμα και για ένα και μόνο από τα πάγια χαρακτηριστικά της γραφής του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, το ευρηματικό της μέρος, το ενίοτε αντιφατικό, καθώς συνδέει συχνά δυο αντιτιθέμενες έννοιες (λ.χ. το πρόσφατο, 2008, μυθιστόρημά του Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας) που υποδηλώνει ασφαλώς, πέρα από το χιούμορ, την ειρωνική του διάθεση να παίζει με την ίδια τη γλώσσα, τις συνηχήσεις και τις παρηχήσεις της, ο πεζογράφος αυτός είναι ομοτράπεζος μιας σειράς άλλων που έκαναν το παράδοξο τρέχον στοιχείο της καθημερινότητας, ενσωματώνοντάς το στις ιστορίες τους. Μερικοί από αυτούς, Γιάννης Σκαρίμπας, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Πέτρος Αμπατζόγλου, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Δημήτρης Νόλλας, για να μείνω στους προγενέστερους ετούτου του θεσσαλονικιού διηγηματογράφου και μυθιστοριογράφου, που κατάφερε με τον έντεχνα αποδραματοποιημένο μηχανισμό της αφήγησής του να ξετινάζει τα σοβαροφανή και τα δήθεν περιπαθή του νεοελληνικού μας βίου. Δε λέω ότι είναι ο μόνος της γενιάς του που το επιχειρεί, αφού και ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος και ο Πέτρος Τατσόπουλος πάνω σ’ αυτό το ξεχαρβάλωμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας στοιχηματίζουν, ο καθένας με τον τρόπο του. Όμως ο Σκαμπαρδώνης κατά τη γνώμη μου διαφέρει σε κάτι ουσιαστικό. Στο ότι χτίζει συστηματικά ή γυρεύει να οξύνει το γκροτέσκο μιας ιστορίας, το υπερβάλλον της (τουλάχιστον στα διηγήματά του), επιδιώκοντας παράλληλα να γλιστρήσει προς τον αναγνώστη το μήνυμα πως η επίμονη προσήλωσή του, ιδίως στους σακατεμένους, απογοητευμένους και μοναχικούς ανθρώπους, δε γίνεται από κάποια πρόθεση γελοιοποίησης και εξευτελισμού τους. Γίνεται από την πεποίθηση ότι το σακάτεμά τους προήλθε από το κυνήγι του ουσιώδους που γύρεψαν από τη ζωή τους, έστω και αν αυτό τελικά αποδείχτηκε άπιαστο όνειρο.
Δεν έχει νόημα να λέμε ότι ο Σκαμπαρδώνης είναι καλύτερος στη σύντομη φόρμα, στη νουβέλα και το διήγημα. Πράγματι είναι, όπως επίσης είναι πασιφανές ότι τον ανέδειξε το μυθιστόρημα, αυτές οι ανασκευές άλλων, “ηρωϊκών” εποχών, της Κατοχής και των μετεμφυλιακών χρόνων - Τσιτσάνης και Βαμβακάρης. Ανασκευές που δε γίνονται εύκολα, καθώς προϋποθέτουν έρευνα, εντοπισμό τεκμηρίων κλπ., αλλά που, από την άλλη μεριά, συνέβαλαν στο να πάρει άλλο δρόμο η αφηγηματική τεχνική του Σκαμπαρδώνη. Το αναγκαστικό γέμισμα της εικόνας, ο πληθωρισμός που επιβάλλει η μυθιστορηματική επινόηση, και μάλιστα σε βιβλία τέτοια, ανάπλασης της ιστορίας, τον έκαναν ν’ απομακρυνθεί από την ασκητική λιτότητα και το νεύρο της Στενωπού των υφασμάτων (1992) ή του Πάλι κεντάει ο στρατηγός (1996). Δε λέω πως δεν υπάρχει εδώ όπως πάντοτε η ψιλοβελονιά, η ρυθμική εναλλαγή μεγάλων και μικρών φράσεων, η σωστή ενσωμάτωση των διαλόγων μέσα στο ψαχνό της αφήγησης. Λέω ότι από μερικά διηγήματα λείπει αυτή η σχεδόν κατακλυσμική ένταση που τα απογείωνε στη σφαίρα της ποίησης. Δεν είναι μάλλον τυχαίο ότι στο Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος συμφύρονται δυο λογιών διηγηματικοί τρόποι, οι ιστορίες που αφήνουν αρκετό χώρο στη φαντασία του συγγραφέα και γι’ αυτό χτυπούν σε μεγαλύτερα βάθη (λ.χ. “Διάπλους του Τορωναίου”, “ Ο οδοκαθαριστής, 5.30 το πρωί”, “Ο γουλιανός κοντά στην ακτή”) και οι ιστορίες (λ.χ. “Αιέν υψικρατείν”, “Ferrari F430”, “Προτομή του Στάλιν”, “Φάλαινα δεμένη στην ελιά”) που περισσότερο καταγράφουν ένα περιστατικό χωρίς τη χαρακτηριστική σπιρτάδα του Σκαμπαρδώνη, μένοντας εύκολα στο οριζόντιο, ηθογραφικό απείκασμα. Μα, ας μην έχουμε παράπονο. Η γενική αίσθηση από την ανάγνωση του βιβλίου κλίνει προς την πλευρά ενός πολυειδούς τοπίου, όπου ζώα, άνθρωποι, πουλιά, μηχανές, φυτά, εδάφη, νερά, αδρανή και μη αδρανή στοιχεία του περιβάλλοντος, αποτελούν ένα σύμπαν εσωτερικά δεμένο. Θέλω να πω έναν κόσμο φτιαγμένο από σκληρά, μοναχικά κομμάτια, όπως το ψάρι στο βυθό του Αλιάκμονα (“Ο γουλιανός”) ή ο εξηντάχρονος Ηρακλής που κοιμάται στο αντίσκηνό του (“Τσιαρ-τσουρ-τσιρ”), ή ο κολυμβητής Μάικλ Ρηντ (“Ο Μάικλ στο αχούρι”), ή ο φορτηγατζής που παθιάζεται με την κλασική μουσική (“Ο Τάκης ακούει Mendelssohn”), όπου εντούτοις το ένα κομμάτι δουλεύει για το άλλο και το συμπληρώνει.
Είπα προηγουμένως, “περιβάλλοντος”, εννοώντας “φυσικού περιβάλλοντος”. Δε θυμάμαι καμιά ιστορία από τις 27 του Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος που να είναι κλεισμένη στους τέσσερεις τοίχους ενός σπιτιού. Όλες απλώνονται προς τα έξω, ανοίγονται στη μακεδονική ενδοχώρα και στα πέριξ, αλλά στο τέλος τέλος σημασία δεν έχει, όπως νομίζω, το γεωγραφικό στίγμα, οι ονομασίες των ακτών, των χωριών, των βουνών, των συνοικιών, των τοποθεσιών με τις οποίες γέμισε ο Σαμπαρδώνης το βιβλίο, προφανώς θέλοντας να κάνει πιο αληθοφανείς τις ρεαλιστικές αφηγήσεις του. Το ήμουν κάπου εκεί. Σημασία έχει ο δρόμος, η ελεύθερη προοπτική, ο ανοιχτός ορίζοντας, η κίνηση που δεν εγκλωβίζεται και που σαλτάρει μαζί με τη φαντασία προς το απεριόριστο, η μέσα φύση των ανθρώπων που τους βγάζει έξω από τα κοινά μέτρα και που τους κάνει αδρούς, ασκητικούς, μονοκόκκαλους, ακόμα και δολοφόνους, όπως στα δυο σκληρά αλλά αριστουργηματικά διηγήματα, το “`Ενα κεφάλι κασέρι” και, ιδίως, το “Σιμιγδάλια για το Βιετνάμ”. Σε όλα αυτά υπάρχει εμφανώς ή πλαγίως ένα καταφατικό νεύμα του συγγραφέα (και συνήθως αθέατου αφηγητή) προς το αρχέγονο, προς τη δύναμη του ενστίκτου, προς το ζόρικο, ενίοτε και προς το ζωώδες, αν και αυτό το ζωώδες δεν παύει να φέρει μαζί του την τρυφερότητα, το συναίσθημα, τη θερμότητα. Επίσης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κόσμος του Σκαμπαρδώνη είναι ένας μετρημένος κόσμος αρρενωπού ιδεαλισμού που δεν πολυχωράει στην αδρότητά του τη συνήθη θηλυκή αμφιγνωμία. Για τούτο και στη δεύτερη και πιο ενδιαφέρουσα από τις δυο ιστορίες του (“Συνοδηγός με ουρά” και “Άπνοια στην Τριστινίκα”) όπου πρωταγωνιστούν γυναίκες, η Ελένη αντιδρά στη φθορά που την καταπίνει με τρόπο τυπικά αρρενωπό. Ασκείται διαρκώς και προσπαθεί να κρατήσει την αναπνοή της κάτω από το νερό της θάλασσας, ξεπερνώντας το χρονικό όριο της ομάδας κατάδυσης, στην οποία άλλοτε ανήκε.

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: