Εξ αφορμής του έργου «ντε Σαντ, στη Ζυστίν» του Τσέζαρις Γκραουζίνις
ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ μάλλον αποτελεί την πιο αμφιλεγόμενη φιγούρα συγγραφέα, τόσο ως προς τον βίο του όσο και ως προς την ερμηνεία και υποδοχή του έργου του. Είναι τελικά εκφραστής ή κατήγορος του παλαιού καθεστώτος, ένας ουτοπιστής αθεϊστής φιλόσοφος κι υποδειγματικός κήρυκας της απόλυτης ελευθερίας ενάντια στη λογοκρισία, τη θρησκεία και τον νόμο, ή απλώς ένας διεφθαρμένος αριστοκράτης, που αναπαρήγαγε ψυχαναγκαστικά μια τυπολογία σκανδαλωδών και βίαιων φαντασιώσεων στη ζωή και τα γραπτά του;
Σε εκείνους που έχουν αντέξει να διαβάσουν έστω κάποιες σελίδες του ντε Σαντ, παρά τη μονοτονία και την εξωφρενική αγριότητα των εξαντλητικά επαναληπτικών περιγραφών του, αποκαλύπτεται μια υποφώσκουσα κοσμοθεώρηση, που θέτει επίκαιρα ηθικά ζητήματα. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η απόπειρα λαμπερών πνευμάτων του εικοστού αιώνα, όπως ο Κλοσοφσκί, η ντε Μποβουάρ, ο Μπαρτ, ο Ντερριντά, ο Λακάν, ο Φουκώ, ο Μπατάιγ, ο Ζίζεκ, να ερμηνεύσουν τις φιλοσοφικές διαστάσεις που λανθάνουν στην πορνογραφική προφάνεια του έργου του ντε Σαντ.
Εκτός όμως από διαφορετικές ερμηνείες, τα έργα του ντε Σαντ, και ιδιαίτερα το περιώνυμο αφήγημά του «Ζυστίν» (1787, 1791, 1801), έχουν επίσης τύχει ποικίλων καλλιτεχνικών διασκευών και επανεγγραφών που ιδιοποιούνται ή/και υποσκάπτουν τυπικές σαδικές φαντασίες και κοσμοείδωλα. Πρόσφατα, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα «Ζυστίν» (1996) της Άλις Τόμσον πρόσθεσε μια ακόμη εκδοχή της ομώνυμης ηρωίδας από μια γυναικεία σκοπιά, η οποία υπογραμμίζει και καταρρίπτει το στερεοτυπικό, πατριαρχικό ιδανικό της αθώας, παθητικής γυναίκας που υποτίθεται ότι ενσαρκώνει υποδειγματικά η «κλασική», κατά ντε Σαντ Ζυστίν (και για το οποίο τιμωρείται). Κι ενώ ασφαλώς η θυματοποίηση, κακοποίηση και στερεοτυπική αναπαράσταση των γυναικών που απαντά στα έργα του ντε Σαντ αποτελεί ένα μείζον ζήτημα, το σύμπαν θυμάτων και θυτών που συγκροτεί ο ντε Σαντ έχει ακόμη μεγαλύτερη διάμετρο και ευρύτερες ηθικές προεκτάσεις ως προς τη φύση και τις σχέσεις των ανθρώπων.
Η αναγνώριση τέτοιων προεκτάσεων στο σαδικό έργο ώθησαν τον Λιθουανό σκηνοθέτη Τσέζαρις Γκραουνίζις να συνθέσει τη δική του εκδοχή της ιστορίας της Ζυστίν, στο θεατρικό έργο «ντε Σαντ, στη Ζυστίν...» που παίζεται στην Αθήνα αυτές τις μέρες. Οι λογοτεχνικές/δραματολογικές επιλογές του Γκραουζίνις έως τώρα και η σκηνοθετική προσέγγισή του κατατείνουν στη διερεύνηση υπαρξιακών θεμάτων, παραπέμποντας σε έναν νοσταλγικό ανθρωπισμό που εκφράζεται με σύγχρονες θεατρικές τεχνικές, και αποχρώσεις σκεπτικιστικής ειρωνείας.
Η σαδική Ζυστίν, ή τα βάσανα της αρετής, ένα αφήγημα που γνώρισε τουλάχιστον τρεις εκδοχές, συνίσταται στην εξιστόρηση των περιπετειών μιας ορφανής και άπορης κοπέλας, καθώς αναζητά την αρετή και ελπίζει για βοήθεια, ενώ αντ’ αυτής υφίσταται την πιο βίαιη κακοποίηση, από ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων και αξιωμάτων, ιερωμένους, δικαστικούς, δήθεν φιλάνθρωπους πλουσίους. Ένα από τα πιο προφανή διδάγματα του έργου είναι επομένως η αποκάλυψη της ηθικής διαφθοράς και της υποκρισίας που διαπότιζε την κοινωνία του παλαιού καθεστώτος. Οι ενάρετοι υποφέρουν και οι διεφθαρμένοι ευημερούν, μοιάζει να προειδοποιεί ο ντε Σαντ, προάγοντας μια ηθική ασύδοτου ή μάλλον «φυσικού» εγωισμού, έναντι της αρετής που εκπροσωπεί η ανελέητα κατατρεγμένη Ζυστίν.
Στο θεατρικό μονόλογο του Τσέζαρις Γκραουνίζις αναπαράγεται συμπυκνωμένη όλη η γκάμα τυποποιημένων διαστροφών του κόσμου του ντε Σαντ. Ωστόσο, ακολουθώντας πιστά το σαδικό γράμμα, ο Γκραουζίνις αποδυναμώνει το σαδικό πνεύμα, το διακωμωδεί σπρώχνοντάς το στα σουρεαλιστικά του άκρα, όπως και ο ντε Σαντ, αντίστροφα, διαβρώνει τον φαινομενικά απελευθερωτικό Λόγο του διαφωτισμού και εκθέτει την εργαλειακότητά του, χρησιμοποιώντας τον ως μέσο προαγωγής του υποτιθέμενου φυσικού ενστίκτου των ανθρώπων προς εξασφάλιση της δική τους ηδονής, μέσω της πραγμοποίησης και καθυπόταξης των άλλων.
Κατά πρωτότυπο τρόπο, ο Γκραουζίνις εγκαταλείπει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της σαδικής Ζυστίν, επινοώντας αντίθετα ως πρωταγωνίστρια μια διεφθαρμένη πλούσια κυρία Ντελμόζ που απευθύνεται στη Ζυστίν-κοινό, και σκιαγραφεί τις αξίες και τις περιπέτειες της Ζυστίν ως μεταφοράς της αρετής καθώς προσπαθεί να την αποπλανήσει σωματικά και ηθικά, εκθέτοντας συγχρόνως τη διεστραμμένη κοσμοθεωρία της. Ένα από τα επιτεύγματα της επανεγγραφής της Ζυστίν από τον Γκραουζίνις είναι ότι μέσα από τις ποικίλες μεταστροφές τόνου και λόγου που μετέρχεται η μαντάμ Ντελμόζ, με σκοπό τη διαφθορά της Ζυστίν-κοινού, παρασύρει το κοινό-Ζυστίν εναλλάξ σε μια θέση συνενόχου και θύματος, προκαλώντας αμφιθυμία. Καθώς τις μάσκες της αλληλεγγύης, της κατανόησης, της προστατευτικότητας, του θαυμασμού διαδέχονται η απειλή, η ηδυπάθεια, η σεξουαλική και οικονομική εκμετάλλευση και ο βασανισμός του άλλου, ο κυνισμός και η ακολασία της πρωταγωνίστριας Ντελμόζ προβάλλουν πιο αμφίσημα, αφού μπορούν να εκληφθούν ως επακόλουθα της εξαχρείωσης των γυναικών σε έναν αγοραίο και πατριαρχικό κόσμο.
Πιο καίρια όμως, αυτό το παιχνίδι απώθησης και ταύτισης κοινού και διεφθαρμένης ηρωίδας εξυπηρετεί την επικαιροποίηση του ντε Σαντ, τη συστοιχία του παρηκμασμένου, ταξικού παλαιού καθεστώτος με το υποτιθέμενα δημοκρατικό φιλελεύθερο παρόν, που πραγματοποιεί ευφάνταστα αλλά πολύ διεισδυτικά ο Γκραουζίνις. Αναγνωρίζουμε το σαδικό, διαστροφικό, άπληστο, σκληρό, απόλυτα εγωιστικό σύμπαν στις κοινωνίες τού σήμερα, που πιστοποιούν τη χρεοκοπία του αστικού φιλελευθερισμού ως ηθικού συστήματος. Ο ηδονισμός, η αντικειμενοποίηση του Άλλου, ο νόμος της ωμής ισχύος, η αποικιοποίηση και ο βιασμός του σώματος, όχι απλώς μεμονωμένων φυσικών υποκειμένων αλλά και του κοινωνικού/πολιτικού σώματος ολόκληρων λαών χάριν του χρήματος και της εγωιστικής ηδονής των ισχυροτέρων, κυριαρχούν διεθνώς. Η υποτιθέμενα εκλεπτυσμένη και προηγμένη φιλοσοφία του νεοφιλελευθερισμού, στην πραγματικότητα ισούται με την πιο χονδροειδή και (αυτο)καταστροφική ηδονοθηρία. Η «φύση» που επικαλείται ο ντε Σαντ, για να θεμελιώσει ιδεολογικά την εγωιστική ροπή στην ηδονή και τα πιο απάνθρωπα ένστικτα και πράξεις, μπορεί να εναντιώνεται στους σύγχρονούς του φιλοσόφους, που συνέδεαν τη φύση με το λόγο και την αρετή ως το θεμέλιο μιας εύτακτης κοινωνίας. Όμως, αυτή η σαδική σύλληψη της φύσης μοιάζει να απηχεί επικίνδυνα στη σημερινή ιδεολογία της «φυσικότητας» της κεφαλαιοκρατικής αγοράς, τη θεώρηση της επιθετικότητας και της καταστροφικότητάς της ως αναπόφευκτης και φυσικής ανάγκης, που υπερβαίνει την ευθύνη του (κοινωνικού) υποκειμένου.
Η ντε Μπωβουάρ δικαίως γνωμοδότησε ότι ο ντε Σαντ μπορεί να εγκαινίασε ένα τολμηρό εγχείρημα απόλυτης ελευθερίας, όπως την εννοεί ο υπαρξισμός, αλλά όμως εξέλαβε εσφαλμένα την ισχύ για ελευθερία και περιόρισε το ερωτικό αίσθημα σε σχέσεις ανταλλαγής και καθυπόταξης, αντί για τις αυθεντικές σχέσεις αμοιβαιότητας και γενναιοδωρίας προς τον άλλο. Ή, όπως αποδεικνύει πιο πρόσφατα ο Ζίζεκ, ο ντε Σαντ είναι ηθικός αλλά με αντεστραμμένο περιεχόμενο. Διατηρεί τη δομή της Καντιανής κατηγορικής, δηλαδή καθολικής προσταγής, θέτοντας όμως ως περιεχόμενό της την πιο παθολογική ιδιαιτερότητα (της διαστροφικής προσωπικής του επιθυμίας). Ο σαδικός κόσμος ανάγει την ουσιαστικά ενδεχόμενη και μεμονωμένη τάση εύρεση ηδονής στον πόνο σε καθολική (καθότι υποτιθέμενα φυσική) αρχή. Παραδόξως, κι ο αγοραίος φιλελευθερισμός έχει παρόμοιους σκοπούς και χρησιμοποιεί τα ίδια μέσα για την νομιμοποίησή του ως καθολικού συστήματος, παρότι ενδεχομενικός. Μόνη ασπίδα επομένως ενάντια στην καταστρεπτική διαστροφή της κατηγορικής προσταγής από τη σαδι(στι)κή/φιλελεύθερη ηθική απομένει η ανάληψη της ευθύνης ως προς το ποιες αρχές θα πρέπει να έχουν καθολική ισχύ στον κόσμο που θέλουμε να ζούμε.
Η Αγγελική Σπυροπούλου διδάσκει Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία και Θεωρία στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
CEZARIS GRAUZINIS
Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις σπούδασε υποκριτική και σκηνοθεσία στο Moscow State Lunacharsky Theater Arts Institute και μαθήτευσε υπό τον Tadashi Suzuki στην Ιαπωνία. Είναι ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής της ανεξάρτητης θεατρικής ομάδας «Cezario grupe» με την οποία έχει σκηνοθετήσει διεθνώς έργα των Σαίξπηρ, Μπύχνερ, Βιτράκ, Τσέχωφ, Σίμμελπφένιχ, Καμύ, καθώς και δικά του έργα και διασκευές λογοτεχνικών κειμένων. Τα τελευταία 20 χρόνια σκηνοθετεί σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Φιλανδία, η Σουηδία, η Σλοβενία, η Κροατία, οι Νήσοι Φερρόες, η Πολωνία και η Ελλάδα.
Οι παραστάσεις που σκηνοθέτησε ο Γκραουζίνις στην Ελλάδα περιλαμβάνουν τις πρωτότυπες επανεγγραφές του ελληνιστικού ειδυλλίου «Δάφνις και Χλόη» (Θέατρο Πορεία 2006-07, βραβείο σκηνοθεσίας «Κάρολος Κουν 2007») και του εμβληματικού «Ζορμπά» του Καζαντζάκη φέτος στο Εθνικό Θέατρο. Το 2008 σκηνοθέτησε και το περίφημο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ για το Φεστιβάλ Αθηνών. Το τελευταίο έργο του «ντε Σαντ, στη Ζυστίν…», παρουσιάζεται σε παγκόσμια πρώτη στο Θέατρο Εξαρχείων έως τις 16 Μαϊου, σε ρέουσα μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου και ωραία ερμηνεία της Μάρως Παπαδοπούλου.
Αγγελική Σπυροπούλου: Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος του θεάτρου σήμερα;
Τσέζαρις Γκραουνίζις: Στον σύγχρονο κόσμο το θέατρο πασχίζει να αποδείξει τη σπουδαιότητά του: διερευνά κοινωνικά προβλήματα και διατυπώνει προκλητικές πολιτικές θέσεις (ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι σπάνια συναντώνται πιο μεγάλοι καιροσκόποι από τους εκπροσώπους του θεατρόκοσμου!). Επίσης, είναι δημοφιλές να σκαλίζεις τις σωρούς των απορριμμάτων της ιστορίας, που μοιάζει με το να προσπαθείς να μπήξεις σπασμένα γυαλιά στο δάκτυλό σου. Με άλλα λόγια, το θέατρο έχει καταντήσει ένα είδος «καταστήματος μεταχειρισμένων», πουλώντας θέματα που τα έχουν ήδη αξιοποιήσει έως εξάντλησης τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Με όλο τον σεβασμό μου ως προς τις διαφορετικές απόψεις που μπορεί να υπάρχουν, πρέπει να παραδεχθώ ότι αυτό το είδος θεάτρου με ενδιαφέρει λιγότερο. Αναμφίβολα, το θέατρο πρέπει να είναι ποικιλόμορφο: να είναι ό,τι άλλο θέλει εκτός από βαρετό. Όμως, εγώ προτιμώ το θέατρο που αφορά την ανθρώπινη ψυχή σε αναζήτηση της ομορφιάς.
Α.Σ. Στην παράσταση «ντε Σαντ, στη Ζυστίν...», οι κινήσεις και τα σκηνικά είναι μινιμαλιστικά και η έμφαση είναι στον λόγο. Πώς βλέπετε την έμφαση σύγχρονων δημοφιλών μορφών θεάτρου στην εικόνα και το σώμα;
Τ.Γ. Ο ενθουσιασμός των παραγωγών του σύγχρονου ευρωπαϊκού θεάτρου με τα οπτικά εφέ μου φαίνεται ανόητος. Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο να χάνει κανείς τον καιρό του με τη δημιουργία εικόνων, κάτι που πολύ πιο εύκολα, πολύ πιο φτηνά και επιβλητικά μπορεί κανείς να κάνει, χρησιμοποιώντας το πλέον απλό PhotoShop;
Η ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργεί εικόνες είναι πολύ πιο δυνατή από όσα μπορεί να δει με τα μάτια του. Γι’ αυτό και προσπαθώ να δημιουργώ έναν θεατρικό κώδικα, ο οποίος μέσω του λόγου, της διήγησης (του εκφερόμενου κειμένου) και σε συνεργασία με τα ψυχο-σωματικά σήματα που εκπέμπει ο ηθοποιός, θα μπορέσει να ξυπνήσει την φαντασία του θεατή, να τον προκαλέσει να δει εικόνες που θα έχουν ως αφετηρία τον εσωτερικό του κόσμο.
Α.Σ. Με τον τρόπο που ξαναγράφετε τον ντε Σαντ, αναδεικνύεται η στενή σχέση της στάσης προς τον έρωτα με μια φιλοσοφική και πολιτική θεώρηση του κόσμου. Πιστεύετε ότι πράγματι τα δύο είναι αλληλένδετα, δηλαδή ότι το προσωπικό είναι πάντοτε εκ προοιμίου πολιτικό;
Τ.Γ. Δεν πιστεύω ότι θα πρέπει να εκλάβει κανείς τον ντε Σαντ απαραιτήτως ως πολιτικό συγγραφέα. Αν ήταν πολιτικός συγγραφέας, θα επιζούσε στο μουσείο της ιστορίας ως στενά συνδεδεμένος με την εποχή του φυλλαδιογράφος. Κι όμως, δεν είναι τυχαίο που τον ανακάλυψαν, ξέθαψαν τα κείμενά του από την ανωνυμία, τα έδωσαν πίσω στον κόσμο προς πνευματική χρήση οι πιο γνωστοί υπαρξιστές του 20ού αιώνα. Στα κείμενα του ντε Σαντ η περισυλλογή σε σχέση με το εφήμερο (το ανέλπιδο) της ύπαρξης συνιστά ό,τι πολυτιμότερο. Παρόλο που κάτι τέτοια δεν είναι πάντα φανερά, όταν ξεφυλλίζει κανείς επιφανειακά αυτά τα «πολιτικώς βλαβερά» βιβλιαράκια. Όσο για τον περιώνυμο «ερωτισμό», ή, ακριβέστερα, την πορνογραφία του Ντε Σαντ, αυτή δεν είναι τίποτα άλλο από μια σύμβαση του παιχνιδιού, ένα δόλωμα για το βλάκα, προκειμένου να τον παρασύρει όσο το δυνατόν περισσότερο στη σκοτεινή ζούγκλα των ηθικών ερωτημάτων για την ύπαρξη του ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου